Ζούμε σε έναν κόσμο, διεθνώς αλλά και παρ’ ημίν, ραγδαία μεταλλασσόμενο, στην πραγματικότητα ήδη ριζικά μεταλλαγμένο. Με τις πολλές πρόσφατες μετακινήσεις τεκτονικών γεωπολιτικών πλακών (αλλά και τη σημαντική απομάκρυνση του εθνικού μας πολιτικού συστήματος από τη μορφή που διασφάλιζε εύκολη κυβερνησιμότητα μετά από κάθε αποτύπωση στην κάλπη της λαϊκής κυριαρχίας) να «εγγυώνται» αρκετές εστίες αναταραχής και να διασφαλίζουν ελάχιστα σημεία ασφαλούς ελλιμενισμού του εθνικού μας σκάφους.
Έναν κόσμο, δηλαδή, στον οποίο τα πάντα αλλάζουν ή έχουν ήδη αλλάξει. (Ασφαλώς με τρεις εξαιρέσεις σταθερότητας: Τη διαχρονικά απαράλλαχτη πολιτική ρητορεία του ΚΚΕ… Την ουδέποτε καταστελλόμενη εθνική ανησυχία του Αντώνη Σαμαρά μήπως χαθεί καμιά βραχονησίδα ή κάνα στρέμμα εναέριου χώρου, όχι όμως για το ζωτικό δημογραφικό πρόβλημα της χώρας που τείνει να οδηγήσει σε εξαφάνιση του επί χιλιετίες παρόντος, κατά περιόδους δε μεγαλουργούντος σε αυτή τη γωνιά της γης, ελληνικού στοιχείου… Καθώς και τη δομική διαφθορά παρ’ ημίν τμήματος τόσο της δημοσιοϋπαλληλίας όσο και της δημοσιογραφικής συντεχνίας, με άλλα λόγια του εθνικού μας κρατικού οργανισμού, αλλά ωσαύτως και του γνωμοδιαμορφωτικού μηχανισμού του τόπου.*)
Στη δυνητικά λοιπόν εκ νέου -όπως την περίοδο 2011-2015- δυσκυβέρνητη χώρα μας, την ευρισκόμενη επιπρόσθετα υπό διεθνή ουρανό «καταιγιδώδη» και σε ένα διεθνοπολιτικό περιβάλλον παραπάνω από κινδυνώδες, πρέπει να αναδειχθεί σε λίγες ημέρες ένας από τους πιο κρίσιμους αρμούς για την εύρυθμη αλλά και ευέλικτη λειτουργία του πολιτεύματος: ο ρυθμιστής του, ο αρχηγός του κράτους.
Σε ένα τέτοιο, λοιπόν, εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον, με κονιορτοποιημένο το κομματικό μας σύστημα, ακραία δε ρευστοποίηση του διεθνούς αντίστοιχου, και μόνο η σκέψη πως ο ύπατος πολιτειακός παράγων -του οποίου τα ουσιαστικά παρεμβατικά περιθώρια προς διόρθωση κάθε θεσμικοπολιτικής ανορθογραφίας είναι στην πραγματικότητα αντιστρόφως ανάλογα προς τις μικρές τυπικές συνταγματικές του αρμοδιότητες- θα μπορούσε να μη διαθέτει το κεφάλαιο κύρους, εμπειρίας, διεθνών γνωριμιών και διεθνοπολιτικής «τεχνογνωσίας», το οποίο μόνο ένας δοκιμασμένος πολιτικός θα μπορούσε να κατέχει, προσωπικά μου προκαλεί παραπάνω από ανησυχία, κυριολεκτικά ανατριχίλα.
Ακόμη και αν δούμε, άλλωστε, τους τρεις δικαστές που τοποθετήθηκαν στον ύπατο πολιτειακό θώκο (έστω και αν η επιλογή του Μιχαήλ Στασινόπουλου επιβαλλόταν από συμβολικούς αλλά σοβαρότατους λόγους, η δε Κατερίνα Στασινοπούλου ως άνθρωπος του καθήκοντος επέδειξε αξιοπρέπεια και ευσυνειδησία αδιαμφισβήτητες), συγκρίνουμε δε το αποτύπωμά τους με το έργο των πολιτικών προσωπικοτήτων που βρέθηκαν στο ίδιο αξίωμα, η διαφορά απόδοσης νομίζω πως είναι εξόφθαλμη: Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «έδρασε» δια της σώφρονος αποχής από παρεμβάσεις. Ο Κωστής Στεφανόπουλος εξέφρασε όσο ουδείς άλλος την εθνική ψυχή, έκανε δε τον μέσο Έλληνα να νιώσει υπερήφανος για τη θεσμική κεφαλή του κράτους του… Ο Κάρολος Παπούλιας είχε συμβολή στην ανεύρεση κυβερνητικής πλειοψηφίας μετά τις δεύτερες εκλογές του 2012, αφού είχε ήδη παίξει κάποιο ρόλο στο να συνεχίσει να κυβερνάται η χώρα μετά την πολιτική κρίση του τέλους του 2011…
Ο δε Προκόπης Παυλόπουλος το καλοκαίρι του 2015 φαίνεται πως κάποια επίδραση είχε, ώστε ο τότε οδηγός τού -με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατευθυνόμενου προς τοίχο- εθνικού οχήματος να αποφασίσει, έστω την ύστατη στιγμή και με οδυνηρές παρενέργειες για πολλούς εκ των «επιβαινόντων», να τροχοπεδήσει απότομα έως και βίαια…
Πάντων αυτών συνεκτιμωμένων, επομένως, δεν μπορώ καν να διανοηθώ πως και ο πιο έντιμος δικαστής και ο πιο οξυδερκής ακαδημαϊκός και ο πιο έμπειρος διπλωμάτης θα μπορούσε να προσφέρει στην πλοήγηση του εθνικού σκάφους μέσα σε θάλασσες τρικυμιώδεις όσα κάποιος από τους μπαρουτοκαπνισμένους, στην εθνική συνείδηση καταξιωμένους και διεθνώς επαρκώς δικτυωμένους πολιτικούς, που αυτή τη στιγμή υπάρχουν εν εφεδρεία στο οπλοστάσιο της δημοκρατίας μας. Νομίζω, δε, πως ο πρωθυπουργός δεν πρέπει να εκδηλώσει ανασφάλεια με την επιλογή του…
*«Φαγέδαινα» (=έλκος κακόηθες και σαρκοφάγο) αποκαλούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος αυτές τις επαγγελματικές κατηγορίες σε επιστολή του προς άλλον πολιτικό, η οποία για πρώτη φορά βλέπει το φως της δημοσιότητας στο μόλις εκδοθέν έργο μου «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός ιστορίας». Πράγματι, δε, αυτές οι επαγγελματικές ομάδες διαχρονικώς ανέδειξαν κάποια νοσηρά δομικά στοιχεία: Το 1917, για παράδειγμα, λόγω των τεράστιων ελλείψεων σε αγαθά που είχε προκαλέσει ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας από την Αντάντ ιδρύθηκε υπουργείο Επισιτισμού, με υπουργό τον εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκο, αποστολή δε την ανακούφιση της κοινωνίας από τη σιτοδεία. Αλλά οι υπάλληλοί του φρόντιζαν σε τέτοιο βαθμό μόνο για ίδια ικανοποίηση που ο Εμπειρίκος δήλωσε: «Αι υπηρεσίαι του υπουργείου μου βρίθουσι λωποδυτών και απατεώνων». Ενώ ως γενικός γραμματέας του ίδιου ουσιαστικά υπουργείου (Εφοδιασμού πλέον ονομαζόμενου) λίγο μετά την απελευθέρωση του 1944, ο μακαρίτης πατέρας μου αποκαλούσε τους διαπιστευμένους στο υπουργείο δημοσιογράφους «οργανωμένη σπείρα εκβιαστών νομίμως λειτουργούσα». (Αυτά, δε, σε εποχές που δεν υπήρχαν Τράγκες ούτε οι εφοριακοί της Χαλκίδας ή οι πολεδομικοί της Χαλκιδικής αντιμετωπίζονταν με τόση «μεγαθυμία» από δικαστικούς λειτουργούς πρωτίστως προσανατολισμένους στη νομιμοφανή -με αποφάσεις του «Μισθοδικείου»- απόσπαση εξαψήφιων αναδρομικών δι’ εαυτούς…)
*Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του έργου «Ελευθέριος Βενιζέλος, Πλαστουργός Ιστορίας, ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα», που κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Είναι επίσης συγγραφέας του έργου «Το πολιτικό Σύστημα των ΗΠΑ, Ένας ιδιόρρυθμος δικομματισμός», που εξεδόθη το 2012 από τις εκδόσεις Πατάκη.