Των Γιάννη Μαστρογεωργίου και Γιώργου Παπούλια*
Μία πρώτη προσέγγιση στις συνέπειες του βρετανικού δημοψηφίσματος έκανε το ΔΙΚΤΥΟ ΕΔΩ. Πρέπει να αφήσουμε την κατάσταση να εξελιχθεί και να πέσει ο αχός των πρώτων ημερών - εβδομάδων για να αποτυπωθεί καλύτερα η κατάσταση. Όμως, υπάρχουν ήδη ορισμένα συμπεράσματα που αφορούν τη θεσμική, κυρίως, εξέλιξη της Ε.Ε. παράλληλα με τον υπόρρητο μετασχηματισμό που συντελείται σταδιακά στις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης.
Ως προς τη θεσμική εξέλιξη της Ε.Ε. Η Ευρώπη δεν λειτουργεί ακόμη ως ένα ολοκληρωμένο σύνολο. Η πρόταξη των εθνικών συμφερόντων υπερισχύει της χαλαρής υπερεθνικής αντίληψης. Υπάρχει όμως η αίσθηση του κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος και εκεί μπορεί να χτίσει η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.
Η διαλεκτική της εξελικτικής πορείας της Ε.Ε. θα προχωρήσει μέσα από την εθνική θέση, στην υπερεθνική αντίθεση, για να καταλήξει στην κοινή ευρωπαϊκή σύνθεση. Μία δύσκολη διαδικασία, που όμως πυροδοτήθηκε εδώ και χρόνια και το βρετανικό δημοψήφισμα επέτεινε και επιτάχυνε. Η συμμαχία εκείνων που θέλουν και μπορούν, χωρίς ηθικοπλαστικό ηγεμονισμό από κανέναν, είναι η πιο πιθανή προσπάθεια. Το αν θα καρποφορήσει εξαρτάται από τις εξελίξεις που θα επιφέρουν οι εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία, καθώς και το δημοψήφισμα για τις συνταγματικές αλλαγές στην Ιταλία. Στο τέλος, όμως, μίας νέας πορείας εσωτερίκευσης και εξέλιξης της Ένωσης, είναι πιθανό να κερδίσουν οι δυνάμεις που θέλουν μία σφιχτή Ευρώπη, έναν στενό δηλαδή πυρήνα των χωρών που συνεργάζονται καλά μεταξύ τους. Μία συμμαχία των χωρών που θέλουν και μπορούν με δυνατότητα υποστήριξης εκείνων που θέλουν και δεν μπορούν. Η επόμενη διετία είναι καθοριστική.
Ως προς την κινούμενη άμμο στις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης. Το υπό διαμόρφωση πλαίσιο δυναμικής εξέλιξης των θεσμικών αλλαγών στην Ε.Ε. συμβαδίζει και αλληλοεπηρεάζεται από την άλλη μεγάλη υπό διαμόρφωση νέα κατάσταση που εξελίσσεται στις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης. Δυνάμεις της ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας συμπορεύονται με τις δυνάμεις του φιλελευθερισμού ως προς την υπεράσπιση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, ενώ δυνάμεις της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς συμπλέουν με θύλακες της ακροδεξιάς σε μία χαιρέκακη αντιευρωπαϊκή ρητορεία. Οι δε δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας προσπαθούν να τετραγωνίσουν τον κύκλο ταυτιζόμενες πότε με τους μεν και πότε με τους δε.Αρχή φόρμας
Η Ευρωαπόρριψη είναι σε άνοδο και φαίνεται να είναι μέρος μιας ευρύτερης τάσης απεγκατάστασης από την Ένωση. Ένα κοκτέιλ από φτωχές οικονομικές αποδόσεις, από υψηλή ανεργία, λιτότητα και ανησυχίες σχετικά με τη μετανάστευση έχουν οδηγήσει σε πολιτικό κατακερματισμό της Ευρώπης. Η δημοτικότητα των ριζοσπαστικών κομμάτων σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος έχει αυξηθεί. Αυτό καθιστά πιο δύσκολο για να σχηματιστούν αποτελεσματικές και σταθερές κυβερνήσεις. Στο ποσοστό του Brexit προστίθενται τα υψηλά ποσοστά που έλαβαν οι υποψήφιοι δήμαρχοι του Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία (σε 20 δήμους οι υποψήφιοι του «Κινήματος 5 αστέρια» κέρδισαν τους 19!). Οι ακροδεξιοί στην Αυστρία έχασαν την Προεδρία της χώρας για λίγες μόνον ψήφους κι αυτές από τους Αυστριακούς της διασποράς.
Το AfD, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, που θέλει τη χώρα εκτός ευρώ, στις εκλογές που θα γίνουν αναμένεται να ξεπεράσει το όριο του 5% και να αποχτήσει εκπροσώπηση στη Βουλή. Στη Γαλλία, η Μαρί Λεπέν στις προεδρικές εκλογές θα διεκδικήσει με αξιώσεις να είναι αυτή η διάδοχος του Ολλάντ.
Η ιδιαιτέρως σημαντική πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Pew έχει δώσει ήδη πριν από το βρετανικό δημοψήφισμα σημαντικές πληροφορίες για τις απόψεις των Ευρωπαίων πολιτών ως προς την Ε.Ε. Το πρώτο στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι ότι, παρά τη μεγάλη αποδοχή που έχει η ιδέα ενός περισσότερο ενεργού ρόλου της Ευρώπης στα παγκόσμια πράγματα, όπως ζητά το 74% των ερωτηθέντων στην έρευνα, οι πολίτες επιμένουν στην ιδέα του έθνους - κράτους που πρέπει πρωτίστως να επικεντρώνει στην αντιμετώπιση των δικών του προβλημάτων, όπως ζητά το 56%, σε αντιδιαστολή με το 40% που προκρίνει ως προτεραιότητα τη βοήθεια σε άλλα κράτη. Τα στοιχεία της ενδιαφέρουσας έρευνας καταδεικνύουν μιαν αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στις πολιτικές επιλογές των εθνικών κυβερνήσεων ή των θεσμών της Ε.Ε. και της πραγματικής βούλησης των Ευρωπαίων πολιτών. Και δεν είναι η πρώτη φορά, αν αναλογιστούμε ότι όποτε μετά το 1990 ερωτήματα που αφορούσαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τέθηκαν στην κρίση της λαϊκής βούλησης, το αποτέλεσμα ήταν είτε απορριπτικό, είτε οριακά θετικό. Ωστόσο, στις μέρες μας αυτό τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά δομικής κρίσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, σε ένταση και κλίμακα.
Σήμερα έχουμε μία Ευρώπη βαθιά ευρωσκεπτικιστική, έτοιμη να αναθεωρήσει τις αξίες της, που δέχονται αμφισβήτηση. Σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, τρέχει η διαδικασία του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση για παράβαση των αξιών για θέματα δικαιοσύνης, θεσμών, κλπ.
Ο θεσμικός μετασχηματισμός της Ε.Ε. μέσα από την εκ νέου χάραξη των κρατικών αρμοδιοτήτων και της αναγκαίας αναζήτησης μίας ευρωπαϊκής ηγεσίας θα οδηγήσει στη σύμπηξη νέων μετώπων ανάμεσα στις παραδοσιακές ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες. Νέες συμμαχίες θα προκύψουν πάνω στη βάση της ευρωαπόρριψης ή της ευρωεξέλιξης. Το υπόρρητο δίλημμα που διαπερνά υπόγεια ευρύτερα στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών ακόμα και πριν από την έναρξη της κρίσης: «ναι ή όχι στην Ε.Ε.» θα αναδυθεί ηχηρά και θα γίνει το κυρίαρχο τα επόμενα χρόνια.
O… ιός του λαϊκισμού και το αντίδοτο του ρεαλισμού
Με αφορμή το βρετανικό δημοψήφισμα, διάχυτος υπήρξε ο προβληματισμός κατά πόσο μερίδιο ευθύνης έχει ο λαϊκισμός ή… αν είναι ελιτισμός να κατηγορείται για το αποτέλεσμα… ο λαϊκισμός. Ο λαϊκισμός –και δη ο ακροδεξιός– θάλλει και φουσκώνει σε περιόδους κρίσης. Η προθυμία των πολιτών να εγκρίνουν μία ρητορική δεξιού λαϊκισμού μπορεί να εξηγηθεί και να προβλεφθεί από μια σειρά διαφορετικών μεταβλητών, όπως μία οικονομική κρίση. Μια ιδιαίτερα λεπτομερής και σχετικά πρόσφατη μελέτη από μια ομάδα Γερμανών οικονομολόγων δείχνει ότι σε μια περίοδο σχεδόν 150 ετών (1870-2014), κάθε οικονομική κρίση την ακολούθησε ένα κύμα δεκαετούς περίπου υποστήριξης ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμάτων1. Έχουν περάσει ήδη 8 βέβαια από την έναρξη της τρέχουσας κρίσης και αντί για αποκλιμάκωση, έχουμε κλιμάκωση του φαινομένου.
Κατά μέσο όρο, η ψήφος στα ακροδεξιά κόμματα αυξήθηκε κατά 30% ύστερα από μια οικονομική κρίση. Αυτό που έχει σημασία, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι το πώς οι άνθρωποι ερμηνεύουν την οικονομική τους θέση: τα συναισθήματα της σχετικής προσωπικής τους στέρησης και μια γενική άποψη για την κοινωνία που είναι σε παρακμή βρέθηκαν να είναι οι μεγάλοι ενισχυτικοί παράγοντες του λαϊκισμού.
Άρα, θα λέγαμε ότι ως προς τον λαϊκισμό και τις περιόδους οικονομικής κρίσης: «Δεν είναι οι αριθμοί, ανόητε, αλλά το πώς οι άνθρωποι αισθάνονται». Και ακριβώς σε αυτήν τη γενική αίσθηση του πώς οι άνθρωποι αισθάνονται επένδυσαν οι ισοπεδωτικά λαϊκιστές Άγγλοι πολιτικοί, καθώς και όσοι βρήκαν ευκαιρία να υπερασπιστούν την αντίθεση τους στην επιβαλλόμενη από τη Γερμανία πολιτική λιτότητας, κάτι που προφανώς δεν απασχόλησε ουδόλως την πλειοψηφία των ηλικιωμένων Βρετανών που ζουν στην επαρχία και πιθανότατα δεν γνωρίζουν καν το όνομα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών…
Εκλογικός Νόμος: Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ να κερδάνε…
Έτσι όπως κατέθεσε την πρόταση του ο ΣΥΡΙΖΑ για τον εκλογικό νόμο δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η βούληση του δεν είναι ο εξορθολογισμός του, αλλά – παραφράζοντας στον τίτλο την περιβόητη φράση της ποδοσφαιρικής παράγκας– η μικροκομματική και επικοινωνιακή λογική της πάση θυσία δικής τους νίκης και της ήττας του αντιπάλου.
Η αλήθεια είναι ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα αφενός δεν ανταποκρίνεται στο νέο πολιτικό τοπίο της χώρας και αφετέρου οδηγεί σε μια νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, η οποία δεν αφορά μόνο την ανάδειξη του πρώτου κόμματος, των κομμάτων που θα εισέλθουν στη Βουλή και των βουλευτών, αλλά και την ίδια τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Ο ισχύων νόμος χαρακτηρίζεται από έναν θεσμικό παραλογισμό, ο οποίος είναι, ταυτόχρονα, βαθύτατα αντιδημοκρατικός. Πρόκειται για τη δυσμενή μεταχείριση των συνασπισμών ως προς την απονομή του εκλογικού μπόνους των 50 εδρών, που αποτρέπει πλήρως τις προεκλογικές συνεργασίες, αφού ένας συνασπισμός με 51% θα έπαιρνε λιγότερες έδρες από ένα μεμονωμένο κόμμα με 35%. Με τον τρόπο αυτό ο ψηφοφόρος αδυνατεί να επιλέξει εκ των προτέρων έναν συνασπισμό πολιτικών δυνάμεων που θα βασιζόταν σε προγραμματικές συγκλίσεις. Αντίθετα, διακινδυνεύει να δει την ψήφο του να «διοχετεύεται» σε ευκαιριακές μετεκλογικές συνεργασίες, χωρίς προγραμματική συμφωνία.
Αλλά και ως προς τα κόμματα, ο ισχύων εκλογικός νόμος χαρακτηρίζεται από μείζονα προβλήματα δημοκρατικότητας και παραλογισμού. Αναφερόμαστε στο πριμ του πρώτου κόμματος. Το μπόνους των 50 εδρών απονέμεται χωρίς κανένα κριτήριο, τόσο ως προς το ποσοστό όσο και ως προς τη διαφορά πρώτου και δεύτερου κόμματος, αυτό οδηγεί σε παρανοϊκές στρεβλώσεις, αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις εκλογές του Μαΐου του 2012, στις οποίες η Νέα Δημοκρατία, με 18,5%, θα έπαιρνε το μπόνους των 50 εδρών που υπερέβαινε τον αριθμό των εδρών που αντιστοιχούσε στο ποσοστό της, που ήταν κάτω από 50 έδρες!
Άλλο δείγμα παραλογισμού αφορά σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες, ιδίως στις τετραεδρικές, στις οποίες ο κανόνας είναι ότι το πρώτο κόμμα στην επικράτεια (ακόμα και με πολύ χαμηλά ποσοστά αλλά και με ελάχιστη διαφορά από το δεύτερο, κατά τα ανωτέρω) καταλαμβάνει το σύνολο των εδρών (ή τουλάχιστον τις 3), χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν ούτε καν το ποιο είναι το πρώτο κόμμα στη συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια!
Η χώρα χρειάζεται ένα νέο σταθερό εκλογικό νόμο που δεν θα αλλάζει ανά τακτά διαστήματα. Στην Ελλάδα από το 1926 έχουν γίνει 32 εκλογικές αναμετρήσεις με 19 διαφορετικά εκλογικά συστήματα. Είναι αμφίβολο αν και η 20η αλλαγή θα δώσει επιτέλους έναν σταθερό εκλογικό νόμο.
Αυτό που χρειάζεται είναι ένας νέος εκλογικός νόμος, αναλογικότερος κυρίως μέσα από τη μείωση του μπόνους και το σπάσιμο των μεγάλων περιφερειών, με δικλείδες κυβερνησιμότητας. Να μπορεί ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός, αν ξεπερνά ένα υψηλό ποσοστό, π.χ. πάνω από 40%, και ταυτόχρονα έχει μια σοβαρή διαφορά από το δεύτερο, να κατακτά την αυτοδυναμία, αν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις, όπως η προγραμματική σύγκλιση προ των εκλογών και το πρόγραμμα διακυβέρνησης κατόπιν.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα ριζοσπαστικό νέο εκλογικό σύστημα. Είναι μία τακτοποίηση κάθε εκκρεμότητας του εκλογικού σκηνικού για να μετριαστούν ή και να αποτραπούν οι πιθανότητες ήττας και να τεθούν οι βάσεις παγίωσης του κόμματος σε ρόλο ρυθμιστή. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει όχι τόσο να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, όσο να διεμβολίσει με την πρόταση του το ΠΑΣΟΚ και το ΠΟΤΑΜΙ και να τους δημιουργήσει ρωγμές.
Οι πομφόλυγες για ψήφο στα 17
Σχεδόν σε όλο τον κόσμο το δικαίωμα ψήφου συμβαδίζει με την ενηλικίωση που είναι το 18ο έτος της ηλικίας. Το όριο αυτό ισχύει σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. πλην Αυστρίας.
Το δικαίωμα ψήφου πρέπει να συνδέεται με την επίσημη ενηλικίωση. Τότε ο πολίτης αποκτά πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Δεν μπορεί το κράτος να αντιμετωπίζει κατά το δοκούν την ενηλικίωση. Από τη μία ο Αστικός και ο Ποινικός Κώδικας να θεωρούν κάποιον ενήλικο στα 18 και όσοι υποπίπτουν π.χ. σε κάποιο αδίκημα κάτω από αυτήν την ηλικία να υπάγονται σε ειδικό καθεστώς και την ίδια στιγμή το ίδιο το κράτος να αναγνωρίζει δικαίωμα ψήφου σε εκείνους που υπάγονται λόγω ηλικίας σε ειδικό καθεστώς!
Αν η κυβέρνηση θέλει να αλλάξει το πλαίσιο μέσα στο οποίο νοείται η νεότητα και η ενηλικίωση, καμία αντίρρηση. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει συνολικά, τεκμηριωμένα και όχι εν μέρει. Για τον λόγο αυτό έσπευσε ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ να προτείνει τη δυνατότητα να παρέχεται δίπλωμα οδήγησης σε νέους 17 ετών λίγο μετά την πρόταση για ψήφο στα 17. Γιατί γνωρίζει αυτήν την αντίφαση… άλλο που η συγκεκριμένη πρόταση του στερείται τεκμηρίωσης και ανάλυσης και έγινε μόνο για επικοινωνιακούς και ψηφοθηρικούς λόγους.
Κουλτούρα συναίνεσης και η ουσία των κυβερνήσεων συνεργασίας
Για το ΔΙΚΤΥΟ το μείζον ζήτημα, σημαντικότερο και του ίδιου του εκλογικού νόμου, είναι η καλλιέργεια κουλτούρας, πολιτικής και τεχνικής γνώσης δημιουργίας κυβερνήσεων συνεργασίας. Πριν από ένα χρόνο το ΔΙΚΤΥΟ πραγματοποίησε μεγάλη εκδήλωση με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων –και του ΣΥΡΙΖΑ– για το χτίσιμο του πλαισίου των κυβερνήσεων συνεργασίας. Λεπτομέρειες ΕΔΩ.
Οι συγκυβερνήσεις τείνουν να κυριαρχούν σχεδόν απόλυτα στο δυτικό κόσμο. Η Ελλάδα δυστυχώς δεν προχωρά, ενώ θα έπρεπε, σε αυτό που ο Θανάσης Διαμαντόπουλος ονομάζει «συναινετικό κοινοβουλευτισμό των πολυκομματικών κυβερνητικών σχημάτων». Το πολιτικό σύστημα πρέπει να συζητήσει σοβαρά και σε βάθος πώς χτίζονται οι κυβερνήσεις συνεργασίας. Τη μέθοδο, τη λογοδοσία τους, την προγραμματική τους συνέπεια, την προεξαγγελία τους για να γνωρίζει από πριν ο ψηφοφόρος, καθώς στην Ελλάδα υπάρχει έντονη προεκλογική απροσδιοριστία ως προς τις πιθανές συμμαχίες.
Η πολιτική πραγματικότητα δεν είναι ποτέ καλή ή κακή. Βολική ή άβολη για κάποιους. Αυτό που πρέπει να είναι η προτεραιότητα όλων είναι η λειτουργικότητα ή η δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος. Και αυτό ακόμα δεν το έχουμε δει να αποτελεί αντικείμενο του δημοσίου διαλόγου.
Τσίτσο, το λιμάνι φεύγει!
Το πρόβλημα που ανέκυψε με τη μεταφορά των μετοχών της ΟΛΠ ΑΕ και τις αλλαγές που ισχυρίζεται η COSCO ότι συνέβησαν στο κείμενο της συμφωνίας συνιστά ιλαροτραγωδία.
Ανεξαρτήτως της σοβαρής βάσης που έχει η υπόθεση, το θέμα αναδεικνύει τις δύο σοβαρές παθογένειες του σύγχρονου ελληνικού κράτους ως προς τις επενδύσεις. Την ασυνέπεια και την έφεση στην οικονομική και, κατ'' επέκταση, επιχειρηματική ανελευθερία και την παντελή έλλειψη master plan της κάθε επένδυσης και του τελικού στόχου που εξυπηρετεί.
Κάθε επιχείρηση χρειάζεται ένα οργανωμένο περιβάλλον κανόνων και υποχρεώσεων που θα της επιτρέπουν να λειτουργεί, να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται.
Για να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας μια επιχείρηση, πρέπει να επενδύσει. Το μεγαλύτερό μας πρόβλημα σαν προορισμός επενδύσεων είναι οι λαβυρινθώδεις γραφειοκρατικές και διοικητικές δομές που πλαισιώνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων στη χώρα μας. Το κράτος, όμως, συνεχώς παράγει εμπόδια. Η αβεβαιότητα του γραφειοκρατικού Λεβιάθαν και η ουσιαστική αρνησιδικία στο ελληνικό σύστημα δικαιοσύνης ακυρώνουν τα πάντα.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η απουσία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου - στόχου που θα πρέπει η κάθε επένδυση –ιδιωτική ή μη– να πληροί. Ποιος είναι ο στόχος για το λιμάνι π.χ. του Πειραιά; Πώς η ιδιωτικοποίηση θα ενισχύσει όχι μόνο τα δημόσια και δημοτικά ταμεία, αλλά και την αναπτυξιακή διάσταση της ελληνικής οικονομίας; Είναι δυνατόν π.χ. τεράστιες εκδηλώσεις, όπως τα «Ποσειδώνια», να γίνονται στο …αεροδρόμιο και όχι στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας;
Η χώρα διαθέτει ΤΑΙΠΕΔ και Υπεραταμείο, αλλά δεν διαθέτει το βασικότερο, συγκεκριμένο εθνικό σχέδιο εκμετάλλευσης και απόδοσης των επενδύσεων. Όσο αυτό δεν υφίσταται, οι ιδιωτικοποιήσεις θα προσθέτουν λογιστικά, αλλά όχι στρατηγικά στη χώρα.
1 CESifo working papers, “Going to Extremes: Politics after Financial Crisis, 1870-2014”
* Ο κ. Γιάννης Μαστρογεωργίου είναι Διευθυντής του Δικτύου. Ο κ. Γιώργος Παπούλιας είναι Πολιτικός Επιστήμονας, συνεργάτης του Δικτύου.