Με το υπουργικό συμβούλιο να δίνει το «πράσινο φως» για τη νέα αύξηση κατά 6,02%, του κατώτατου μισθού, στα 880 ευρώ, η κυβέρνηση επιχειρεί να περάσει στο πεδίο της οικονομίας την πολιτική ατζέντα της δημόσιας συζήτησης. Το κυβερνητικό επιτελείο χαρακτηρίζει τη νέα αύξηση που θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Απριλίου, ως ακόμη ένα βήμα προς τον στόχο της ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών και της αγοραστικής τους δύναμης. Στα κυβερνητικά επιχειρήματα, το γεγονός ότι πρόκειται για την 5η κατά σειρά αύξηση του βασικού μισθού από το 2019, που από τα 650 ευρώ τότε, έφτασε στα 880, σημειώνοντας σωρευτική αύξηση σε βάθος εξαετίας 35,4%.
Για το Μέγαρο Μαξίμου, ο πήχης έχει τεθεί στα 950 ευρώ έως το 2027, στόχος, που όπως σημειώνουν, είναι απολύτως εφικτός και αποτελεί μία από τις δεσμεύσεις σε οικονομικό επίπεδο, για τις οποίες η κυβέρνηση θα ήθελε να κριθεί από τους πολίτες, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην 11η θέση ανάμεσα στα 22 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν κατώτατο μισθό.
Είναι προφανές ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού προκαλεί αλυσιδωτές θετικές επιπτώσεις, καθώς επηρεάζει περισσότερους από 575.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και τους δημοσίους υπαλλήλους, τους οποίους συμπαρασύρει για πρώτη φορά, όπως και όσους λαμβάνουν επιδόματα –γάμου, μητρότητας, ανεργίας κ.ά.– αλλά και έμμεσα, τον μέσο μισθό. Από το κυβερνητικό επιτελείο σημειώνεται, μάλιστα, ότι είναι η πρώτη φορά που η προστασία του κατώτατου μισθού επεκτείνεται και στο δημόσιο, ενώ από το 2028 θα γίνεται αυτόματα με μαθηματικό τύπο, βάσει πληθωρισμού και παραγωγικότητας. Συνυπολογίζοντας, όλες τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων από το 2023, υπογραμμίζει το κυβερνητικό επιτελείο, η μεσοσταθμική αύξηση ανέρχεται στα 2.283 ευρώ ανά έτος, που ισοδυναμεί με 1,3 επιπλέον μισθούς τον χρόνο.
Η ενίσχυση των εισοδημάτων έχει αναδειχθεί ως κεντρικός άξονας της κυβερνητικής πολιτικής, ως σημείο αναφοράς για τον αντίκτυπο της θετικής πορείας της ελληνικής οικονομίας στα νοικοκυριά, αλλά και ως η πιο απτή απάντηση απέναντι στην ακρίβεια, που έως σήμερα έχει εξανεμίσει σε μεγάλο βαθμό τις όποιες αυξήσεις. Στόχος είναι, παράλληλα με την αύξηση του κατώτατου μισθού, και η αύξηση του μέσου μισθού, ώστε ακόμη και να ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ το 2027, αλλά και η ενίσχυση των εισοδημάτων μέσω συνέχισης των φοροελαφρύνσεων.
Το οικονομικό επιτελείο επεξεργάζεται όλα τα δεδομένα, προκειμένου μέχρι το τέλος του εξαμήνου να υπάρχει μια σαφής εικόνα για την κατάσταση της οικονομίας και της πορείας εκτέλεσης του προϋπολογισμού, ώστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να είναι σε θέση τον Σεπτέμβριο, από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, να εξαγγείλει σειρά νέων μειώσεων σε άμεσους φόρους για την επόμενη χρονιά, προσανατολισμένους στην περαιτέρω ελάφρυνση της μεσαίας τάξης, δηλαδή για τα εισοδήματα έως 40.000 ευρώ. Βασικό ζητούμενο, οι όποιες εξαγγελίες να μην διαταράσσουν τη δημοσιονομική ισορροπία και να μην οδηγούν τη χώρα σε παρέκκλιση από τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Πέρα από την άμεση ή έμμεση ενίσχυση των εισοδημάτων, το κυβερνητικό επιτελείο ρίχνει το βάρος στα στοιχεία της αγοράς εργασίας και στέκεται καταρχάς στα στοιχεία μείωσης της ανεργίας, που σήμερα βρίσκεται στο 8,7%, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2008. Επικαλούμενο και τα στοιχεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα έχει πλέον χαμηλότερη ανεργία από τη Σουηδία, τη Φινλανδία και την Ισπανία.
Για το Μέγαρο Μαξίμου έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός δημιουργίας 500.000 νέων θέσεων εργασίας από το 2019, αλλά και η επιμέρους εικόνα της αγοράς εργασίας, όπως η αύξηση της πλήρους απασχόλησης –καθώς πάνω από 3 στους 4 εργαζομένους είναι πλήρους απασχόλησης– και του μέσου μισθού, που πλέον ανέρχεται στα 1.342 ευρώ. Προτάσσοντας τις κινήσεις, που έχουν ήδη γίνει, από την κυβέρνηση επισημαίνεται ότι οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν μειωθεί κατά 5,4 μονάδες, ότι εφαρμόζεται η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας σε νέους κλάδους, προστατεύοντας 1,5 εκατ. εργαζομένους, αλλά και ότι πρόσφατα μειώθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές για την υπερεργασία, τις υπερωρίες, τα νυχτερινά και τις αργίες, καθώς θα υπολογίζονται επί του ωρομισθίου που αντιστοιχεί στην οκτάωρη εργασία, χωρίς δηλαδή την προσαύξηση που αντιστοιχεί σε αυτές τις ειδικές περιπτώσεις χρόνου απασχόλησης.
Στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούν ότι το «στοίχημα» της οικονομίας είναι ο πλέον καταλυτικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος, παράλληλα με σημαντικές αλλαγές σε κρίσιμους τομείς της καθημερινότητας. Αυτό το μείγμα των πολιτικών, άλλωστε, είναι εκείνο που θα τεθεί στην κρίση των πολιτών στις επόμενες εθνικές εκλογές, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να προτάσσει έως τώρα τα θετικά βήματα σε επίπεδο εισοδημάτων και φόρων, ως το βασικό διακύβευμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής, που συναρτά άμεσα και με το ζητούμενο της πολιτικής σταθερότητας.
Στη νέα προτεραιοποίηση της κυβέρνησης επανέρχονται με έμφαση οι τομές στη λειτουργία του κράτους και το μεταναστευτικό. Με το θέμα της τραγωδίας των Τεμπών να έχει καθορίσει το τελευταίο δίμηνο την πολιτική ατζέντα, τα επιχειρήματα για την αντιμετώπιση των λεγόμενων «διαχρονικών παθογενειών» του κράτους επανέρχονται, με την κυβέρνηση να αποφασίζει να προωθήσει άμεσα το θέμα της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων.
Παράλληλα, την ώρα, που στην Ευρώπη «συμβαδίζουν» ως θέματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος η ασφάλεια και η ευρωπαϊκή άμυνα με το μεταναστευτικό, η κυβέρνηση επιχειρεί και εντός συνόρων να προβάλλει με ξεκάθαρο τρόπο τις «γραμμές» πολιτικής της, με βασικό άξονα την αύξηση των επιστροφών μεταναστών, οι οποίοι δεν δικαιούνται άσυλο, όπως διαμήνυσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και από το υπουργείο Μετανάστευσης.