Οι συμφωνίες της Ελλάδας με τους εταίρους και πιστωτές πρέπει να τηρηθούν και μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, τονίζει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος, Ολαφ Σολτς, σε συνέντευξή του στα «Νέα Σαββατοκύριακο».
Η Ελλάδα «ανέβηκε ένα μεγάλο βουνό και οι έλληνες πολίτες μπορούν να είναι υπερήφανοι που η χώρα μπορεί να χαράσσει πλέον αυτόνομα την οικονομική της πορεία» λέει ο κ. Σολτς για το τέλος του τρίτου μνημονίου. Δίνεται τώρα η ευκαιρία «με μία συνετή και φερέγγυα δημοσιονομική και οικονομική πολιτική να αναθερμανθεί η οικονομία», ενώ με το μακροπρόθεσμο προσανατολισμό της ευρωπαϊκής υποστήριξης, «η Ελλάδα έχει το χρόνο» να επιτύχει την έξοδο στις αγορές.
Ο κ. Σολτς δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν συμμετέχει σε «εικασίες» αναφορικά με το ενδεχόμενο αναβολής του νέου γύρου περικοπών στις συντάξεις από τον Ιανουάριο του 2019. Προειδοποιεί δε, να μην παραβιαστούν όσα συμφωνήθηκαν για τις συντάξεις, τα πρωτογενή πλεονάσματα και το ρόλο του ΔΝΤ στο μηχανισμό της μεταμνημονιακής επιτήρησης της Ελλάδας.
«Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται» τονίζει ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών. Αυτές οι συμφωνίες, προσθέτει, «αποτελούν τη βάση, ώστε επενδυτές και επιχειρηματίες να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη στην Ελλάδα και να επενδύσουν στη χώρα».
Θεωρεί, επίσης, ότι «είναι σημαντικές, προκειμένου να μπει η χώρα σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους».
Σχετικά με το ρόλο του ΔΝΤ, ο κ. Σολτς διευκρινίζει ότι «παραμένει όπως και πριν στην Ελλάδα με πιστώσεις άνω των 10 δισ. ευρώ και συμμετέχει επίσης με την τεχνογνωσία του στο πλαίσιο της επιτήρησης μετά το τέλος του προγράμματος».
Τέλος, μεταξύ άλλων, ο κ. Σόλτς αναφέρθηκε στα συμπεράσματα που άντλησε η ΕΕ από την τελευταία κρίση, που «αποκάλυψε πόσο στενή είναι η αλληλεξάρτησή μας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη», προσθέτοντας ότι στην κατεύθυνση θωράκισης της σταθερότητας της Ευρωζώνης, έχουν κατατεθεί προτάσεις για την μετεξέλιξη του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, την εμβάθυνση της Τραπεζικής Ένωσης με ενίσχυση της κοινής εποπτείας και του ταμείου εξυγίανσης για μεγάλες τράπεζες, ενώ στόχος είναι η δημιουργία μηχανισμού ασφαλείας ώστε σε περίπτωση πτώχευσης πιστωτικών ιδρυμάτων «να μην επωμίζονται το κόστος συνεχώς οι φορολογούμενοι, αλλά οι ίδιες οι τράπεζες».