Του Γιάννη Σιδέρη
Κουρνιαχτό ξεσήκωσε πάλι ο συγκυβερνήτης Πάνος με την πρότασή του για επί πλέον αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα και αμυντική συμφωνία Βαλκανίων. Η παραδοξότητα που χαρακτηρίζει τον βίο της κυβέρνησης έχει ξεπεράσει πλέον την δυσαρέσκεια (ή την οργή) ευρέων τμημάτων της κοινωνίας, και έχει δώσει τη θέση της στην εύθυμη παθητικότητα παρακολούθησης μιας φαρσοκωμωδίας.
Η απαντητική κυβερνητική ανακοίνωση ωστόσο ήταν αρκετά συγκρατημένη, μακράν αυτού που στη δημοσιογραφική αργκό ορίζεται ως «άδειασμα Καμμένου». Υπεραμύνθηκαν μεν της συμφωνίας των Πρεσπών (αλίμονο, την έχει «επικυρώσει» ο Πρωθυπουργός) αλλά δεν υπήρξε καμία αναφορά στο θέμα των Βάσεων, όπως δεν είχε υπάρξει «άδειασμα» και για την αντίστοιχη παλιά πρόταση που αφορούσε την Κάρπαθο.
Τότε είχε φανεί παράξενη και παράταιρη η πρόταση, ως μη συνάδουσα με την ιδιότητα μέλους κυβέρνησης της οποίας η πλειοψηφία συγκροτείται από κόμμα της αριστεράς. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε πως ο Καμμένος δεν μιλούσε στην τύχη αλλά προείκαζε τη νέα εποχή που ανέτειλε, όπου η κυβέρνηση θα προσέδενε την χώρα στον αμερικανικό «αετό», σε τέτοιο βαθμό, που θα ωχριούσε το παλιό «στρατηγέ ιδού ο στρατός σου», που είχε αποτελέσει το καταγγελτικό σημείο της αριστεράς επί εβδομήντα συνεχή χρόνια.
Τότε οι καιροί ήταν τραγικοί. Τώρα όχι, και η προθυμία της κυβέρνησης να προσαρτήσει ολοσχερώς τη χώρα στη στρατηγική των ΗΠΑ, καταντάει υποχωρητικότητα, δουλοπρέπεια – ενώ υπεισέρχεται και η υποψία παραχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων. Επιπροσθέτως η πρόταση για συλλογική ασφάλεια των βαλκανικών χωρών αντιστρατεύεται το νατοϊκό δόγμα, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για την προπαγάνδα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Δεν έχουμε αποδείξεις, αλλά με βάση την ιστορία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων επί τριάμισι χρόνια, δεν θα μας εξέπληττε αν ο κ. Καμμένος δεν λειτουργούσε αυτόνομα αλλά σε συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό. Εξ ου, και είμαστε επιφυλακτικοί για τους τίτλους περί αμηχανίας ή αναταραχής στο Μαξίμου, όσον αφορά το πρόσωπο του Πρωθυπουργού τουλάχιστον
Πάντως η κυβέρνηση έχει κατορθώσει να παράγει μια καθημερινή πολιτική βαβούρα στα όρια της παραζάλης, στην οποία παρασύρει την ειδησεογραφία, με αποτέλεσμα να επικαλύπτει τις σοβαρές αδυναμίες της. Η καθημερινή ενασχόληση για το αν θα ανασταλεί η ψηφισμένη από την ίδια περικοπή των συντάξεων, η ενδεχόμενη στάση του Καμμένου στην ψηφοφορία των Πρεσπών (από τώρα ενασχόληση για κάτι που μπορεί να γίνει τον Μάρτη), το τι θα κάνει ο ίδιος σε περίπτωση πρότασης Μομφής από τη ΝΔ, το αν ως αντιπερισπασμό θα αντιτάξει ο πρωθυπουργός πρόταση Εμπιστοσύνης, το ποιους θα βρει να συμπληρώσει, εν είδη κοινοβουλευτικής «τσόντας», τον αριθμό βουλευτών που χρειάζεται για να περάσει η συμφωνία, οι πρόσφατες εμφύλιες κοκορομαχίες Φίλη – Παππά (που στο κάτω κάτω αφορούν τους εσωκομματικούς διαγκωνισμούς εξουσίας για την επόμενη ημέρα και όχι τον πολίτη), οι λαϊκίστικες επιθέσεις στον Στουρνάρα, και τόσα άλλα καθημερινά μας κρύβουν την οικτρή μακαριότητα μιας κυβέρνησης που δεν εργάζεται για το μέλλον της χώρας.
«Βγήκαμε» από το μνημόνιο αλλά ο Τσακαλώτος το διαψεύδει εμπράκτως, κάνοντας παρακλήσεις στους δανειστές να μην κοπούν οι συντάξεις – άρα παραμένουμε υπό αιχμαλωσία. Το χρηματιστήριο, ακόμη και ως εκδοχή του «καζινοκαπιταλισμού», όπως το θέλει η αμαθής φιλολογία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι προεξοφλητικός μηχανισμός. Εάν τα «κοράκια» των αγορών διέβλεπαν ότι η χώρα έχει προοπτικές ανάπτυξης, άρα προοπτικές κέρδους γι αυτούς, θα προσέρχονταν προθύμως να επενδύσουν. Τώρα εκείνο που έκαναν μετά τις παρουσίες Τσακαλώτου στο Λονδίνο και Τσίπρα στη Νέα Υόρκη, ήταν να τρέξουν να ξεπουλήσουν!
Απλώς η κυβέρνηση κατατρύχεται με τη διαχείριση της καθημερινότητας και μόνο. Τα όσα είπε ο Πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη ως οικονομικούς σχεδιασμούς για την ανάταξη, μένουν έπεα πτερόεντα. Κανένα εθνικό σχέδιο βάθους για την Ελλάδα της επόμενης δεκαετίας δεν εκπονείται (το αν δεν τα έκαναν και οι άλλοι, δεν είναι λόγος να δικαιολογηθούν κι αυτοί).
Τα μεγάλα προβλήματα της χώρας δεν αντιμετωπίζονται καν. Πως θα φέρουμε πίσω π.χ. τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους που έφυγαν; Με φιλολογίες όπως οι πρόσφατες του κ Ξανθού με γιατρούς και νοσηλευτές στο Λονδίνο; Σε ποια έργα με ποιες επενδύσεις, όταν υπονομεύονται επενδύσεις όπως το πολύπαθο Ελληνικό και οι Σκουριές; Η τι είδους αγροτική οικονομία χρειαζόμαστε στο μέλλον, πως θα την οργανώσουμε, σε τι προϊόντα θα την προσανατολίσουμε; Πως θα αντιμετωπίσουμε τα μελλοντικά προβλήματα Υγείας με την κόλαση των νοσοκομείων (και ας ωρύεται ο Πολάκης), και Κοινωνικής ασφάλισης, σε ένα λαό που φθίνει, με μεροκάματα που εξίσου φθίνουν; Πως θα αντιμετωπίσουμε το εκρηκτικό πρόβλημα της υπογεννητικότητας; Τι μέτρα πρέπει να αρχίζουν να λαμβάνονται από τώρα; (και εδώ δεν αρκεί χιουμοριστικά το παλιό χίπικο «κάντε έρωτα όχι πόλεμο». Έχει σχέση με τους παιδικούς σταθμούς που πρέπει να προγραμματίσει το κράτος - 30.00 παιδιά είχαν μείνει απέξω φέτος – έχει σχέση με την εργατική νομοθεσία περί μητρότητος, με τα επιδόματα των πολύτεκνων νοικοκυριών, κλπ.
Για όλα τα προβλήματα της επόμενης δεκαετίας, που όλες οι κυβερνήσεις των οργανωμένων κρατών σε ανατολή και δύση σχεδιάζουν απαντήσεις, η ελληνική κυβέρνηση παραμένει μακαρίως άπραγη. Την ενδιαφέρει μόνο να κυβερνά με την κοντόθωρη οπτική του σήμερα και με προοπτική τις επόμενες εκλογές. Γι αυτό πολιτεύεται χτυπώντας μια στο καρφί και μια στο πέταλο.