Ο Ντόναλντ Τραμπ, υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων προκειμένου να είναι ο υποψήφιος του κόμματος στις προεδρικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, υπαναχώρησε χθες από τις δηλώσεις που έκανε σχετικά με τα βασανιστήρια, διαβεβαιώνοντας πως δεν θα διέτασσε τον αμερικανικό στρατό να παραβιάσει το διεθνές δίκαιο, ακόμη και αν επρόκειτο για υπόπτους για τρομοκρατία.
«Αντιλαμβάνομαι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεσμεύονται από νόμους και συμβάσεις, δεν θα διατάξω τον στρατό μας ή άλλους κρατικούς λειτουργούς να παραβιάσουν αυτούς τους νόμους και θα ζητάω τη συμβουλή τους για τέτοια ζητήματα», ανέφερε ο Τραμπ σε γραπτή δήλωσή του προς την εφημερίδα The Wall Street Journal.
«Δεν θα διατάξω έναν αξιωματικό του στρατού να παραβεί τον νόμο. Είναι καθαρό ότι ως πρόεδρος θα δεσμεύομαι από τους νόμους, όπως όλοι οι Αμερικανοί, και θα αναλάβω τις ευθύνες» που συνεπάγεται το αξίωμα αυτό, πρόσθεσε.
Μόλις μία ημέρα νωρίτερα, σε ντιμπέιτ των υποψηφίων για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων το βράδυ της Πέμπτης, ο Τραμπ δήλωνε εμφατικά πως θα διέτασσε τον στρατό των ΗΠΑ να παραβιάσει το διεθνές δίκαιο εφαρμόζοντας σκληρές ανακριτικές τεχνικές, όπως τον εικονικό πνιγμό. Ο Τραμπ είχε επίσης αφήσει να εννοηθεί πως θα έθετε στο στόχαστρο οικογένειες υπόπτων για τρομοκρατία.
Αυτή η ωμή τοποθέτηση του Τραμπ ώθησε τον Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκρέιαμ, μέχρι πρότινος διεκδικητή του χρίσματος και σφοδρό επικριτή του Τραμπ, να στείλει στον στρατηγό Τζόζεφ Ντάνφορντ, αρχηγό του γενικού επιτελείου εθνικής άμυνας των ΗΠΑ, μια επιστολή με την οποία του θέτει το ερώτημα εάν η στοχοθέτηση των οικογενειών υπόπτων για τρομοκρατία είναι νόμιμη βάσει του δικαίου του πολέμου και εάν ο εικονικός πνιγμός ή ακόμη πιο ακραίες τεχνικές ανάκρισης είναι νόμιμες για τον αμερικανικό στρατό.
Ο Ντάνφορντ δεν έχει ακόμη απαντήσει δημόσια στην επιστολή του Γκρέιαμ.
Ο εικονικός πνιγμός (ο καταιονισμός με νερό στο πρόσωπο ενός υπόπτου ώστε να νοιώθει πως πνίγεται, "waterboarding" στην ορολογία της CIA και του αμερικανικού στρατού) είχε απαγορευθεί από τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα μερικές ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του το 2009. Οι επικριτές των «προχωρημένων τεχνικών» του είδους, που χρησιμοποιούνταν ευρέως τα πρώτα χρόνια του λεγόμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, τονίζουν πως πρόκειται για βασανιστήρια.
Ερωτηθείς στο ντιμπέιτ τι θα έκανε εάν ο στρατός των ΗΠΑ αρνείτο να εκτελέσει τη διαταγή του, ο Τραμπ είχε υπογραμμίσει: «Δεν θα αρνηθούν. Δεν πρόκειται να μου το αρνηθούν. Πιστέψτε με».
«Μπορείτε να φανταστείτε (...) αυτά τα ζώα στη Μέση Ανατολή, που κόβουνε κεφάλια, να κάθονται να συζητάνε (...) ότι έχουμε πρόβλημα με τους εικονικούς πνιγμούς; Πρέπει να προχωρήσουμε σε εικονικούς πνιγμούς, και σε ακόμα πιο σκληρά πράγματα», είχε προσθέσει.
Οι συχνά εμπρηστικές δηλώσεις του μεγιστάνα των ακινήτων προκαλούν έντονη αναστάτωση στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων.
Οι δηλώσεις του για τα βασανιστήρια όμως προκάλεσαν επιπλέον μια ομοβροντία επικρίσεων από πρώην και νυν στελέχη των Ρεπουμπλικανών, των ένοπλων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών, που επισήμαναν ότι το Πεντάγωνο δεν θα μπορούσε και δεν θα έπρεπε να υπακούσει σε τέτοιες διαταγές.
«Οι συγκεκριμένες διαταγές είναι παράνομες», ανέφερε ο Ρεπουμπλικάνος Πίτερ Φίβερ, που είχε υπηρετήσει σε διάφορες θέσεις του μηχανισμού εθνικής ασφαλείας επί των ημερών των προέδρων Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Μπους. «Η προώθηση της γενικευμένης χρήσης των βασανιστηρίων είναι ασυγχώρητη», πρόσθεσε. Ο πτέραρχος ε.α. και πρώην διευθυντής της CIA Μάικλ Χέιντεν επέμεινε ότι ο αμερικανικός στρατός δεν μπορεί να εκτελέσει παράνομες διαταγές: «αυτό θα παραβίαζε όλες τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου για τις ένοπλες συρράξεις», σημείωσε.
Επίσημα η κυβέρνηση του Τζορτζ Ου. Μπους είχε απαγορεύσει το 2006 τη μέθοδο του εικονικού πνιγμού, μετά το σκάνδαλο που προκάλεσε η χρήση της από τη CIA σε υπόπτους για τρομοκρατία.
Η πρόταση του Τραμπ να σκοτώνονται οι οικογένειες υπόπτων για τρομοκρατία προκάλεσε επίσης αγανάκτηση.
«Αυτό είναι δολοφονία», σχολίασε ο Γιουτζίν Φάιντελ, ειδικός στο στρατιωτικό δίκαιο στη νομική σχολή του Γέιλ.
Ο Αμερικανός στρατηγός Φίλιπ Μπρίντλαβ, ο ανώτατος διοικητής των δυνάμεων του NATO στην Ευρώπη, παραδέχθηκε αυτή την εβδομάδα ότι Ευρωπαίοι συνάδελφοί του τον ρωτούν πώς θεωρεί ότι θα εξελιχθεί ο αμερικανικός στρατός σε περίπτωση που ο Τραμπ εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ. «Βλέπουν έναν δημόσιο διάλογο πολύ διαφορετικό από αυτόν του παρελθόντος», εξήγησε.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ – ΜΠΕ