Των Γιάννη Μαστρογεωργίου και Γιώργου Παπούλια*
Η γενική κατάσταση της οικονομίας δεν δείχνει σημάδια σημαντικής βελτίωσης μετά την ολοκλήρωση της μακρόσυρτης πρώτης αξιολόγησης. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης ήταν η αναγκαία αλλά όχι η ικανή συνθήκη για την οικονομία. Οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν είναι επιτεύξιμοι όσο έχουμε αποπληθωρισμό και ύφεση και αβεβαιότητα. Αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να το καταλάβουν οι εταίροι πρωτίστως. Αν η ελληνική οικονομία δεν αποκτήσει σταδιακά προοπτική ανάπτυξης, η χώρα θα βρεθεί πάλι σε μία κατάσταση στασιμότητας που θα οδηγήσει σε νέα αντιπαράθεση με τους εταίρους σχετικά με την ανάγκη για ένα νέο πρόγραμμα. Με άλλα λόγια ό, τι χτίζουμε θα γκρεμιστεί.
Η ουσιαστική συζήτηση για το χρέος ως τμήμα της συμφωνίας μετατίθεται χρονικά. Το χρέος, όμως, θέλει ουσιαστική λύση. Μία λύση που θα πείσει όλους ότι είναι μακροχρόνια.
Αυτό σημαίνει ότι τα τοκοχρεολύσια θα πρέπει να είναι σε εξυπηρετήσιμο επίπεδο, και σε κάθε περίπτωση η εξυπηρέτηση του χρέους πρέπει να συνδεθεί με σημαντικές παραμέτρους της οικονομίας, όπως οι εξαγωγές, ο ρυθμός ανάπτυξης κλπ.
Στην εξίσωση του χρέους μπαίνει και ένας νέος παράγοντας το «υπερταμείο» αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Κατά την άποψη μας η προοπτική απόδοσης του ταμείου πρέπει να συνδεθεί με τη συζήτηση για το χρέος. Και αυτό γιατί αν είναι τα έσοδα του υπερταμείου να πηγαίνουν σε ένα πηγάδι χωρίς πάτο δεν έχει νόημα!
Μετά τη χρεοκοπία του Μαρινόπουλου και της Jet Oil, οι εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς κάνουν λόγο τους επόμενους μήνες και για άλλα λουκέτα επιχειρήσεων.
Τα μηνύματα από το σημαντικότερο κλάδο οικονομικής αιχμής της Χώρας, τον τουρισμό, επίσης, δεν είναι καλά. Κατά το πρώτο τρίμηνο οι αφίξεις των τουριστών προς την Ελλάδα παρουσίασε μείωση 6,2%. Αν η μείωση συνεχιστεί σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς η επίπτωση στο ΑΕΠ θα είναι μεγάλη και τότε η ύφεση και κατ' επέκταση ο περιβόητος κόφτης θα φανούν απειλητικά στον ορίζοντα.
Η οικονομία και οι παράγοντες διαμόρφωσης της παραμένουν σε ανησυχητικά χαμηλό επίπεδο συγκριτικά με άλλες χώρες. Όπως αποτυπώνεται στο «The Global Information Technology Report 2016: Innovating in the Digital Economy» , η Ελλάδα βρίσκεται στην θέση 70 ανάμεσα σε 139 χώρες χάνοντας 4 θέσεις από πέρυσι στο Networking Readiness Index (NRI). Ο δείκτης αυτός αποτυπώνει τη δυνατότητα και την ικανότητα μιας χώρας ως προς τη χρήση νέων τεχνολογιών για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της. Η Ελλάδα είναι στη θέση 112 ως προς την αποτελεσματικότητα του νομοθετικού σώματος, στη θέση 94 σε νόμους σχετικούς με την τεχνολογία, στη θέση 70 ως προς την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στη θέση 76 ως προς τον αριθμό διαδικασιών για να επιβληθεί μία σύμβαση και στην τελευταία θέση, 139, ως προς τον αριθμό των ημερών για να επιβληθεί μία σύμβαση!
Ο νέος διχασμός
Οι αφορμές για την αναζωπύρωση του νέου διχασμού είναι δύο. Ο εκλογικός νόμος και οι αποκαλύψεις – στον ένα χρόνο από το δημοψήφισμα – του σχεδίου Χ από την Κυβέρνηση πέρυσι. Στο πλαίσιο αυτό θα δομηθεί μία αμφίπλευρη από τα δύο μεγάλα κόμματα προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου διπολισμού, που όμως, θα έχει στηθεί πάνω σε βάσεις διχασμού. Η εκατέρωθεν καταγγελτική ρητορεία ρίχνει λάδι στη φωτιά. Οι μεν ισχυρίζονται ότι ο Τσίπρας έδωσε φωνή στο λαό οι δε ότι η χώρα έχασε πολύτιμο χρόνο και το πλήρωσε. Προφανώς, το δημοψήφισμα δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από αυτά που ενδεχομένως να ήθελε να λύσει και αυτό δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Εκείνο που χρειάζεται ανάλυση είναι η εξέλιξη του πολιτικού τοπίου τους επόμενους μήνες μέσα από τη δύσκολη οικονομική πραγματικότητα και την δυσθυμία των πολιτών και δη της πάλαι ποτέ θαλερής μεσαίας τάξης. Τα ποσοστά απαισιοδοξίας των ψηφοφόρων, όπως αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων, κυμαίνονται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις 80% περίπου των πολιτών εκτιμούν πως τα πράγματα στη χώρα, πάνε αρκετά και πολύ άσχημα (Στοιχεία από τις Τάσεις της MRB, τις δημοσκοπήσεις του ΠΑΜΑΚ και της Public Issue). Τα δύο μεγάλα κόμματα αν θέλουν να έχουν σοβαρές ελπίδες υπέρβασης της αρνητικής καταψήφισης του αντιπάλου και καλλιέργειας της θετικής υπερψήφισης τους από τους πολίτες, θα πρέπει να εργαστούν, ώστε να περιοριστεί το ραγδαία αυξανόμενο αίσθημα απογοήτευσης και απαισιοδοξίας της Κοινωνίας. Τα κόμματα οφείλουν να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους για τα μείζονα εθνικά προβλήματα της ανεργίας, της υπερφορολόγησης, της προσέλκυσης επενδύσεων, της Υγείας και της Παιδείας πρωτίστως και κατόπιν να ασχοληθούν με τα δευτερεύοντα όπως ο εκλογικός νόμος ή η προσευχή στα σχολεία. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να αποκτήσει αίσθηση των κοινωνικών και πραγματικών προτεραιοτήτων.
Ο νέος διχασμός όμως δεν θα είναι μόνο ανάμεσα σε έναν οιονεί πολιτικό διπολισμό. Ο νέος διχασμός θα επεκταθεί και θα απλωθεί πάνω από την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας. Ήδη το ποτάμι του αντιευρωπαϊσμού φουσκώνει από το αντισυστημικό και ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα, που, μετά το Brexit και τις δυσκολίες υλοποίησης του τελευταίου μνημονίου με ευθύνη και της Κυβέρνησης, φαίνεται πως κερδίζει οπαδούς σε όλο το φάσμα της κομματικής συχνότητας. Η εκτίμηση μας είναι ότι προϊόντος του χρόνου και ανθισταμένης της κρίσης, η αντιευρωπαϊκή τάση θα ενισχύεται επικίνδυνα στη Χώρα με απρόβλεπτες ακόμα συνέπειες και προεκτάσεις για τη θέση της Ελλάδος στην ΕΕ.
Τηλεοπτικές Άδειες: Αγώνας εντός έδρας για την κυβέρνηση με πολλούς όμως…διαιτητές
Έχουμε αναφερθεί ξανά, με πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτό του εκλογικού νόμου, στην προσπάθεια της κυβέρνησης να καλύψει τα όποια πολιτικά αδιέξοδα αντιμετωπίζει στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, προσφεύγοντας στις διεξόδους των «εναλλακτικών λύσεων», ανοίγοντας θέματα τα οποία δεν είναι πρώτης προτεραιότητας για στις τεράστιες αναπτυξιακές και μεταρρυθμιστικές ανάγκες της Χώρας, αλλά προκαλούν κοινωνικό ενδιαφέρον και κυρίως δημιουργούν κάποιες διαχωριστικές γραμμές με αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αποκαλεί «παρελθόν».
Ένα από αυτά τα θέματα είναι και το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών εθνικής εμβέλειας το οποίο κυριαρχεί στην επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα και αποτελεί μια ακόμα αφορμή για πρόκληση διχασμού, όπως αυτού που αναφέραμε παραπάνω. Ένα ζήτημα το οποίο ακροβατεί ανάμεσα σε αρκετά εξειδικευμένες γνώσεις και λεπτομέρειες, τόσο νομικές όσο και τεχνολογικές και γι' αυτό το λόγο εμείς θα σταθούμε καθαρά στο πολιτικό του σκέλος. Ανεξαρτήτως, από το αν και πως τελικά θα επιτευχθεί το σχέδιο της Κυβέρνησης για αλλαγή του τηλεοπτικού τοπίου - προφανώς και με ιδιοτελείς προεκτάσεις επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο των ΜΜΕ- το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών θεωρούμε πως είναι ένα προνομιακό πεδίο άσκησης πολιτικής από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και γι' αυτό το λόγο η κυβέρνηση θα συνεχίσει να το διαχειρίζεται ως προμετωπίδα της πολιτικής της.
Η -για πάνω από 20 χρόνια- θεσμική εκκρεμότητα ρύθμισης του χώρου της Ιδιωτικής Τηλεόρασης στην Ελλάδα, ο διαχρονικός ρόλος των καναλιών στην ανάδειξη ή και πρόκληση των παθογενειών που οδήγησαν τελικά στην ανάφλεξη της κρίσης και της διαχείρισης της με κυρίαρχο πολλές φορές δυστυχώς τον λαϊκίστικο χαρακτήρα τους και η αντίστοιχη εκμετάλλευση τους από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις, οδήγησαν την συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης -επίσημα καταμετρημένης σε μετρήσεις- να θεωρεί τα υπάρχοντα κανάλια αναξιόπιστα και μέρος του προβλήματος.
Η γενικότερη αυτή κοινωνική αίσθηση, σε συνδυασμό με την αδυναμία όλων των πρόθυμων κατά τα άλλα νομοθετημάτων από την δεκαετίας του '90 και μετά να δώσουν μια οριστική και αξιόπιστη λύση, συμβατή με τους κανόνες και την δημοκρατική κουλτούρα του δυτικού κόσμου, πριμοδοτούν σήμερα τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες με λαϊκή απήχηση αλλά και με κοινωνική ανοχή στις όποιες παράτολμες, νομικά, κινήσεις έχει καταγράψει στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Ανεξαρτήτως, από την τελική έκβαση της υπόθεσης, η οποία θα εξαρτηθεί από μια σειρά αποφάσεων Θεσμών του Πολιτεύματος, όπως η Βουλή, το ΣτΕ, οι Ανεξάρτητες Αρχές κλπ., το πολιτικό μήνυμα της «σύγκρουσης και ανατροπής» η κυβέρνηση φαίνεται να το διαχειρίζεται έως τώρα προς όφελος της, ενώ ο αντίλογος που της έχει ασκηθεί στο συγκεκριμένο θέμα μάλλον έχει ενισχύσει ακόμα περισσότερο την στρατηγική της.
Σε ένα ζήτημα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά κοινωνικής αντίληψης, αλλά και με το ιστορικό που το βαρύνει, δεν είναι δυνατόν να ευοδωθεί αντιπολιτευτικά η λογική της τυφλής αντιπαράθεσης. Χρειάζεται αφενός η παραδοχή της διαχρονικής ευαίσθητης θεσμικής εκκρεμότητας και αφετέρου ο προγραμματικός λόγος με την παράλληλη χρήση όλων των συνταγματικών μέσων.
Επιφανειακές τακτικές, πολιτικές κορώνες και επικοινωνιακή διαχείριση στο συγκεκριμένο ζήτημα, το πιθανότερο είναι να καταλήξει σε μπούμερανγκ, όπως συνέβη με την πρόσφατη εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία μετατράπηκε τελικά σε ένα ακόμα άσο στο μανίκι της κυβέρνησης…
Αφελληνισμός Τραπεζών: πολύ αργά για δάκρυα
Πολύς λόγος γίνεται για τον αφελληνισμό των Τραπεζών τις τελευταίες ημέρες. Πρόκειται, όμως, για μία εξέλιξη που έχει συμβεί εδώ και καιρό. Θυμίζουμε ότι το 2013 το ελληνικό Δημόσιο δανείστηκε περίπου 25 δισεκ. Ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Οι ιδιοκτήτες έχασαν τότε τις Τράπεζες, αλλά και τα κεφάλαια που επένδυσαν. Οι Τράπεζες πέρασαν στον έλεγχο του Δημοσίου με ποσοστά έως και 94%.
Κανονικά το Δημόσιο εν ευθέτω χρόνω πωλεί τις μετοχές, ώστε να κερδίσει. Αν το σενάριο αυτό εξελισσόταν ομαλά στην Ελλάδα μετά το 2013, οι μετοχές αυτές θα πωλούνταν σε καλή τιμή. Στα μέσα του 2014 η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών που απέκτησε το Δημόσιο ανερχόταν στα 18,5 δισεκ. Ευρώ, ενώ τέλη του 2015, οι τιμές έφτασαν να αξίζουν 800 εκατ. Ευρώ μόνο!
Ως εκ τούτου και μετά τις παλινωδίες της περιόδου της αβεβαιότητας του δημοψηφίσματος, οι Τράπεζες χρειάστηκαν νέα κεφάλαια που, όμως, θα έπρεπε να προέλθουν αυτή τη φορά από την αγορά. Το Δημόσιο αναγκάστηκε να πωλήσει με μεγάλη ζημιά που ξεπέρασε το 95% σε ορισμένες περιπτώσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν τα Funds να αγοράσουν τις Τράπεζες με 5 δισεκ. μόνο! Ο πραγματικός αφελληνισμός των Τραπεζών τότε συντελέστηκε και με υπαιτιότητα της τακτικής της Κυβέρνησης. Τότε, όχι τώρα που σοβεί η διαμάχη για τα ΔΣ των Τραπεζών και τη στελέχωση του ΤΧΣ.
Η Ευρώπη απέναντι σε μείζονες προκλήσεις
Δεν είναι μόνο το Brexit που επηρεάζει τις εξελίξεις στην ΕΕ. Τα σημαντικά προβλήματα της ΕΕ είναι οι Ιταλικές τράπεζες πρωτίστως και ένα ευρύ πλέγμα προκλήσεων που ξεκινούν από την απήχηση της Ένωσης στους πολίτες μέχρι την κατανόηση της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης ( η πλήρης αυτοματοποίηση, ψηφιοποίηση και ρομποτοποίηση σε συνεχή αλληλοεπίδραση με τον άνθρωπο- cyber-physical systems, internet of things, cloud computing).
Το πρόβλημα των Ιταλικών τραπεζών – ψίθυροι ακούγονται και για τις Πορτογαλικές - πρέπει να το δούμε ενταγμένο στη μεγάλη εικόνα της λειτουργίας και των υπηρεσιών που προσφέρουν οι τράπεζες και της αλλαγής που πρέπει να επέλθει στη λειτουργία τους. Η πιο ριζική λύση είναι μία και σημαίνει ότι οι τράπεζες στην Ευρώπη πρέπει να χωριστούν ως προς τις λειτουργίες τους. Οι τράπεζες δεν πρέπει να ασχολούνται με πάσης φύσεως οικονομική δραστηριότητα.
Η υπόθεση των Ιταλικών τραπεζών συνιστά μία ακόμα περίπτωση διελκυστίνδας ανάμεσα σε ευρωπαϊκούς κανόνες και σε επιμονή για Κρατικές λύσεις, υπό το βάρος του πολιτικού κόστους. Όποια λύση όμως και αν βρεθεί, θα πρέπει να ενισχύει την ασφάλεια των ιδρυμάτων, των καταθέσεων και να μην αποτελέσει θρυαλλίδα για μία νέα κρίση. Τα κόκκινα δάνεια των Ιταλικών τραπεζών ανέρχονται στο δυσθεώρητο ποσό των 360 δισεκ. Ευρώ, τα ανοίγματα των κεντρικών τραπεζών του ευρωπαϊκού Βορρά προς το Νότο αυξάνονται και τα ανοίγματα της Deutsche Bank σε παράγωγα πλησιάζουν τα 50 τρισεκ. ευρώ!
Η Ευρώπη χρειάζεται μία πραγματική τραπεζική ένωση με ευρωπαϊκό σχέδιο εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων και ευρωπαϊκό ταμείο εγγύησης καταθέσεων.
Αυτά είναι τα σοβαρά
- Στην Ευρώπη παρατηρείται πλέον μία κατακόρυφη αύξηση του χάσματος μεταξύ της λεγόμενης κοινωνικό – οικονομικής εξέλιξης των πραγμάτων και της πολιτικής λογικής της εξέλιξης των πραγμάτων. Ο πολιτικός χρόνος συνήθως περιορίζεται στα 4 χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στις εκλογές. Αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία θέλουν να παραμείνουν, ενώ εκείνοι που στην αντιπολίτευση δουλεύουν με γνώμονα να ανέλθουν στην εξουσία. Την ίδια στιγμή, οι περισσότερες κοινωνικό – οικονομικές προκλήσεις χρειάζονται μια συνολική στρατηγική που εκτείνεται σε 12 έως 15 χρόνια, και καλύπτουν έναν εκλογικό κύκλο μεγαλύτερο της μίας τετραετίας. Πώς μπορεί να διασφαλιστεί ότι τέτοιες στρατηγικές θα πρέπει να τηρούνται ως προς την εφαρμογή τους και από διαφορετικές κυβερνήσεις και δεν θα παρασυρθεί από την επόμενη κυβέρνηση η όποια αλλαγή; Αυτό συνιστά μία μεγάλη πρόκληση, καθώς πρέπει να συνδυαστεί η δημοκρατική αρχή και η επιλογή των πολιτών με τη συνέχεια και τη συνέπεια.
- Πώς συνδυάζεται η ποιότητα, η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων με τη δημοκρατική νομιμότητα μέσα στις ασύλληπτες ταχύτητες του παγκοσμιοποιημένου κόσμου; Αν η ΕΕ θέλει να κρατήσει τη θέση της στην παγκόσμια κοινότητα, το ερώτημα αυτό πρέπει να απαντηθεί επαρκώς.
- Οι κανόνες ανταγωνισμού στην ΕΕ και οι απαιτήσεις της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας. Από τη μία πλευρά, και σωστά, οι κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ προσπαθούν να αποτρέψουν τη δημιουργία μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών θέσεων στην ενιαία αγορά. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, για να έχει επιτυχία ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ, την Κίνα και τις ταχέως αναδυόμενες άλλες αγορές και τις γιγάντιες πολυεθνικές η ΕΕ χρειάζεται μία κρίσιμη μάζα μεγάλων και ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, με αιχμή την καινοτομία και την υψηλή τεχνολογία. Η δημιουργία μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αυτής της κλίμακας, όμως, έρχεται σε αντίθεση με τους ισχύοντες κανόνες του παιχνιδιού που τέθηκαν από την πολιτική ανταγωνισμού της ΕΕ.
- Η ΕΕ πρέπει να προετοιμαστεί για την επικείμενη αύξηση της προσφυγικής – μεταναστευτικής πίεσης από τις χώρες της Μ. Ανατολής, αλλά κυρίως της Αφρικής που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ έως το 2050 θα διπλασιάσει τον πληθυσμό της, φτάνοντας τα 2 δισεκ! Αυτή η δημογραφική έκρηξη σε συνδυασμό με τις οικονομική κατάσταση της Ηπείρου και τα εσωτερικά προβλήματα σε αρκετές χώρες της Αφρικής, θα οδηγήσουν αρκετούς στην αναζήτηση μίας άλλης τύχης στην Ευρώπη.
* Ο κ. Γιάννης Μαστρογεωργίου είναι Διευθυντής του Δικτύου. Ο κ. Γιώργος Παπούλιας είναι Πολιτικός Επιστήμονας, συνεργάτης του Δικτύου.