Ο εγκλωβισμός του ΠΑΣΟΚ, η κεντροδεξιά στροφή Μητσοτάκη και το «ποντάρισμα» στη μεσαία τάξη

Ο εγκλωβισμός του ΠΑΣΟΚ, η κεντροδεξιά στροφή Μητσοτάκη και το «ποντάρισμα» στη μεσαία τάξη

Η επιλογή του Κωνσταντίνου Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας είναι ένα ακόμη κομμάτι - και ίσως το μεγαλύτερο - στο παζλ της αμφίπλευρης απεύθυνσης του Κυριάκου Μητσοτάκη στο εκλογικό σώμα, που μπαίνει και πάλι στην κορυφή της στρατηγικής του πρωθυπουργού.

Ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος επικρίθηκε ακόμη και από τους εσωκομματικούς του συνοδοιπόρους ότι εγκατέλειψε το δεξιό ακροατήριο όταν θεσμοθέτησε την ισότητα στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών ή ενίσχυσε τους διαύλους επικοινωνίας με την Άγκυρα, επικρίνεται τώρα από τους πολιτικούς του αντιπάλους ότι τυγχάνει ακροδεξιάς στήριξης ενόψει των ψηφοφοριών στη Βουλή, παρά τη δήλωση ότι οι ψήφοι τους δεν είναι ευπρόσδεκτες.

Για πολλούς, η πρόταση Τασούλα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, σε συνδυασμό με την επιλογή του Νικήτα Κακλαμάνη για την προεδρία της Βουλής, ενός στελέχους, που το τελευταίο διάστημα έχει διατυπώσει προβληματισμούς για πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, σηματοδοτούν την επιστροφή του πρωθυπουργού προς το παραδοσιακό ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας, «λειαίνοντας», ταυτόχρονα, τις «γωνίες» στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής του ομάδας. Με αυτές τις δύο επιλογές, που ακολουθούν λίγους μήνες μετά τη διαγραφή Σαμαρά και που έτυχαν θερμής υποδοχής από βουλευτές, υπουργούς και στελέχη, επιχειρείται ο κύκλος της εσωστρέφειας για την κυβέρνηση να κλείσει.

Στις τελευταίες εθνικές εκλογές, η Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσε ποσοστό περίπου 41%. Είναι προφανές ότι δεν επρόκειτο για ένα αμιγώς «νεοδημοκρατικό» εκλογικό σώμα, το αντίθετο. Ήταν η απόδειξη ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να απευθυνθεί ταυτόχρονα στο παραδοσιακό ακροατήριο του κόμματός του, αλλά και να καταγράψει μια σημαντική διείσδυση στον κεντρώο χώρο, μιλώντας για την αυτονόητη διόρθωση χρόνιων παθογενειών του κράτους και για μεταρρυθμίσεις, για οικονομική ανάπτυξη και ενίσχυση των εισοδημάτων, για τη μεσαία τάξη και τη βελτίωση της υγείας και της παιδείας, αλλά και ταυτόχρονα για ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και της άμυνας της χώρας.

Παρά τη δυσαρέσκεια ενός σημαντικού ποσοστού πολιτών, που αποτυπώθηκε στα εκλογικά ποσοστά των ευρωεκλογών - απόρροια της κυβερνητικής κόπωσης ή της ελλιπούς αποτελεσματικότητας των πολιτικών που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση κομβικών θεμάτων, όπως η ακρίβεια ή ακόμη και της απουσίας διλήμματος και αντιπάλου στις κάλπες - τα σημερινά ποσοστά των δημοσκοπήσεων καταδεικνύουν ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη παραμένει με αξιώσεις στο «παιχνίδι» της ανάκαμψης και της επαναφοράς.

Πρώτον, διότι εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη πολιτική δύναμη, στον 6ο χρόνο της διακυβέρνησής της, δεύτερο, διότι η πτώση των ποσοστών της έχει ανακοπεί και πλέον καταγράφεται έστω και αργή ενίσχυσή τους, τρίτον διότι το ΠΑΣΟΚ παρά τη δυναμική που ανέπτυξε τους τελευταίους μήνες και την ανέλιξή του στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παραμένει σε δημοσκοπικά ποσοστά κάτω του 20%, τέταρτον διότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται με αδιαμφισβήτητη υπεροχή για την πρωθυπουργία, με τον Νίκο Ανδρουλάκη να μην έχει κατορθώσει έως τώρα να πείσει τους πολίτες για την καταλληλότητά του.

Το Μέγαρο Μαξίμου έχει προσδιορίσει την εκλογική αναμέτρηση στο τέλος της τετραετίας, την άνοιξη του 2027. Διάστημα ικανό να αλλάξει άρδην και προς πάσα κατεύθυνση το πολιτικό σκηνικό. Στη στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι σαφές ότι η ισορροπία μεταξύ των συντηρητικών, κεντροδεξιών καταβολών της παράταξής του και του «ανοίγματος» στο κέντρο, παραμένει κομβική. Το κεντρικό στοίχημα για το Μέγαρο Μαξίμου είναι στο πεδίο της «εφαρμοσμένης» πολιτικής και στο κυβερνητικό επιτελείο αναγνωρίζουν ότι εκεί θα κριθεί και η επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Με βάση τα πεπραγμένα, άλλωστε, στους τομείς που ενδιαφέρουν τους πολίτες και επηρεάζουν την καθημερινότητά, με βάση τον ευρύτατο κεντρώο χώρο και τη μεσαία τάξη, η κυβέρνηση θα διαμορφώσει το διακύβευμα και το δίλημμα της επόμενης μέρας.

Η κατηγορηματική άρνηση του Νίκου Ανδρουλάκη σε ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με τη Νέα Δημοκρατία, αν οι συνθήκες το επιβάλλουν, έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να αρχίσει σταδιακά να διαμορφώνει και τους πόλους, που θα αναμετρηθούν σε δύο χρόνια: Από τη μία πλευρά η κυβέρνηση με όσα θα έχει να επιδείξει στο τέλος μιας οκταετίας πλέον στην εξουσία, από την άλλη το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα της αριστεράς, με τα οποία εμφανίζεται διατεθειμένο να συμπράξει. Η φράση του κυβερνητικού εκπροσώπου «ψηφίζει ΠΑΣΟΚ και παίρνεις μαζί ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά», θα είναι μια από τις επικεφαλίδες στην επικείμενη πολιτική σύγκρουση.

Η πρώτη απόπειρα αυτής της διαδρομής για τη Χαριλάου Τρικούπη θα μπορούσε να είναι το θέμα της προεδρίας της Δημοκρατίας. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, όμως, όντας στην αναμονή όλο αυτό το διάστημα για την πρόταση της κυβέρνησης, που απέρριψε κατηγορηματικά, είδε τον ΣΥΡΙΖΑ να επιλέγει ένα πρόσωπο ως υποψήφιο για την προεδρία, με αναμφίβολες «πασοκογενείς» καταβολές, τη Λούκα Κατσέλη. Ως τρίτη υποψηφιότητα βρίσκεται πλέον στο τραπέζι, η επιλογή της Χαριλάου Τρικούπη στο πρόσωπο του Τάσου Γιαννίτση. Επιλογή που μοιάζει κατά έναν τρόπο και με τη δημόσια παραδοχή του λάθους του ΠΑΣΟΚ, την ταραγμένη περίοδο, που ο κ. Γιαννίτσης προσπάθησε να προχωρήσει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Ένα πρόσωπο, που ταυτίστηκε με την κυβέρνηση Σημίτη, αποτέλεσε στενό συνεργάτη του πρώην πρωθυπουργού και αποτελεί σαφή αναφορά στο «όλον ΠΑΣΟΚ».

Οι επικείμενες ψηφοφορίες στη Βουλή για την ανάδειξη του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας δεν προκαλούν αγωνία ως προς το ποιος θα αναλάβει το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα στη χώρα. Έχουν, όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ποιος θα βρεθεί στη δεύτερη και ποιος στην τρίτη θέση, παρά το γεγονός ότι τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ δηλώνουν αδιάφορα για το αποτέλεσμα.

Στην πραγματικότητα, αυτό θα αποτυπώσει και το «μπρα ντε φερ» μεταξύ Χαριλάου Τρικούπη και Κουμουνδούρου, που αυτή τη στιγμή οι επιλογές τους δεν τους επιτρέπουν να συγκροτήσουν «κοινό μέτωπο» απέναντι στην κυβέρνηση. Κατά μία έννοια, οι εξελίξεις στο κεφάλαιο προεδρική εκλογή, απέδειξαν ότι ο εγκλωβισμός στο δίπολο «αριστερά - δεξιά», δεν οδηγεί πάντα σε διεξόδους