Όσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στο ΝΒΑ γνωρίζουν ότι το μεγάλο ατού του Σλοβένου σούπερσταρ Λούκα Ντόντσιτς είναι οι ασίστ που μοιράζει κατά ριπάς και όχι η εκπληκτική ευστοχία του στα σουτ. Εδώ και δύο εβδομάδες, μετά την ιστορική μεταγραφή του στους Los Angeles Lakers, το δίδυμο που έχει σχηματίσει με τον Lebron James έχει αλλάξει τη δυναμική του φετινού πρωταθλήματος και τον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι: Ντόντσιτς μοιράζει, Λεμπρόν καρφώνει. Και το κοινό εκστασιάζεται.
Οι πάνδημες διαδηλώσεις σε όλην την Ελλάδα για την τραγωδία των Τεμπών μπορούν να εκληφθούν από την κυβέρνηση ως μια πάσα του Λούκα Ντόντσιτς για να «καρφώσει»: «παρ’ το, βαλ’ το». Αυτό που μπορεί να «βάλει» η κυβέρνηση με την «πάσα» που της έδωσαν τα πλήθη στις πλατείες όλης της χώρας είναι η από δεκαετίες ζητούμενη επανίδρυση του κράτους.
Οι διαδηλωτές ζήτησαν, και αποτελεί μόνιμο ζητούμενο του ελληνικού λαού, να σταματήσει να λειτουργεί το ελληνικό δημόσιο με τρόπους που πληγώνουν, ταλαιπωρούν, αποθαρρύνουν, εξαγριώνουν και, μερικές φορές, σκοτώνουν τους πολίτες. Αυτό ζήτησαν, επιπλέον του να αποδοθεί Δικαιοσύνη.
Η κυβέρνηση πρέπει να σταθεί μπροστά στον ελληνικό λαό την άλλη εβδομάδα και να του πει «άκουσα το μήνυμα σου, σέβομαι το αίτημα σου, αγκαλιάζω την επιθυμία σου και εντός μερικών ημερών θα ανακοινώσω ολοκληρωμένο πρόγραμμα επανίδρυσης του κράτους».
Αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ακούγεται. Κατ’ αρχήν, η ψηφιοποίηση των επαφών του δημοσίου με τους πολίτες και των υπηρεσιών που τους προσφέρει έχει βελτιώσει κατά πολύ τα πράγματα και έχει κάνει τη ζωή μας απείρως απλούστερη και καλύτερη. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να ενταθεί και να αγγίξει κάθε πτυχή των σχέσεων μας με το δημόσιο.
Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι πλέον εκεί. Το μεγάλο πρόβλημα είναι το πως θα αποφευχθούν συμπεριφορές όπως αυτή του σταθμάρχη Λάρισας και του μηχανοδηγού της επιβατηγού αμαξοστοιχίας. Με άλλα λόγια, πως θα εξασφαλίσουμε ότι δημόσιοι υπάλληλοι συμπεριφέρονται με αίσθημα ευθύνης.
Το πρώτο βήμα που απαιτείται να γίνει, και έπρεπε να είχε γίνει πριν από 5,5 χρόνια, είναι να επανέλθουν οι γενικοί διευθυντές των υπουργείων, όπως υπήρχαν μέχρι το 1982, δηλαδή να ξαναγίνει η ελληνική δημόσια διοίκηση επαγγελματική και ανεξάρτητη από την κομματική εναλλαγή στην εξουσία, όπως ισχύει στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία, την Ιταλία, κλπ.
Με τον τρόπο αυτό, το δημόσιο αποκτά κανόνες και ιεραρχία και οι αλλαγές κυβερνήσεων δεν επηρεάζουν τη λειτουργία του. Με γενικούς διευθυντές υπουργείων, το δημόσιο λειτουργεί θαυμάσια όποιος και εάν είναι στην κυβέρνηση, ακόμη και εάν χρειαστεί να υπάρξει υπηρεσιακή κυβέρνηση για κάποιο διάστημα. Επίσης, οι επίορκοι ή αδιάφοροι δημόσιοι υπάλληλοι δεν προστατεύονται από κομματικές προσκολλήσεις: υπεύθυνος για την τύχη τους δεν είναι ο εκάστοτε υπουργός αλλά ο επικεφαλής της δημόσιας διοίκησης στο υπουργείο, δηλαδή ο γενικός διευθυντής.
Το δεύτερο βήμα είναι η κατάργηση του Ν.1264/1982 που θεσμοθέτησε τη συνδιοίκηση του δημοσίου από τα κόμματα μέσω των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο συνδικαλισμός στο ελληνικό δημόσιο αποτελεί μια μαύρη σελίδα που γύρισε οριστικά στα χρόνια του μνημονίου. Η συμμετοχή των εργαζομένων στις απεργίες της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, της ΟΛΜΕ, κλπ., τα τελευταία χρόνια δεν ξεπερνούν το 8-10%, στην καλύτερη περίπτωση.
Ο Ν.1264/1982 είναι ένα αναχρονιστικό κατάλοιπο μιας περιόδου της Μεταπολίτευσης που έκανε φοβερό κακό στη χώρα και συνέβαλε αποφασιστικά στη χρεωκοπία του 2010. Η κατάργηση του, εκτός της συμβολικής σημασίας που θα έχει, μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα και την επίτευξη του τρίτου μέτρου που πρέπει να πάρει η κυβέρνηση για την επανίδρυση του δημοσίου: την κατάργηση των πειθαρχικών συμβουλίων.
Πολλοί συμπατριώτες μας επαναλαμβάνουν με αγανάκτηση ότι εάν δεν καταργηθεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ το ελληνικό δημόσιο. Αυτό δεν ισχύει.
Το πρόβλημα δεν είναι η μονιμότητα. Το πρόβλημα είναι ότι το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του δημοσίου εξασφαλίζει την ΑΣΥΛΙΑ, όχι τη μονιμότητα. Με άλλα λόγια, εξασφαλίζει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν να ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντα τους ή διαπράττουν απιστία προς την υπηρεσία τους χωρίς συνέπειες. Εάν αυτή η κατάσταση αλλάξει τότε το πρόβλημα των ανεύθυνων συμπεριφορών δημοσίων υπαλλήλων, που πληγώνουν τους πολίτες, θα έχει, κατά μεγάλο μέρος, λυθεί.
Κανείς δεν είναι τρελός να συμπεριφέρεται με παραβατικό τρόπο στη δουλειά του εάν αυτό μπορεί να σημαίνει απόλυση του. Όχι, επειδή ψηφίζει κάποιο κόμμα, αλλά γιατί δεν προσέρχεται στην εργασία του, την ασκεί αδιάφορα ή πλημμελώς, συμπεριφέρεται απαράδεκτα και ενεργεί προς ίδιον όφελος.
Πάρτε παράδειγμα τη Δικαιοσύνη, όπου, σε τακτική βάση, απολύονται δικαστικοί λειτουργοί λόγω πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων τους.
Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός πρέπει να καταργηθούν τα πειθαρχικά συμβούλια των δημοσίων υπαλλήλων, στα οποία συμμετέχουν κρατικοδίαιτοι συνδικαλιστές. Και εάν η κυβέρνηση δεν μπορεί από μόνη της να σχεδιάσει μια αδιάβλητη διαδικασία κρίσης παραβατικών δημοσίων υπαλλήλων ας ζητήσει βοήθεια από το γαλλικό, το ιταλικό ή το γερμανικό δημόσιο. Αυτοί το κάνουν επί αιώνες και το κάνουν καλά.
Η κυβέρνηση έχει μια μοναδική («once in a lifetime») ευκαιρία να επανιδρύσει το ελληνικό δημόσιο, η οποία της παρουσιάστηκε απροσδόκητα, χωρίς να το περιμένει και χωρίς να το έχει σχεδιάσει. Είναι όμως εδώ, τώρα και δεν αμφισβητείται. Το εάν η κυβέρνηση θα την αδράξει θα αποτελέσει οδηγό για τις προθέσεις και τις ικανότητες της στο εναπομείναν της θητείας της.
Το πράγμα είναι απλό: εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες κατέβηκαν στους δρόμους και ζήτησαν να μην ξαναγίνει το δυστύχημα των Τεμπών. Εάν η κυβέρνηση δει το ποτήρι αυτό ως μισοάδειο, θα οχυρωθεί στο Μαξίμου και θα αναλωθεί σε κοκορομαχίες στα κανάλια της τηλεόρασης με τους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, που άλλο δε θέλουν.
Εάν όμως η κυβέρνηση δει το ποτήρι μισογεμάτο, θα χρησιμοποιήσει τις διαδηλώσεις σαν βατήρα για να αλλάξει πραγματικά τη χώρα, επανιδρύοντας το ελληνικό δημόσιο – με εντολή του ελληνικού λαού. Και όποιος σταθεί στο δρόμο της θα είναι ο υποκριτής που δεν θέλει, στην πραγματικότητα, ένα πιο αποτελεσματικό δημόσιο αλλά να σκοράρει μικροκομματικά κέρδη πάνω στον ανθρώπινο πόνο.
Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι διδάκτορας χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, έχει διατελέσει στέλεχος σε τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρίες στις ΗΠΑ και την Ελλάδα και είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.