Αν κάτι μας χαρακτηρίζει ως Έλληνες, είναι η ιστορική μας κληρονομιά στην παιδεία, μια κληρονομιά που ταξιδεύει πίσω στους αιώνες – από τους αρχαίους φιλόσοφους έως τους διαφωτιστές και τις σύγχρονες ερευνητικές κοινότητες. Τα «Ωνάσεια Σχολεία» θα μπορούσαν να παντρέψουν αυτήν ακριβώς την παράδοση με καινοτόμες πρακτικές μάθησης, συνδυάζοντας τη βαθιά κουλτούρα μας με τις τελευταίες εξελίξεις στην τεχνολογία, την επιστήμη και την επιχειρηματικότητα. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να διαμορφώσουμε ολοκληρωμένους πολίτες, ικανούς να τιμούν το παρελθόν και, ταυτόχρονα, να σταθούν με αυτοπεποίθηση στο απαιτητικό περιβάλλον του αύριο.
Αν πάρουμε για παράδειγμα τον Γιώργο, έναν μαθητή που αγαπά τη φυσική, αλλά η σχολική του πραγματικότητα δεν του προσφέρει τα κατάλληλα εργαλεία για να αναπτύξει τις γνώσεις του και να ικανοποιήσει την περιέργειά του, ή τη Μαρία, μια μαθήτρια με πάθος για την τέχνη που δεν έχει την ευκαιρία να εκφραστεί δημιουργικά μέσα από το σχολικό πρόγραμμα σπουδών, τότε η ανάγκη για αλλαγή γίνεται όλο και πιο επιτακτική.
Αυτό το «κενό» προσπαθούν να καλύψουν τα «Ωνάσεια Δημόσια Σχολεία». Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που φιλοδοξεί να φέρει τη σχολική εκπαίδευση στην Ελλάδα, στον 21ο αιώνα. Μια συνεργασία ανάμεσα στο υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού και το Ίδρυμα Ωνάση, που στοχεύει στον εκσυγχρονισμό των δημόσιων σχολείων, παρέχοντας σύγχρονα εκπαιδευτικά εργαλεία, μεθόδους διδασκαλίας και υποδομές που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες.
Ας φανταστούμε τώρα, λοιπόν, μια σχολική αίθουσα που δεν θυμίζει σε τίποτα την τυπική εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας. Τα θρανία δεν βρίσκονται πια στη γραμμική διάταξη που όλοι γνωρίζουμε, αλλά έχουν διαμορφωθεί σε μικρές ομάδες εργασίας, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία. Ένας διαδραστικός πίνακας προβάλει ψηφιακές εφαρμογές, μέσα από τις οποίες οι μαθητές εξερευνούν την ιστορία, εμβαθύνουν στις φυσικές επιστήμες ή ανακαλύπτουν τον προγραμματισμό.
Οι εκπαιδευτικοί, έχοντας λάβει κατάλληλη επιμόρφωση, ξεφεύγουν από τον ρόλο του «δασκάλου που παραδίδει ύλη» και μετατρέπουν τη μαθησιακή διαδικασία σε μια πιο ολοκληρωμένη, βιωματική εμπειρία. Ίσως, για πολλούς, όλα αυτά να θυμίζουν ένα μακρινό όραμα. Αυτό όμως επιδιώκει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να φέρει με τη σύμβαση μεταξύ Δημοσίου και Ιδρύματος Ωνάση. Πρόκειται για 22 σχολεία (11 Γυμνάσια και 11 Γενικά Λύκεια) που θα λειτουργήσουν σε περιοχές της χώρας που αντιμετωπίζουν κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις.
Χαρακτηριστικά, ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Κυριάκος Πιερρακάκης, επισημαίνει σε δήλωσή του πως «ο στόχος των συστημάτων παιδείας πρέπει να είναι ο κάθε μαθητής, το κάθε παιδί, να απελευθερώνει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού του».
Ωστόσο, στην Ελλάδα συχνά κρατάμε μια «φοβική» στάση απέναντι στην ιδιωτική πρωτοβουλία, λες και κάθε προσπάθεια εκτός κρατικού πλαισίου απειλεί το δημόσιο συμφέρον. Η αλήθεια, όμως, είναι λίγο διαφορετική. Το Ίδρυμα Ωνάση, με μακρά ιστορία προσφοράς στον πολιτισμό, την επιστήμη και την εκπαίδευση, επενδύει σε σχολεία που μπορούν να λειτουργήσουν ως πρότυπα για ολόκληρο το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Εξάλλου, σύμφωνα και με τη σχετικά πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ (Education at a Glance 2022), όσες χώρες επενδύουν συστηματικά στην αναβάθμιση των σχολείων τους – αξιοποιώντας και ιδιωτικούς πόρους – πετυχαίνουν υψηλότερες επιδόσεις σε τομείς όπως η τεχνολογία, η κριτική σκέψη και η συνεργασία. Επομένως, δεν μιλάμε για κάτι ασαφές ή θεωρητικό, αλλά για μια παγκόσμια τάση που μας δείχνει ότι η σύμπραξη δυνάμεων «μεγαλώνει την πίτα» των ευκαιριών.
Ως ΟΝΝΕΔ υποστηρίζουμε κάθε προσπάθεια που ενδυναμώνει τους νέους και δίνει ουσιαστική προοπτική στο μέλλον τους. Θέλουμε να δούμε τα «Ωνάσεια Σχολεία» να ξεφεύγουν από το στάδιο της «καλής ιδέας» και να γίνονται πράξη για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Γιατί, κάθε φορά που ένας μαθητής πιστεύει περισσότερο στον εαυτό του, ανακαλύπτει ένα επιστημονικό ή καλλιτεχνικό ταλέντο και εμπνέεται από το σχολείο, κερδίζει και ο ίδιος, αλλά και η χώρα μας στο σύνολό της.
Εν κατακλείδι, τα «Ωνάσεια Σχολεία» δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια «ιδιωτική απειλή», αλλά ως μια ξεκάθαρη προοπτική βελτίωσης τους εκπαιδευτικού συστήματος της Ελλάδας. Μπορούν να σηματοδοτήσουν την αναβάθμιση της ελληνικής εκπαίδευσης, αρκεί να αξιοποιηθούν σωστά, με όρους διαφάνειας και πρόσβασης για όλους. Είναι η στιγμή να αφήσουμε πίσω φοβικές αντιλήψεις και να συνειδητοποιήσουμε ότι οι μεγάλες αλλαγές έρχονται όταν το δημόσιο συμφέρον συναντά τον επαγγελματισμό και το όραμα.
*Σταματίνα Αντωνίου, Τομεάρχης Παιδείας & Δια Βίου Μάθησης του Πολιτικού Συμβουλίου της ΟΝΝΕΔ