Μεταξύ 6 και 9 Ιουνίου, το σύνολο των Ευρωπαίων πολιτών καλούνται στις κάλπες να ψηφίσουν για τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη σε δυνητικό αριθμό συμμετεχόντων ψηφοφόρων παγκόσμια εκλογική αναμέτρηση, πίσω από αυτή της Ινδίας. Δυστυχώς, η σημασία της συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης παραμένει εν πολλοίς άγνωστη για την πλειοψηφία του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος, στην Ελλάδα αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Οι περισσότεροι πολίτες αδιαφορούν για τις εκλογές αυτές ή τις προσεγγίζουν μέσα από μια καθαρά εθνική σκοπιά, με αποτέλεσμα οι Ευρωεκλογές να θεωρούνται ευρέως «εκλογές δεύτερης τάξης». Ο χαρακτηρισμός αυτός απέχει παρασάγγας από την πολιτική πραγματικότητα, καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει καίριο ρόλο στην ενωσιακή νομοθετική διαδικασία αποτελώντας πλέον ισότιμο συν-νομοθέτη του Συμβουλίου Υπουργών στη μεγάλη πλειοψηφία των θεμάτων. Έτσι, οι Ευρωεκλογές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές της ΕΕ για τον επόμενο πενταετή πολιτικό κύκλο. Με αυτό τον τρόπο, η πολιτική αδιαφορία έχει πολυ-επίπεδες συνέπειες, όχι μόνο σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε εθνικό και σε ατομικό επίπεδο.
Η αδιαφορία αυτή τροφοδοτείται από την αίσθηση αποσύνδεσης των πολιτών με το Ευρωπαϊκό θεσμικό και πολιτικό οικοδόμημα, καθώς η «Ευρώπη» θεωρείται κάτι ξένο, απόμακρο και άσχετο με την καθημερινότητά μας. Βέβαια, στη χώρα μας, βρίθουν οι αναφορές στο μεγάλο χρέος της Ευρώπης προς την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος είναι θεμέλιος λίθος του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής με τις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αξίες και αρχές του. Θεωρούμε δεδομένο και διακηρύσσουμε ότι η Ευρώπη θα ήταν διαφορετική χωρίς την ελληνική κληρονομιά.
Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, να νιώθουμε δεμένοι με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό από τα υπόλοιπα μέλη της. Η πραγματικότητα, όμως, έρχεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες.Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, με στοιχεία από το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, ποσοστό 60% των Ελλήνων δεν αισθάνονται κανένα δέσιμο με την ΕΕ. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό σε όλα τα κράτη μέλη. Η Ελλάδα και Τσεχία, μάλιστα, είναι οι μόνες χώρες με μειοψηφικά ποσοστά ως προς το αίσθημα σύνδεσης με την ΕΕ.
Ακόμα και σε χώρες εκτός ΕΕ, όπως η Αλβανία, η πλειοψηφία των πολιτών (73%) αισθάνεται συνδεδεμένη με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μνημονιακή εμπειρία σίγουρα έχει αφήσει κι εδώ το στίγμα της, ενισχύοντας παραδοσιακά αντι-Ευρωπαϊκές κοινωνικές δυνάμεις που εμφιλοχωρούν στην ελληνική κοινωνία.
Κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ότι τα στοιχεία αυτά είναι παραπλανητικά καθώς παρουσιάζουν τον βαθμό σύνδεσης των πολιτών με την Ευρωπαϊκή Ένωση κι όχι με την Ευρώπη γενικότερα.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει: η Ελλάδα αποτελεί το μοναδικό κράτος μέλος, όπου η πλειοψηφία των πολιτών δεν αισθάνεται ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την Ευρώπη γενικά (και όχι μόνο με την ΕΕ). Ακόμα και οι Τσέχοι πολίτες, οι οποίοι δεν νιώθουν κάποιο ιδιαίτερο δέσιμο με την ΕΕ, αισθάνονται Ευρωπαίοι σε ποσοστό 60%, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό μόλις που αγγίζει το 45%.
Με άλλα λόγια, διαφαίνεται μια ουσιαστική διαφοροποίηση της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη και μια πρόδηλη άρνηση αποδοχής των κοινών συνισταμένων της εθνικής με την Ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Το βασικό συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι οι Έλληνες πολίτες δεν αισθάνονται κάποια ιδιαίτερη συναισθηματική ή ταυτοτική σύνδεση με το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αυτή η έλλειψη σύνδεσης επιφέρει φυσιολογικά και μια πολιτική αδιαφορία για τα τεκταινόμενα στις Βρυξέλλες, αυξάνοντας περαιτέρω τη ροπή προς την αποχή. Για το λόγο αυτό είναι επιτακτικό να ενταθεί η προσπάθεια κινητοποίησης των Ελλήνων πολιτών εν όψει των Ευρωεκλογών.
Η προσπάθεια αυτή δεν θα πρέπει να εστιάσει τόσο στο θυμικό, δεδομένης της απουσίας κάποιας ισχυρής συναισθηματικής διασύνδεσης με την ΕΕ, όσο στο λογικό, με την επισήμανση των πολλαπλών ωφελειών που απορρέουν από τη συμμετοχή της χώρας μας στο ενωσιακό γίγνεσθαι και της θετικής επιδραστικότητας της ΕΕ στην καθημερινότητα των πολιτών.
* Ο Αντώνης Παπακώστας είναι πρώην στέλεχος της ΕΕ και ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Προγράμματος «ΑριάνΚοντέλλη» ΕΛΙΑΜΕΠ.