Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής και η φυλάκιση της ηγεσίας της δεν σήμανε αυτομάτως και την απάλειψη του φασισμού. Οι πυρήνες που δημιουργήθηκαν μέσα από τις πλατείες και την ανάδειξη του φαινομένου την περίοδο της οικονομικής κρίσης παραμένουν και πλέον ενεργοποιούνται τροφοδοτούμενοι από την κρίση της πανδημίας, αλλά και από την αντίπαλη δράση του λαϊκισμού της ακροαριστεράς, της άλλης όψης του ίδιου νομίσματος.
Η περίπτωση με το ΕΠΑΛ της Σταυρούπολης, ενδεχομένως φωτογραφία μιας κατάστασης που βρήκε την ευκαιρία να εκκολαφτεί την περίοδο της πανδημίας, χαρακτηριστική. Αναδεικνύει ότι στηριζόμενοι, αφενός στις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας και στα περί απάτριδων που θέλουν το κακό της χώρας αφετέρου στις επιπτώσεις που αυτή είχε, έχει και θα έχει στην οικονομία, ειδικότερα σε ασθενέστερα στρώματα, ο λαϊκισμός και οι ακροδεξιές ιστορίες και υστερίες επιστρέφουν με την ίδια ευκολία που και στο πρόσφατο παρελθόν αναδείχθηκαν.
Και οι δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης βρίσκονται, όπως και άλλες περιοχές της χώρας, στο επίκεντρο αυτής της κρίσης, αποτελώντας ουσιαστικά βάσεις για την εργαλειοποίηση από την πλευρά των εξειδικευμένων πλέον σε αυτό το παιχνίδι πυρήνων που συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Τα σχολεία ήταν πάντα λεία στην προσπάθεια του φασισμού να εξαπλωθεί. Η Χρυσή Αυγή είχε δημιουργήσει ομάδες κρούσης με παιδιά ηλικίας 17-19 ετών που σήμερα ενδεχομένως αποτελούν και τους νέους καθοδηγητές, που οριοθετούνται μέσα από τις συγκρούσεις με ΛΟΑΤΚΙ, μετανάστες και κυρίως ακροαριστερές οργανώσεις. Αρκεί να σημειωθεί πως η πρόσφατη επίθεση στο Τhessaloniki Pride φέρεται να έγινε από ανήλικους νεαρούς που κινούνται στον ίδιο χώρο με αυτόν του ΕΠΑΛ Σταυρούπολης.
Ο εξτρεμισμός ένθεν και ένθεν αλληλοσυντηρείται ούτως ή άλλως. Ο φασισμός δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες γεωγραφικές πολιτικές συντεταγμένες Στην παρούσα φάση βασικό ρόλο έχει παίξει η πανδημία, οι περιορισμοί και κυρίως οι θεωρίες συνωμοσίας, τις οποίες ενστερνίζονται αρνητές και μέλη ακραίων οργανώσεων. Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά παγκόσμιο. Ειδικά στην Ευρώπη το πρόβλημα δείχνει να έχει μια πολλαπλασιαστική μορφή και ορμή που αποτυπώνεται και στην πορεία ακροδεξιών και λαϊκιστικών κομμάτων.
Στη Γερμανία τα πιο χαρακτηριστικά προβλήματα, με τη Γαλλία να μην υπολείπεται. Και σε άλλες χώρες όμως εξτρεμιστικές οργανώσεις εμφανίζονται να πατούν πάνω στις επιπτώσεις τις πανδημίας, έχοντας αναπροσαρμόσει τις τακτικές του με την ευρεία χρήση του διαδικτύου από τη μια πλευρά και τη διοργάνωση συνάξεων από την άλλη. Συνάξεων που δίνουν μια αίσθηση αντίστασης ελκυστικής πάντως για τις νεότερες γενιές, όπως άλλωστε και η αμφισβήτηση ακόμη και της ίδιας της επιστήμης στην περίπτωση του κορονοϊού.
Ακροδεξιά και ακροαριστερά ποτίζονται και μεγεθύνονται μέσα από τις βίαιες συγκρούσεις. Είτε με τις δυνάμεις καταστολής, είτε κυρίως μεταξύ τους. Οι περιορισμοί όπως αυτοί που κατέστη αναπόφευκτο να εφαρμοστούν φέρνουν πάντα στο προσκήνιο αντιδράσεις. Αρκεί για παράδειγμα να δει κάποιος την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας την περίοδο της πανδημίας για να πάρει μια ιδέα αναφορικά με τα ξεσπάσματα και αμέσως μετά να προσομοιάσει την κατάσταση αυτή σε νέους και νέες προεφηβικής, εφηβικής και πρώιμης ενήλικης φάσης για να διαπιστώσει τις δυνατότητες που παρέχονται στις διάφορες εξτρεμιστικές οργανώσεις για προσηλυτισμό.
Η «κουλτούρα» της βαναυσότητας, ο εθνικισμός συνδυασμένος με τον οπαδισμό, λειτουργούν ελκυστικά σε μια μερίδα νέων που αισθάνονται απομονωμένοι και αποκομμένοι από τις εξελίξεις, ιδανικά θύματα ατόμων που έχουν μάθει να κινούνται στο παρασκήνιο χτυπώντας με τα κατάλληλα εργαλεία και την κοινοβιακής μορφής ομαδοποίηση, καθορίζοντας ιδανικά παρωχημένα μεν αλλά ενταγμένα στην κουλτούρα μιας πολιτικής ιστορίας εντάσεων και εμφυλιοπολεμικής βίας.
Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για ένα νέο φαινόμενο αλλά για την ανάδειξη μιας κατάστασης που μετά τη σύλληψη και εκ των υστέρων φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης είχε παρουσιάσει σημάδια καταστολής. Το ζήτημα είναι κατά πόσο καθίσταται εφικτή η αντιμετώπισή του από την οργανωμένη πολιτεία, τη στιγμή μάλιστα που ο μηχανισμός ο οποίος προκαλεί την ανάδειξή του, δηλαδή η πανδημία, είναι προς το παρόν άγνωστο πότε θα απαλειφθεί.
Η προσπάθεια κομματικής εκμετάλλευσης του φαινομένου δεν οδηγεί σε λύση. Εντείνει τα πάθη φέρνοντας το αντίθετο αποτέλεσμα. Η αντιπολίτευση εκτιμώντας πως αποτελεί προνομιακό της πεδίο η αντιδεξιά ρητορική συντηρεί την κατάσταση καταγγέλλοντας την κυβέρνηση και την αντίδραση της πολιτείας. Μια αντίδραση που δείχνει να έρχεται καθυστερημένα, ειδικά στο σημείο της παρέμβασης της δικαιοσύνης και κατ' επέκταση των αστυνομικών αρχών. Εν τούτοις, η επιχείρηση απόδοσης συμπόρευσης με φασιστικές τάσεις και οργανώσεις απέχει της πραγματικότητας και οδηγήσει σε μια σύγκρουση σε επίπεδο κομμάτων αντί στη συνδυασμένη αντιμετώπιση του φαινομένου.
Ουδείς δύναται να ξεχάσει όσα έζησε η χώρα την περίοδο της οικονομικής κρίσης, τη δράση του μορφώματος της Χρυσής Αυγής εντός και εκτός Βουλής, τις δολοφονίες και τις ακραίες συμπεριφορές. Η δημιουργία συνθηκών έντασης δύναται να ωφελήσει μόνο τους εν ενεργεία πυρήνες που επιχειρούν να δηλώσουν παρών και εκτός διαδικτύου...