Του Τάσου Ευαγγελίου
Η ατμόσφαιρα στο υπουργικό γραφείο στις 25 Ιουλίου, δύο μήνες πριν περίπου, ήταν «καθησυχαστική και ήρεμη». Η συνάντηση με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Thomas Cook, Πίτερ Φανκχάουζερ κυλούσε ευχάριστα με τον Έλληνα υπουργό Τουρισμού να δηλώνει, μέσω twitter, ότι το συμπέρασμα που έβγαλε είναι πως η εταιρεία, που βάρεσε κανόνι, θα παραμείνει ηγέτιδα «στο πεδίο του τουρισμού».
Ο Χάρης Θεοχάρης, δεν μπορούσε να ξέρει φυσικά τι θα ακολουθήσει. Όταν ένας διευθύνων σύμβουλος ενός κολοσσού προβαίνει σε διαβεβαιώσεις ενώπιον σου δεν έχεις λόγο να τον αμφισβητείς.
Ο κ. Θεοχάρης δήλωσε μετά τη συνάντηση ότι: «Είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Thomas Cook, κ. Πίτερ Φανκχάουζερ, στις 25 Ιουλίου, για να συζητήσουμε τις προοπτικές της αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μας. Ο κ. Φανκχάουζερ περιέγραψε λεπτομερώς την κατάσταση της εταιρείας και μας διαβεβαίωσε ότι η Thomas Cook θα παραμείνει μια από τις κορυφαίες εταιρείες παγκοσμίως στον τομέα του τουρισμού. Η συνάντηση έλαβε χώρα κάτω από ένα πολύ καθησυχαστικό και συνεργατικό κλίμα και η αίσθηση που έλαβα ήταν ότι συνεχίζουμε κανονικά τη μεταξύ μας συνεργασία».
Minister of Tourism Harry Theoharis said : "I had the opportunity to meet with the CEO of Thomas Cook, Mr Peter Fankhauser, on July 25th, in order to discuss the prospects of our mutually beneficial cooperation." 1/3 #tourism @htheoharis @ThomasCookUK #visitgreece #mintourgr pic.twitter.com/RFgWkbW1xb
— Υπουργείο Τουρισμού (@MinTourGR) 26 Ιουλίου 2019
Το πρόβλημα της Thomas Cook όμως δεν προέκυψε από το πουθενά. Τον Φεβρούαριο είχε ανακοινωθεί η πρόθεσή του ομίλου να προχωρήσει σε πώληση των κερδοφόρων αερογραμμών της για να συγκρατήσει τις απώλειες.
Τον Μάιο, φέρεται να αποκάλυψε πως ο καθαρός δανεισμός της είχε φθάσει το δυσθεώρητο ύψος των 1,2 δισ. λιρών, ενώ τους τελευταίους μήνες οι μετοχές έπεφταν συνεχώς.
Τον Ιούλιο μόλις, είχαν ανακοινωθεί και οι διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωση ύψους 750 εκατ. λιρών, με χρηματοδότηση από την κινεζική Fosun. Προμηθευτές και ξενοδοχεία ζητούσαν όλο και μεγαλύτερες προκαταβολές ενώ είχε αρχίσει και η μείωση της ζήτησης από τους καταναλωτές όπως τουλάχιστον έγραφαν και διεθνή μέσα ενημέρωσης.