Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν την πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Ν.Δ. δίνοντας στην κυβερνώσα παράταξη ένα προβάδισμα σημαντικό εν μέσω μάλιστα της συνταγματικά καθορισμένης θητείας της. Καταγράφουν όμως και κάτι ακόμη. Μια σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα σε ένα ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 22% και 24% το οποίο του επιτρέπει να συντηρεί την άκρως επιθετική του πολιτική και τον ακραίο και εν πολλοίς διχαστικό λόγο αφού ακόμη και όσοι εμφανίζονται δυσαρεστημένοι δε δείχνουν πρόθεση μετακίνησης ειδικά προς το όμορο κόμμα της κεντροαριστεράς το ΚΙΝΑΛ.
Ο Πρωθυπουργός σε όλες τις δημοσκοπήσεις και τις τρεις τελευταίες που είδαν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διήμερο (Pulse, Opinion Poll και εξαμηνιαίες Τάσεις της MRB) εμφανίζεται όχι απλά να διατηρεί και ως επικεφαλής του κόμματος της Ν.Δ. την πρωτοκαθεδρία αλλά και να διεισδύει όλο και περισσότερο στο κέντρο. Αυτό που ο Αλέξης Τσίπρας αποκάλεσε μεσαίο χώρο.
Ξεπερνώντας τα όρια της κεντροδεξιάς ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλύπτει μέρος του κέντρου διαγράφοντας διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος και ιδεοληπτικές αναφορές του παρόντος, όπως αυτές καθίστανται μέρος του αφηγήματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί «νέα Δεξιάς» και «καθεστωτικών νοοτροπιών»
Όμως και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα νοητό όριο. Είναι αυτό που χαράχτηκε και στις τελευταίες εκλογές μέσα από τις επιλογές των ψηφοφόρων που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ εκτιμώντας πως θα αλλάξει νοοτροπία και θα κινηθεί στο χώρο της κεντροαριστέρας ενδεχομένως, αλλά και το ΚΙΝΑΛ της Φώφης Γεννηματά.
Από το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ με βάσει τις δημοσκοπήσεις έχει αναχωρήσει ένα κομμάτι που αγγίζει ή και ξεπερνά το 7% και το οποίο κινείται εν μέρει ακόμη και προς τη Ν.Δ. αλλά πλειοψηφικά αναζητεί έκφραση στο κέντρο και την κεντροαριστερά χωρίς να καταλήγει στο σημερινό ΚΙΝΑΛ.
Ένα ΚΙΝΑΛ που επιχειρεί να πατήσει μεν σε δύο βάρκες, γέρνει όμως επιχειρώντας να ασκήσει αντιπολίτευση προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και μετατρέπεται σε θέματα κυρίως που απασχολούν την επικαιρότητα σε ένα είδος παρακολουθήματος της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευση και των υψηλών τόνων του Αλέξη Τσίπρα.
«Θυμίσατε τον Αλέξη Τσίπρα χωρίς το ίδιος ταλέντο στο ψέμα και τον λαϊκισμό» έλεγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθυνόμενος στη Φώφη Γεννηματά τον περασμένο Απρίλιο ενώ τον Ιούνιο στη συζήτηση για το ασφαλιστικό τόνιζε: «Άκουσα ένα κρεσέντο μηδενισμού και αφορισμού με αναμάσημα ξεπερασμένων κλισέ, όλα μαύρα στο νομοσχέδιο. Είχα την εντύπωση ότι δεν άκουσα εσάς, αλλά άκουγα τον κ.Τσίπρα και πρέπει να σας δώσω μία φιλική συμβουλή: Μεταξύ του πρωτοτύπου και του αντίγραφου, πάντα το πρωτότυπο θα διαλέγουν οι πολίτες»
Οι φράσεις αυτές του Πρωθυπουργού αναδεικνύουν και την εικόνα του σημερινού ΚΙΝΑΛ. Μια εικόνα η όποια επί της ουσίας επιτρέπει τον Αλέξη Τσίπρα να ατενίζει το πολιτικό του μέλλον χωρίς ιδιαίτερο άγχος ακόμη και αν χάσει τις επόμενες διπλές εκλογές όποτε και αν αυτές τελικά γίνουν.
Πρώτα απ όλα. Παρά τη σχετική γκρίνια και το γεγονός πως αρκετοί ψηφοφόροι του 2019 δηλώνουν (3 στους 10) δηλώνουν ικανοποίηση από πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη στις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστά που κινείται μεταξύ του 22% και του 24% εμφανίζεται σταθερά να δηλώνει πως θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και Αλέξη Τσίπρα (είναι ανάλογα τα ποσοστά του στο ερώτημα περί καταλληλότητας για πρωθυπουργός).
Αυτό σημαίνει ότι:
1. η δεύτερη θέση, εφόσον το ΚΙΝΑΛ δεν αποτελέσει μια εναλλακτική λύση, είναι δεδομένη
2. η κυριαρχία του στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα αμφισβητηθεί ακόμη και μετά από νέες ήττες εκλογικές
3. το κενό στην κεντροαριστερά μπορεί και να περιμένει να ολοκληρώσει την αριστερή του στροφή αφού δεν υπάρχει στον ορίζοντα, με βάσει τα σημερινά δεδομένα, ικανός αντίπαλος και διεκδικητής.
Με απλά λόγια, όσο το ΚΙΝΑΛ κινείται σε αυτά τα επίπεδα και με αυτή την τακτική που προκαλεί αντιδράσεις στους ίδιους τους ψηφοφόρους του και όσο δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα μια σοβαρή εναλλακτική λύση στο χώρο της κεντροαριστεράς, ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να σχεδιάζει το πολιτικό του μέλλον και να παραμείνει στο προσκήνιο αναμένοντας το επόμενο στραβοπάτημα ή τη φυσική φθορά μετά από μια δεύτερη τετραετία της σημερινής κυβέρνησης.
Και αποκτά παράλληλα και τον απαραίτητο χρόνο για μια εσωκομματική εκκαθάριση με όλους όσοι αμφισβητούν τον αρχηγικό του ρόλο γκρινιάζοντας ή πετώντας πέτρες στα τζάμια της Κουμουνδούρου αλλά αποφεύγοντας ανοιχτές ρήξεις και αντιδράσεις αποδεχόμενοι ακόμη και στελέχη όπως ο Παύλος Πολάκης που ειδικά στη φάση της πανδημίας προκάλεσε κλυδωνισμούς στο κόμμα με την αντιεμβολιαστική του στάση.
Με ένα ποσοστό που ίσως στις κάλπες αυξηθεί πέραν του 24% ή ακόμη και αν μειωθεί, το οποίο θα αναγορεύει τον ίδιο αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο εσωκομματικό πεδίο θα είναι εύκολο για τον Αλέξη Τσίπρα να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Το γεγονός δε πως στο χώρο της κεντροαριστεράς το ΚΙΝΑΛ, με βάσει τα δεδομένα και τις καταγραφές στις δημοσκοπήσεις που γίνονται σήμερα, αδυνατεί να αναλάβει τον ενεργό ρόλο που απαιτείται δίνει το δικαίωμα στον επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ να θεωρεί πως διαθέτει και τον απαιτούμενο χρόνο για μελλοντικές κινήσεις που θα οδηγήσουν σε μια διείσδυση που θα επιτρέψει να ξεπεράσει και τη λογική (την οποία ο Νίκος Φίλης περιέγραψε) του ενάμιση κόμματος.
Μόνος κίνδυνος σε αυτούς τους σχεδιασμούς η εμφάνιση μιας εναλλακτικής λύσης ή μια αλλαγή στο ΚΙΝΑΛ που θα λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για τον… επαναπατρισμό στελεχών που είτε συνωστίζονται στο χώρο των αναποφάσιστων είτε ακολουθούν, όχι όμως με τον παλαιότερο ενθουσιασμό, τον ΣΥΡΙΖΑ με την ελπίδα πως θα επανέλθει στο μέλλον σε τροχιά εξουσίας.