«Η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρώπη και ο Έλληνας έχει τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη από όλους τους Ευρωπαίους».
Αυτή είναι η μόνιμη επωδός σύσσωμης της αντιπολίτευσης μετά τις εκλογές του 2023. Σύμφωνα με το αφήγημα αυτό, οι Έλληνες δυστυχούν, μεγάλες ομάδες του πληθυσμού πεινούν και ζουν σε παγωμένα σπίτια, ενώ τα παιδιά τους βλέπουν το μέλλον με απόγνωση, αφού εργάζονται σερβιτόροι σε καφέ, παρ’ όλο που έχουν διδακτορικό σε αστροφυσική από το Cambridge.
Σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να επικαλεστεί την πληρότητα των χειμερινών καταλυμάτων στην περίοδο των εορτών για να αντικρούσει τις παραπάνω ανοησίες. Σκοπός του είναι να βάλει την πραγματικότητα που ζούμε στο πραγματικό ιστορικό και οικονομικό της πλαίσιο και να τραβήξει μια γραμμή από το 1953 μέχρι σήμερα για να δείξει ότι η δημαγωγία της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα δεν είναι κάτι νέο ή πρωτότυπο.
Το ΑΕΠ της χώρας μας κατέρρευσε κατά περίπου 35% την περίοδο 2010-15. Ο λόγος γι’ αυτό, ήταν ότι διακόπηκε απότομα και βίαια, η χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων από τις κεφαλαιαγορές.
Το ΑΕΠ μιας χώρας είναι μια απλή ταυτότητα: Ιδιωτική κατανάλωση συν δημόσια κατανάλωση, συν επενδύσεις, συν τη διαφορά εξαγωγών από εισαγωγές. Όταν διακόπηκε η χρηματοδότηση των δημοσίων ελλειμμάτων μειώθηκε δραστικά η δημόσια κατανάλωση. Αυτό οδήγησε στην ύφεση, που σωρευτικά, μέχρι το 2015, στοίχισε περίπου το 35% του ΑΕΠ.
Σε όρους ατομικής οικονομίας, εάν κάποιος με ετήσιο εισόδημα €10 χιλιάδες είχε τη δυνατότητα για χρόνια να παίρνει μια νέα πιστωτική κάρτα με όριο €1000 κάθε χρόνο και να καταναλώνει χρεώνοντάς την, το βιοτικό του επίπεδο (οι δαπάνες του) κάθε χρόνο θα ήταν ανώτερο από το εισόδημα του.
Όμως, κάθε χρόνο θα έπρεπε να χρησιμοποιεί ένα μέρος του πιστωτικού ορίου της νέας κάρτας για να καταβάλλει την ελάχιστη πληρωμή των καρτών των προηγούμενων ετών.
Κάποια στιγμή, όλο το όριο της νέας κάρτας θα πήγαινε στην αποπληρωμή των προηγούμενων και τον επόμενο χρόνο καμμία τράπεζα δε θα δεχόταν να εκδώσει νέα κάρτα. Ο φίλος μας θα έπρεπε να κάνει διακανονισμό με τις εκδότριες τράπεζες για να αποπληρώσει τα χρέη του. Θα υπέγραφε, δηλαδή, μνημόνιο. Και τα επόμενα χρόνια, οι δαπάνες του (το βιοτικό του επίπεδο) θα ήταν χαμηλότερες από το εισόδημα του - μέχρι να «συμμαζέψει» τα χρέη του. Απλά πράγματα είναι αυτά. Δε χρειάζεται παρά κοινή λογική για να τα αντιληφθεί κανείς.
Στην μετα-Μνημονίων εποχή της επιτήρησης και των πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, η δημόσια κατανάλωση δε, μπορεί να συμβάλλει στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, πέραν της αύξησης του από τους άλλους παράγοντες. Με άλλα λόγια, το μεταπολιτευτικό λεφτόδεντρο μαράθηκε και απεβίωσε.
Τι μένει για να αυξηθεί το ΑΕΠ και ως αποτελέσματα το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων; Η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές. Τίποτε άλλο. Όπερ και γίνεται.
Πράγματι, η ελληνική οικονομία τα τελευταία 5 χρόνια μεγεθύνεται με ρυθμούς που την κατατάσσουν στις 2-3 ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρώπης. Όμως, θα πάρει αρκετά χρόνια για να αναπληρώσουμε το «χαμένο» 35% του ΑΕΠ και να συγκλίνουμε με τον μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό δεν είναι πολιτικό ή οικονομικό επιχείρημα ή πραγματικότητα: Είναι απλή αριθμητική. Και δεν μπορεί να μεταβληθεί ό,τι και να λέει η αντιπολίτευση.
Σήμερα, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδος είναι το 65% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου. Δείτε τον παρακάτω πίνακα που απεικονίζει τη χρονική περίοδο που θα απαιτηθεί για τη σύγκλιση του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδος, με το μέσο όρο της ΕΕ.
Προσοχή: Με το μέσον όρο, όχι με τις πλουσιότερες ευρωπαϊκές χώρες, δηλ. το Λουξεμβούργο ή την Ιρλανδία. Στην καλύτερη, υποτιθέμενη, περίπτωση η περίοδος αυτή είναι 11 χρόνια – εάν η ελληνική οικονομία μεγεθύνεται με 5% και η οικονομία της ΕΕ με 1%. Στη χειρότερη, 22 χρόνια.
Βλέπετε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το λεφτόδεντρο δεν υπάρχει πια και οι αριθμοί είναι σαφείς και δεν επιδέχονται «πολιτικής διαπραγμάτευσης».
Αυτή είναι η πραγματικότητα και, καλώς ή κακώς, κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν καταθέσει προτάσεις ή ιδέες για την επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Το μόνο στο οποίο αριστεύουν, είναι να μιλάνε για «δίκαιη ανάπτυξη» και «δίκαιη κοινωνία». Με άλλα λόγια, όπως πάντα, για μοίρασμα της πίτας, όχι για μεγάλωμα της πίτας. Τα 10 χρόνια της κρίσης, εμφανώς, δεν ήταν αρκετά για να λογικευτούν και να συμπεριλάβουν την υπευθυνότητα στον λόγο και τις θέσεις τους τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως «κόμματα εξουσίας».
Φυσικά, για όσους γνωρίζουν την μεταπολεμική ιστορία της πατρίδας μας, αυτή η στάση δεν προκαλεί έκπληξη. Σε όλη την περίοδο από το 1953 έως το 1981, το Κέντρο και η Αριστερά αντιπολιτεύτηκαν τις κυβερνήσεις του Ελληνικού Συναγερμού, της ΕΡΕ και της ΝΔ με την ίδια επωδό: «Ο λαός πεινάει» και «ο λαός υποφέρει». Λες και η ελληνική οικονομία είχε το ΑΕΠ της Ελβετίας και οι κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς το έβαζαν στην τσέπη αφήνοντας στον ελληνικό λαό ψίχουλα.
Να θυμίσω, ότι όταν τελείωσε ο εμφύλιος, το 1949, η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη χώρα, με κατεδαφισμένες υποδομές, χαλασμένο σιδηροδρομικό δίκτυο, βομβαρδισμένα λιμάνια, κλειστή τη διώρυγα της Κορίνθου, κλπ. Επιπλέον, η δράση του αντάρτικου στην κατοχή και στον εμφύλιο είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή περίπου χιλίων χωριών και κωμοπόλεων και το πρώτο κύμα αστυφιλίας στην ιστορία της χώρας, από χωρικούς που κατέφυγαν στις πόλεις για να γλυτώσουν τις ζωές τους από τον πόλεμο.
Το μεγαλύτερο μέρος του Σχεδίου Μάρσαλ, δε, αντί να διοχετευτεί σε παραγωγικές επενδύσεις, δαπανήθηκε για να στεγαστούν, τραφούν και νοσηλευτούν οι πρόσφυγες από την επαρχία, ειδικά στην περίοδο του εμφυλίου.
Στις αρχές του 1953, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Παπάγου, κάνει την νομισματική μεταρρύθμιση που άλλαξε την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Υποτίμησε γενναία τη δραχμή έναντι του δολαρίου και έθεσε τη συναλλαγματική ισοτιμία της στις Δρχ 30/$. Η διατήρηση της ισοτιμίας αυτής ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής οικονομικής πολιτικής τα επόμενα 28 χρόνια. Οι αρχές που την εξασφάλισαν ήταν οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και ο χαμηλός πληθωρισμός.
Αυτή δεν ήταν ελληνική ευρεσιτεχνία. Όλες οι χώρες που εξήλθαν κατεστραμμένες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησαν την ίδια ακριβώς οικονομική πολιτική για να ορθοποδήσουν και να αναπτυχθούν. Από την Ιαπωνία και τη Γερμανία ως τη Σιγκαπούρη, την Κορέα και την Ταϊβάν, όλες οι οικονομίες που αρίστευσαν τα τελευταία 80 χρόνια ακολούθησαν ακριβώς την ίδια συνταγή οικονομικής πολιτικής: «Σκληρό» νόμισμα, σφιχτά δημοσιονομικά, χαμηλός πληθωρισμός.
Ο λόγος είναι απλός: Για να ορθοποδήσει η κατεστραμμένη οικονομία μιας ερειπωμένης χώρας – ειδικά αγροτικής - χρειάζεται κεφάλαια, για υποδομές, μηχανήματα, εμπόριο, κλπ. Αυτά τα κεφάλαια μπορούν να έλθουν, εξ ορισμού, μόνο από το εξωτερικό. Όμως, για να εμπιστευτεί κάποιος τα κεφάλαια του στην ελληνική οικονομία του 1955 ή του 1960, δηλαδή να αγοράσει ελληνικά ομόλογα ή να χτίσει εργοστάσιο στην Ελλάδα, πρέπει να είναι σίγουρος ότι δε θα τα χάσει. Δηλαδή, ότι, όταν αποφασίσει να φύγει, μετά από 10 ή 20 ή 30 χρόνια, θα μπορεί να αγοράσει 1 δολάριο με 30 δραχμές. Αλλιώς, δεν έρχεται. Απλά πράγματα.
Η οικονομική πολιτική του Μαρκεζίνη και, κυρίως, του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν αυτή που οδήγησε στη δημιουργία της βιομηχανικής Ελλάδος, με τις υποδομές και την παραγωγική βάση που εκτόξευσαν το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας από τα $300 το 1955 στα $3.500 το 1980. Στην περίοδο αυτή, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ ήταν ο δεύτερος ταχύτερος στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία. Ακόμη και την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού 1974-80, το ΑΕΠ της Ελλάδος μεγεθύνθηκε ταχύτερα από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ.
Όμως, σε όλη την περίοδο 1955-63 και 1974-81, η μόνιμη επωδός της αντιπολίτευσης ήταν ότι «ο λαός πεινάει». Αποκορύφωμα ήταν η απερίγραπτη εκείνη δημαγωγική πομφόλυγα του Γεωργίου Παπανδρέου ότι «όταν οι στατιστικές ευημερούν, ο λαός υποφέρει», από βήματος Βουλής, σε απάντηση στον Κωνσταντίνο Καραμανλή όταν ο τελευταίος του υπενθύμισε τις επιδόσεις της οικονομίας. Ο Παπανδρέου εγκαλούσε την κυβέρνηση της ΕΡΕ γιατί, 10 χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου σε μια ισοπεδωμένη χώρα, το βιοτικό επίπεδο του ελληνικού λαού δεν ήταν συγκρίσιμο με αυτό της Ελβετίας, της Σουηδίας ή των ΗΠΑ...
Η ελληνική οικονομία σταμάτησε να είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια ανάπτυξης απότομα, το 1982. Ο λόγος ήταν η εγκατάλειψη της δημοσιονομικής πολιτικής του 1955-80, ο ακατάσχετος δανεισμός που μετατράπηκε σε ιδιωτική κατανάλωση και, ουσιαστικά, η αποβιομηχάνιση της χώρας.
Ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ την περίοδο 1982-90 ήταν σχεδόν μηδενικός (0,6%). Παράλληλα, η Ελλάδα εισέπραττε κάθε χρόνο από την ΕΟΚ κονδύλια για υποδομές, εκσυγχρονισμό και μεταρρυθμίσεις (που δεν έγιναν ποτέ...) ίσα με περίπου το 5% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική πολιτική σε όλη τη δεκαετία του 1980 είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή οικονομικής αξίας ίσης με περίπου το 5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο.
Εάν δεν υπήρχαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια (5% του ΑΕΠ ετησίως), η ελληνική οικονομία το 1990 θα είχε συρρικνωθεί κατά περίπου 35% σε σχέση με το 1981, δηλαδή θα είχε χάσει τόσο προϊόν όσο την περίοδο 2010-15, όταν χρεωκόπησε.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Ελλάδα είχε εφτά (7) εργοστάσια συναρμολόγησης και παραγωγής οχημάτων – αυτοκινήτων, φορτηγών, λεωφορείων. Τα λεωφορεία που κυκλοφορούσαν σε ελβετικές πόλεις είχαν κατασκευασθεί στο Αιγάλεω και εξάγονταν από την Ελλάδα στην Ελβετία. Το 1990 λειτουργούσε ακόμη μόνο ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης αυτοκινήτων.
Το 1981 η δραχμή ισοδυναμούσε με 2 ισπανικές πεσέτες. Το 1990 η ισοτιμία είχε αντιστραφεί: Μια πεσέτα αγόραζε 2 δραχμές.
Ενώ συνέβαιναν αυτά στην Ελλάδα, δε, η οικονομία των δυτικών χωρών ανθούσε, με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, ύστερα από το ξεπέρασμα της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης. Το 1980 η τιμή του πετρελαίου (σε τιμές 2023) ήταν $129 το βαρέλι. Τον Ιανουάριο 1986 ήταν $75 και τον Ιούλιο είχε βυθισθεί στα $28 το βαρέλι, όπου και παρέμεινε σχεδόν μέχρι το 1990. Η Ελλάδα δε συμμετείχε στην οικονομική ανάπτυξη που συνεπάγετο η κατάρρευση των τιμών ενέργειας λόγω της οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε εκείνη την περίοδο.
Όποια «ευημερία» αισθάνθηκαν οι Έλληνες τη δεκαετία του 1980, προήλθε αποκλειστικά από την εκτίναξη του δημοσίου χρέους: Από 22% το 1981 σε 81% το 1990. Στην περίοδο αυτή η Ελλάδα δανείστηκε €160 δισεκατομμύρια (σε όρους σημερινής αγοραστικής αξίας). Με άλλα λόγια, δανειζόμασταν για να καταναλώνουμε, ενώ καταστρέφαμε την παραγωγική μας βάση. Τόσο απλά.
Ας αναλογισθούν τα παραπάνω όσοι μπαίνουν στον πειρασμό να τείνουν ευήκοα ώτα στις δημαγωγικές φούσκες της αντιπολίτευσης όσον αφορά στην οικονομική κατάσταση του μέσου Έλληνα και στις επιδόσεις της κυβέρνησης όσον αφορά στην οικονομία. Η χώρα εδώ και 5,5 χρόνια επανήλθε σε ορθολογική οικονομική διαχείριση που εγγυάται ότι, μεσομακροπρόθεσμα, η Ελλάδα θα συγκλίνει και θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αντιπολίτευση αντιπολιτεύεται με όρους 1960 και υπόσχεται επιστροφή στο 1982-90.
Ευτυχώς, από ό,τι φαίνεται, ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος δεν εντυπωσιάζεται πια από παραδοξολογίες και υποσχέσεις άνευ αντικρίσματος. Για να παραφράσω τον Καβάφη
«Οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά [...]
μόλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες».
*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι διδάκτορας χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, έχει διατελέσει στέλεχος σε τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρίες στις ΗΠΑ και την Ελλάδα και είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.