Η απόφαση του Α Τμήματος του Αρείου Πάγου για τη συμμετοχή συνδυασμών κομμάτων στις επικείμενες εκλογές ήταν λογική και αναμενόμενη βάσει του νέου νομοθετικού πλαισίου (άρθρο 102 ν. 5019/2023).
Με ψήφους 9-1 «έκοψε» το «κόμμα Κασιδιάρη», λόγω ευθείας συμμετοχής του ίδιου του καταδικασμένου για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση προσώπου, ενώ ομόφωνα επέτρεψε τη συμμετοχή του «κόμματος Κανελλόπουλου», προσώπου που είχε για ένα διάστημα «φλερτάρει» με τον κ. Κασιδιάρη, πριν τελικά κόψει τους δεσμούς του και αλλάξει το όνομά του.
Η απόφαση δεν είναι μόνο ορθή, είναι και ιστορική: για πρώτη φορά δόθηκε η δυνατότητα στη δημοκρατία να αμυνθεί στην εκ των έσω κατάλυση της, από πρόσωπα και κόμματα τα οποία, με τη δράση τους κι όχι με την ιδεολογία τους, είχαν ήδη δώσει τέτοια δείγματα.
Οι όποιοι θεωρητικοί προβληματισμοί για το όριο των ανεκτών, εντός του πολιτεύματός μας, περιορισμών της κομματικής δράσης, απαντήθηκαν ξεκάθαρα, θέλω να πιστεύω, από το γεγονός ότι ένα πρόσωπο που, ως μέλος της Χρυσής Αυγής, είχε πολεμήσει, με πραγματικά και όχι με φραστικά όπλα, τη δημοκρατία, και που τώρα επιθυμούσε να συνεχίσει, από άλλο κόμμα, αυτόν τον πόλεμο, δεν θα βρίσκεται στη Βουλή. Ενώ αν δεν είχε ψηφιστεί η νομοθετική διάταξη και δεν είχε βγει η χτεσινή απόφαση, θα βρισκόταν, από τη φυλακή, στη Βουλή.
Λιγότερο προφανείς και πιο σύνθετες είναι οι εκλογικές και ευρύτερα πολιτικές συνέπειες του αποκλεισμού του «κόμματος Κασιδιάρη». Οι βασικοί προβληματισμοί έχουν να κάνουν με το πού θα «πάνε» οι ψήφοι που προορίζονταν για το «κόμμα Κασιδιάρη» και με το αν ο αποκλεισμός θα πυροδοτήσει νέα, ή και εκτός ελέγχου, ένταση στον προεκλογικό αγώνα. Για αμφότερα, το κλειδί κρατά, εν τη σοφία του, το εκλογικό σώμα.
Ως προς την κατεύθυνση της ψήφου των αποκλεισθέντων, υπάρχει μια διπλή «ισχυρή πιθανότητα», σχεδόν βεβαιότητα: ότι οι ψήφοι δεν θα διοχετευθούν προς τη Νέα Δημοκρατία και ότι θα φουσκώσουν τα ποσοστά του «αντισυστημισμού».
Το κυβερνών κόμμα εκλαμβάνεται ως «υπεύθυνο» για τον αποκλεισμό και έναντί του, «πέραν του καλού και του κακού», δηλαδή, με εκλογικούς όρους, πέραν οποιασδήποτε σχέσης επί του άξονα Δεξιά - Αριστερα, για όλους τους δυνητικούς ψηφοφόρους του «κόμματος Κασιδιάρη» προτιμότερο κόμμα εξουσίας κατέστη, μακράν, ο Σύριζα.
Η στάση του τελευταίου, μέσω της διπλής αποχής του από την επίμαχη υπόθεση - αποχή κατά την ψήφιση της διάταξης στη Βουλή, αποχή από την υποβολή υπομνήματος ενώπιον του Αρείου Πάγου - δείχνει διάθεση, αν όχι υποδαύλισης, πάντως εκμετάλλευσης αυτού του γεγονότος.
Μπορεί, ωστόσο, να γυρίσει μπούμερανγκ, όπως έγινε και με την τελική συμπερίληψη Πολάκη στους συνδυσμούς του Σύριζα: η αποκοπή όχι πλέον από τη «μεσαία», αλλά αυτή τη φορά και από τη δημοκρατική τάξη, μπορεί να αφαιρέσει περισσότερες ψήφους και, σίγουρα, περισσότερη αξιοπιστία, από όση θα προσθέσει.
Ακόμα πιθανότερο, στις πρώτες τουλάχιστον εκλογές, είναι οι ψήφοι του «κόμματος Κασιδιάρη» να πάνε προς το κόμμα Κανελλόπουλου, ή το κόμμα Βελόπουλου.
Αν το πρώτο απλώς «φουσκώσει», λόγω της δανεικής δημοσιότητας που του δόθηκε με την εμπλοκή του με το «κόμμα Κασιδιάρη», αλλά δεν καταφέρει - όπως είναι το πιθανότερο - να μπει στη Βουλή, τότε θα πρόκειται για τον ορισμό της χαμένης ψήφου.
Το δε κόμμα Βελόπουλου, ούτως ή άλλως θα έμπαινε στη Βουλή, τουλάχιστον φρόντισε να αυτο-αποκλειστεί και από κυβερνητικός εταίρος. Η αποχή θα ενισχυθεί επίσης σίγουρα από τον αποκλεισμό, αλλά αυτό είναι ένα πολύ γενικότερο και πολύ δημοκρατικότερο ζήτημα από την προσπάθεια επιβίωσης της Χρυσής Αυγής με άλλο όνομα.
Ως προς την κατεύθυνση της οργής των αποκλεισθέντων, πιστεύω ότι η απειλή είναι πιο ύπουλη αλλά και πιο επικίνδυνη. Όσο κι αν είναι εκτός κάθε λογικής - τα όρια, όμως, της λογικής έχουν ήδη τανυσθεί πέρα από το όριο τους στις μέρες μας - πρόσωπα και κόμματα που χτύπησαν πισώπλατα τη δημοκρατία να εμφανίζονται ξαφνικά ως υπερασπιστές της (επειδή «κόπηκαν» οι ίδιοι, όχι γιατί κινδυνεύει η δημοκρατία), οι κραυγές τους μόνο κακό μπορούν να κάνουν.
Και κραυγές θα υπάρξουν - υπάρχουν ήδη - για «κάλπικη δημοκρατία», «προειλημμένες αποφάσεις» και «στημένο παιχνίδι».
Μόνο ο λαός μπορεί, με τη στάση και με την ψήφο του, να μην αφήσει τέτοιες φωνές να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και κυρίως το πολιτικό κλίμα. Γιατί η χώρα και η δημοκρατία της θα έχουν και μετεκλογική μέρα - αντίθετα από τους θιασώτες και τους νοσταλγούς της βίας.
* Ο Κωστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος