Του Γιάννη Σιδέρη
Υπάρχει μια εμβληματική ρήση που θα πρέπει να λειτουργεί ως «αεί συναγερμός» σε κάθε κυβέρνηση που έρχεται με ορμή και διατείνεται ότι θα ωθήσει τη χώρα στον αστερισμό της ανασύνταξης και του εκσυγχρονισμού, αφαιρώντας τις αραχνιασμένες δομές του παρελθόντος, που μετατρέπονται σε αλυσίδες καθήλωσης. Και η φράση αυτή είναι μήπως έρθει η στιγμή που θα αναφωνήσει: Γλυτώσαμε από τα λιοντάρια και μας έφαγαν οι ψύλλοι.
Όπου ως ψύλλοι εν προκειμένω, ορίζονται οι μικρές λεπτομέρειες που έρχονται ως βαρίδια από τις νοοτροπίες του παρελθόντος. Δεν έχουν κανένα ειδικό βάρος στο συνολικό κυβερνητικό έργο, συνιστούν όμως επικοινωνιακές αστοχίες που με την σειρά τους δημιουργούν επικοινωνιακές ήττες, οι οποίες στην κοινή γνώμη επικαλύπτουν το γενόμενο έργο.
Δύο χαρακτηριστικές ήταν η διατήρηση του Πρωθυπουργικού Γραφείου Θεσσαλονίκης, και η προκήρυξη- πρόσκληση για υποβολή αιτήσεων για την πλήρωση θέσης Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου ΕΡΤ, αφότου είχαν ανακοινωθεί τα ονόματα άξιων υποψηφίων. Το θετικό είναι ότι υποστηρικτές του Μητσοτάκη στα social media αντέδρασαν για κάποιες από τις επί μέρους αστοχίες, κάτι που ουδόλως είχε συμβεί στους αντίστοιχους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, που προέβαλαν σωρεία αδιανόητων επιχειρημάτων για να δικαιολογήσουν τις όποιες αδικαιολόγητες ενέργειες του Τσίπρα. Προφανώς είναι «άλλος» κόσμος.
Ίσως πρέπει να κατανοήσει η ηγεσία της κυβέρνησης ότι τη νίκη δεν της την έδωσαν οι παραδοσιακοί Δεξιοί, που ούτως ή άλλως ψηφίζουν ΝΔ… «βρέξει- χιονίσει». Ούτε φυσικά οι καραμανλικοί που την υπονόμευσαν επί μακρόν. Αυτών οι συμπεριφορές ήταν δεδομένες. Τη νίκη την έδωσε η εκλογική στροφή μιας κρίσιμης μάζας («κρίσιμης» γιατί έκανε τη διαφορά) φιλελεύθερων ή μετριοπαθών και λελογισμένων πολιτών, οι οποίοι έκριναν ότι πρέπει να απέλθει η καταστροφική κυβέρνηση των ροζέ και των «βαθύ μπλε στο βάθος μαύρο», λαϊκιστών (μην ξεχνούμε, η κυβέρνηση ήταν σύνθετη και λεγόταν ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ).
Η κυβέρνηση παρουσιάζει έναν διχασμό. Ήρθε πρωτοφανώς - για ελληνική κυβέρνηση - προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τα μεγάλα. Είχε καταρτίσει νομοσχέδια στην ολότητά τους ένα χρόνο πριν (κάποια και στις λεπτομέρειές τους). Δείχνει να θέλει να εξουδετερώσει τις διαχρονικές παθογένειες της χώρας, και την ίδια στιγμή, σε επί μέρους θέματα, ολισθαίνει στον παλαιοκομματισμό. Σε ελαχιστότατα προσώρας, και δευτερευούσης σημασίας, μπρος στα προβλήματα που αγωνίζεται να λύσει – αν τα λύσει.
Ωστόσο τα μικρά ολισθήματα δημιουργούν αναπόφευκτα ατμόσφαιρα και εντυπώσεις, ειδικά στην εποχή όπου τα social media λειτουργούν ως μεγεθυντικός καθρέφτης κάθε αστοχίας. Μην ξεχνάμε ότι ο Τσίπρας δεν ηττήθηκε για τα μεγάλα. Δεν ηττήθηκε γιατί έκανε το όχι ναι, ούτε γιατί παρέδωσε την δημόσια περιουσία για 99 χρόνια στους δανειστές, ούτε γιατί μας επέβαλε πλεονάσματα ως το 2060. Ούτε καν για το πρώτο εκτρωματικό και γελοίο εξάμηνο. Οι εκλογείς τον επιβράβευσαν, αφού «τουλάχιστον προσπάθησε». Μικρή η γνώση και η μνήμη μέρους του πλήθους.
Ηττήθηκε πρωτίστως και αναμφισβητήτως για την άγρια φορολόγηση της μεσαίας τάξης, αλλά και «θόλωσε», που θα έλεγε και Πολάκης, η απαστράπτουσα εικόνα του. Και θόλωσε από δευτερεύοντα στην ουσία θέματα: Από τους Καρανίκες, από την συμπεριφορά (και όχι το όποιο έργο) των Πολάκηδων, από τις φωτογραφικές θέσεις των Νοτοπούλου, από τους Πετσίτηδες.
Όλα αυτά ήταν δευτερεύοντα θέματα μπρος στα δεσμά που έφερε στην οικονομία και τη χώρα, όμως δημιούργησαν έντονα αισθήματα απώθησης σε μια ισχυρή (και απαιτητική) μερίδα της κοινής γνώμης.
Δεν θεωρούμε ότι η ΝΔ κινδυνεύει προσώρας να υποστεί το ίδιο. Όμως για να το αποφύγει χρειάζεται συνεχή επαγρύπνηση και ώσμωση της κοινής γνώμης, που είναι δυσανεκτική στην άκομψη και αναξιοκρατική χειραγώγηση του κράτους (ο γράφων πιστεύει ότι τις πολιτικές θέσεις πρέπει να τις κατακτούν στελέχη που εναρμονίζονται με τη φιλοσοφία της κάθε κυβέρνησης - το ίδιο είχε υποστηρίξει και για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όταν οι αντίπαλοί τους, τους κατηγορούσαν για κομματικοποίηση του κράτους. Το κύριο θέμα όμως είναι, όχι αν βάζεις δικούς σου, αλλά ποιους δικούς σου βάζεις, με ποια κριτήρια και με ποιες διαδικασίες).
Είναι στο χέρι του Πρωθυπουργού να εναρμονίσει τη χώρα με τις πλέον προηγμένες ευρωπαϊκές στον τομέα της Διοίκησης. Αυτή θα είναι και η μέγιστη υστεροφημία του, αν στην οικονομία δεν κατορθώσει όσα επιδιώκει, καθώς σε αυτό καθοριστικό ρόλο θα παίξει το διεθνές περιβάλλον, που έχει αρχίσει να εκπέμπει δυσοίωνα μηνύματα.