«Ο Αλέξης Τσίπρας προσέφερε με την παραίτησή του μια ευκαιρία για την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ» είπε σε συνέντευξή του ο πρωθυπουργός συμπληρώνοντας ότι μετά από μια τέτοια διαδικασία τα κόμματα βγαίνουν συνήθως ή πιο δυνατά ή αποδυναμωμένα. Αυτό είναι ακριβώς το στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν τα στελέχη της Κουμουνδούρου αποδεικνύοντας ότι μπορούν να ξανασταθούν όρθια στο πολιτικό σκηνικό και χωρίς την παρουσία του ανθρώπου που κρατούσε στα χέρια του το τιμόνι της παράταξης τα τελευταία 15 χρόνια.
Ένα εγχείρημα που μόλις πριν λίγο καιρό έμοιαζε να προσεγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας ακόμα και για τον ίδιο τον Τσίπρα («ο άνθρωπος που θα γερνούσε πρωθυπουργός») μπήκε βίαια μπροστά εξ αιτίας της καταλυτικής ετυμηγορίας της κάλπης.
Το στοίχημα της ανασυγκρότησης δεν είναι καθόλου εύκολο να κερδηθεί, ιδιαίτερα σε μια στιγμή που ο συγκολλητικός ιστός της εξουσίας έπαψε να υπάρχει ακόμα και ως ορατή τουλάχιστον προοπτική. Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα έβαλε οριστικά τέλος στις φιλοδοξίες για μια «δεύτερη φορά Αριστερά». Αυτός ήτανε άλλωστε και ο ουσιαστικός λόγος που τον οδήγησε στην απόφασή του.
Το εσωκομματικό σκηνικό γίνεται όλο και πιο περίπλοκο καθώς οι διαμορφωμένες τάσεις αναδιατάσσονται σε προσωποπαγείς συσπειρώσεις στελεχών διαφορετικής πολιτικής και ιδεολογικής προέλευσης (αριστεροί, πασοκογενείς, ανελογενείς κλπ) με αποκλειστικό στόχο την κατάκτηση της κομματικής ηγεσίας. Σε συνθήκες ήττας η ανομοιογένεια λειτουργεί αποσυσπειρωτικά και μπορεί να αποβεί μοιραία για το ενωτικό της αποτέλεσμα.
Αυτή την εικόνα αποσυσπείρωσης δίνει μέχρι στιγμής τόσο η διαδικαστική αντιπαράθεση για τον χρόνο εκλογής της νέας ηγεσίας που κάθε άλλο παρά διαδικαστική είναι, όσο και ο τρόπος υποβολής των υποψηφιοτήτων εντός και εκτός ΚΕ οι εργασίες της οποίας διεξάγονται αυτό το διήμερο. Είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των δηλώσεων υποψηφιότητας ότι καμιά δεν παρουσιάζει μια συνολική αιτιολόγηση για τους λόγους της βαριάς ήττας.
Αντίθετα, όλοι αναφέρονται αποσπασματικά σε επιμέρους αιτίες με κύριο στόχο να επιρρίψουν τις ευθύνες στους αντιπάλους τους για την ηγεσία. Άλλωστε, τα εγκώμια που πλέκουν όλοι στον παραιτηθέντα, λόγω της ήττας, Αλέξη Τσίπρα ούτε την ήττα δικαιολογούν ούτε και περιθώρια για ουσιαστική αυτοκριτική αφήνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώην πρόεδρος απέχει εκκωφαντικά από τη διαδικασία και από κάθε υπόνοια επιλογής διαδόχου.
Η Έφη Αχτσιόγλου, ανακοίνωσε πρώτη την υποψηφιότητά της σαν έτοιμη από καιρό και δείχνει να θεωρεί την εκλογή της σχεδόν αυτονόητη. Ο συμβολισμός της μοναχικής της παρουσίας στο πάνελ κατά την ανακοίνωση της απόφασής της να διεκδικήσει την αρχηγία, η αμφισβήτηση των οργανωμένων τάσεων και η επανάληψη κενών περιεχομένου τσιτάτων όπως «είμαστε με τους πολλούς και με το δίκιο» αλλά και αυτάρεσκων αναφορών όπως «η υποψηφιότητά μου αφορά την κοινωνία και την Ελλάδα», δείχνουν ότι είναι αποφασισμένη να γίνει Αλέξης στη θέση του Αλέξη. Άλλωστε, η ευρεία διατασική στήριξή της δείχνει ότι ένα μεγάλο μέρος της σημερινής βάσης του κόμματος ψάχνει περισσότερο έναν Αντι-Τσίπρα παρά ένα σύγχρονο πειστικό αφήγημα διαφορετικό από που οδήγησε στην εκλογική κατάρρευση.
Αντίθετα, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος εμφανίστηκε ως εκφραστής της αριστερής ιδεολογίας και της συλλογικότητας. Είναι ο μόνος, μέχρι στιγμής, που μίλησε για «συνέχεια και τομή» βάζοντας, έστω και αδρά, το θέμα του λαϊκισμού της προηγούμενης ηγεσίας στην οποία άλλωστε ήταν ο μόνος που τόλμησε να φέρει κάποιες αντιρρήσεις.
Ωστόσο, δε βρήκε μια λέξη να πει για τις πολιτικές που έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα της πτώχευσης και της εξόδου από την ΕΕ και πολύ περισσότερο να αναλάβει τις μεγάλες ευθύνες που του αναλογούν. Αντίθετα, με τη δήλωσή του ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πείσει τον κόσμο με τις θέσεις του» και ότι «αυτές τις θέσεις πρέπει να τις κάνει ηγεμονικές στην κοινωνία, με αυτές τις θέσεις πρέπει να ξαναγίνει κυβέρνηση» μάλλον δεν προϊδεάζουν για μια ουσιαστική «τομή» στην πολιτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην περίπτωση που νικήσει.
Η υποψηφιότητα του Νίκου Παππά δείχνει το μέγεθος της ζημιάς που έκανε η διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη χώρα και την κοινωνία. Είναι χαρακτηριστική η προτροπή του, στην ομιλία του στην ΚΕ, «να επανασυστήσουμε την εκλογική συμμαχία του 2015 μεταξύ μισθωτών και μεσαίας τάξης, που μας έφερε στην κυβέρνηση». Ξεχνάει δήθεν ότι η μόνη συμμαχία που έφερε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην κυβέρνηση ήταν η συμμαχία των «αγανακτισμένων» ακροδεξιών και λαϊκιστών της πάνω και της κάτω πλατείας, όπως επίσης ξεχνάει δήθεν ότι ήταν ο αρμόδιος υπουργός της κυβέρνησης που επιχείρησε τότε να ελέγξει την τηλεοπτική ενημέρωση των πολιτών και ότι για την πράξη του εκείνη καταδικάστηκε πριν λίγο καιρό αμετάκλητα.
Πώς ανέχονται τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί την αρχηγία του κόμματός τους και επομένως και τη θέση του πρωθυπουργού της χώρας ένας πρώην υπουργός της κυβέρνησής τους ομόφωνα καταδικασμένος για κατάχρηση εξουσίας;
Η συζήτηση για την υποψηφιότητα Πολάκη, ανεξάρτητα από το εάν τελικά θα υποβληθεί, επιβεβαιώνει με τον πιο επίσημο τρόπο τους άρρηκτους δεσμούς του ΣΥΡΙΖΑ με τον χυδαίο λαϊκισμό. Δεσμοί που έχουν σφυρηλατηθεί όλα αυτά τα χρόνια σε βαθμό που ακόμα κι όταν ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε να τους κόψει στις τελευταίες εκλογές, αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί κάτω από την πίεση του «πολακισμού». Ο «αψύς Κρητικός» δε διεκδικεί την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ. Με τη συνεχή παρουσία του στην επικαιρότητα θέλει να ξεκαθαρίσει στον ή στην επόμενη πρόεδρο ότι αυτός θα κάνει κουμάντο και ότι κανείς δεν μπορεί να τον ακουμπήσει.
Υποψηφιότητα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε στην ΚΕ και ο Στέφανος Τζουμάκας. Θα ήταν ίσως πιο φρόνιμο αν το «σιλάνς» που απηύθυνε το βράδυ της εκλογικής συντριβής σε τηλεοπτικό συνομιλητή του να το είχε εφαρμόσει στον εαυτό του.
Η εσωκομματική διαδικασία για την εκλογή νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αφορά τα μέλη και τα στελέχη του. Αυτό που αφορά την κοινωνία και τη χώρα είναι η πολιτική που θα αποφασίσει να ακολουθήσει η νέα ηγεσία του και το αφήγημα με το οποίο θα απευθυνθεί στους πολίτες.
Από το κατά πόσο το αφήγημα αυτό θα στηρίζεται στην αυτοκριτική και την ανάληψη των ευθυνών για το παρελθόν και ταυτόχρονα θα είναι πειστικό για το μέλλον θα εξαρτηθεί αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα απευθυνθεί σε «πολλούς» ή η συζήτηση θα περιοριστεί ξανά σε ένα στενό κύκλο στελεχών μακριά από τις αγωνίες και τα προβλήματα της κοινωνίας.
Διαβάστε επίσης:
ΣΥΡΙΖΑ: Ποια στελέχη στηρίζουν τους τέσσερις για την προεδρία