Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει σημάδια νευρικότητας τις τελευταίες ημέρες αναζητώντας ζητήματα προκειμένου να κάνει αντιπολίτευση και να αποφύγει αυτό που μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο.
Χάνοντας τις εκλογές πέρυσι το καλοκαίρι γνώριζε ότι η περίοδος χάριτος για την κυβέρνηση θα ήταν μερικοί μήνες πριν αρχίσει η γκρίνια και η παρακίνηση σε διεκδίκηση μαξιμαλιστικών αιτημάτων τα οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία ήδη δυσκολεύεται με τις δικές της υποσχέσεις , δεν θα είχε την δυνατότητα να υλοποιήσει.
Βεβαίως υπερεκτίμησε τις δικές του αντιπολιτευτικές δυνατότητες αλλά και παρεξήγησε τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Η οποία όχι με χαρά ούτε φυσικά με ενθουσιασμό βλέπει την κυβέρνηση να δυσκολεύεται σε θέματα όπως η οικονομία και η ανάπτυξη, σε άλλα ζητήματα όπως είναι η παιδεία και ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους να τα πηγαίνει καλύτερα, κ.ο.κ. Όμως το πιο σημαντικό είναι ότι η ανοχή της κοινής γνώμης προς την κυβέρνηση (τουλάχιστον μέχρι τον Φεβρουάριο) οφείλονταν όχι τόσο στο έργο της αλλά στην δυσανεξία στις μνήμες της περιόδου 2015 - 2019.
Από τον Φεβρουάριο και μετά όμως η κυβέρνηση μετατράπηκε ξαφνικά λόγω κρίσης στον Έβρο και κρίσης κορονοϊού σε κυβέρνηση εκστρατείας. Και στα δυο μέτωπα μέχρι στιγμής τα έχει πάει σε γενικές γραμμές καλά έχοντας ένα μεγάλο κέρδος: αποδεικνύει ότι οι Έλληνες μπορούμε όταν χρειασθεί και συνεργάσιμοι με το κράτος να είμαστε και συνεπείς και υπεύθυνοι.
Και επιπροσθέτως είναι φυσικά ο τρόμος της κοινής γνώμης στην ιδέα ότι θα μπορούσε αυτές τις κρίσεις να τις διαχειρισθεί η Τ. Χριστοδουλοπούλου ή ο Π. Πολάκης.
Και αυτό προσφέρει ανάσα στον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος φυσικά πρώτη προτεραιότητα έχει να περάσει η χώρα την κρίση του κορονοϊού χωρίς δραματικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, θα πρέπει να βρει ισορροπίες εξηγώντας τι εννοούσε αυτός και το κόμμα του όταν κοίταζε με δυσπιστία τον δημόσιο τομέα της υγείας και ενώ η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ο σχεδιασμός της επόμενης ημέρας.
Εκεί δηλαδή όπου η χώρα, ο κόσμος της εργασίας, της επιχειρηματικότητας, του τουρισμού και συνολικά της οικονομίας θα βιώσει μια ισοπέδωση. Και θα πρέπει να αρχίσει η ανοικοδόμηση.
Τότε ο Κ. Μητσοτάκης εφόσον δεν υπάρξει δραματική τροπή στην κρίση του κορονοϊού σε ότι αφορά στις ανθρώπινες απώλειες, δικαιολογημένα θα θέλει να ζητήσει νέα εντολή για να προχωρήσει σε αυτή την δύσκολη διαδρομή, που καμιά σχέση δεν θα έχει με το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ το καλοκαίρι του 2019.
Και αυτός είναι ο μεγάλος φόβος του ΣΥΡΙΖΑ που προκαλεί και την αναστάτωση στην Κουμουνδούρου. Η εμπειρία που δείχνει ότι σε περιόδους καταστροφών οι λαοί συνήθως συσπειρώνονται γύρω από τις κυβερνήσεις τους. Εμπειρία που δεν είναι σύμμαχος του ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως ο αντίλογος είναι ότι με χιλιάδες επιχειρήσεις κατεστραμμένες και με εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες με μειωμένο ή ελαχιστοποιημένο εισόδημα, η άσκηση αντιπολίτευσης θα είναι πιο εύκολη. Όμως και αυτό θα κριθεί από την ετοιμότητα της κυβέρνησης να εκμεταλλευθεί πόρους που θα διατεθούν και από την Ε.Ε. και από την χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, για την αντιμετώπιση της κρίσης κάτι που δείχνει ότι το έχει αντιληφθεί.
Αυτή είναι η παρενέργεια του ιού που φοβίζει την Κουμουνδούρου. Γιατί δεν είναι η προοπτική μιας ακόμη, σε σύντομο διάστημα, εκλογικής ήττας. Είναι η εξουδετέρωση της νάρκης της Απλής Αναλογικής με την οποία είχε υπονομεύσει την διακυβέρνηση της ΝΔ και την ομαλή πορεία της χώρας. Γιατί με εκλογές, έστω και υπό δύσκολες συνθήκες, αλλά με σοβαρές πιθανότητες για σημαντική εκλογική νίκη, η απλή αναλογική θα εξουδετερωθεί και η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα ανανεώσει την εντολή της, αναλαμβάνοντας με ανανεωμένη λαϊκή εντολή την ανοικοδόμηση της χώρας.
Αυτή την παρενέργεια του ιού φοβάται η Κουμουνδούρου, ίσως πιο πολύ και από τον ίδιο τον κορονοϊό...