Η πρόσφατη δολοφονία οπαδού της ΑΕΚ από χούλιγκανς της Ντιναμό Ζάγκρεπ, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε μια θύελλα διαμαρτυριών και ένα παροξυσμό αλληλοκατηγοριών, οι οποίες δεν περιορίστηκαν στο πολιτικό επίπεδο, αλλά επεκτάθηκαν σε συλλογικές και ατομικές αντεγκλήσεις.
Το βρίσκω λογικό και εύκολα ερμηνεύσιμο το φαινόμενο. Η δολοφονία είναι μια αποτρόπαια πράξη, η οποία θέτει τον θύτη αυτομάτως εκτός κοινωνίας, εκτός πολιτισμού, αλλά και του συνόλου των ηθικών αξιών που καθορίζουν τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές.
Εκείνο που δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμο, είναι η διαχρονική, αιδήμων σιωπή της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της απέναντι στο πρόβλημα της βίας καθεαυτής. Δεν θυμάμαι, φερ’ ειπείν, να έχει γίνει κάποια συζήτηση στο ελληνικό κοινοβούλιο για το ζήτημα της πολιτικής βίας που ταλάνισε τη χώρα το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολιτευτικής περιόδου. Υπήρχαν και υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες αποφεύγουν αυτή τη συζήτηση, όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Έχουμε συζητήσει άπειρες φορές την αστυνομική βία, όταν αυτή ασκείται αδίκως και με υπερβάλλοντα ζήλο, αλλά κανείς δεν τολμά να συζητήσει ή έστω να θίξει δημόσια την καταδικαστέα, επίσης, άσκηση βίας από πλευράς «διαδηλωτών», «μπαχαλάκηδων», «συλλογικοτήτων» κ.λπ. Και στην μεν την περίπτωση της αστυνομίας, υπάρχει ο συνταγματικά κατοχυρωμένος έλεγχος της εξουσίας μέσω του κοινοβουλίου και της δικαστικής εξουσίας, για τους δε «διαδηλωτές» υπάρχει πάντα ένα περίεργο δίχτυ προστασίας που υψώνεται από πολιτικά κόμματα, ΜΜΕ, ΜΚΟ και διάφορες συλλογικότητες αγνώστου έδρας, νομιμοποίησης, χρηματοδότησης κ.λπ.
Αρχής γενομένης από την πολιτική βία, η ελληνική κοινωνία, αρνείται πεισματικά να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα και να δει πως σήμερα η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή της βίας και αγκαλιάζει όλες τις μορφές της ανθρώπινης δραστηριότητας, από την οικογένεια και το σχολείο, μέχρι τη μουσική και την οδηγική συμπεριφορά.
Έχουμε μήπως συζητήσει ποτέ σοβαρά το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας, η οποία τόσο κατά, όσο και μετά την πανδημία, έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις; Όχι. Απλά κάθε φορά που ακούμε για μία αποτρόπαια πράξη αγανακτούμε, με τη διαφορά που λίγες στιγμές αργότερα το ξεχνούμε.
Το ίδιο ισχύει και για τη βία μεταξύ της νεολαίας. Καθημερινά, διαβάζοντας το αστυνομικό δελτίο, διαπιστώνουμε την ύπαρξη συμμοριών ανηλίκων, όχι μόνο στις υποβαθμισμένες περιοχές στις παρυφές των μεγαλουπόλεων, αλλά και στα υπερήφανα για την εύκτακτη ζωή τους προάστια των εύπορων οικογενειών.
Ανάλογη είναι η αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας, με τα περιστατικά να αυξάνουν χρόνο με το χρόνο. Σε αυτή την περίπτωση, θύματα δεν είναι μόνο οι εβρισκόμενοι σε αδυναμία συμμαθητές των θυτών, αλλά, πολλές φορές, και οι καθηγητές τους.
Τι να πει κανείς για την οδηγική βία των Ελλήνων, οι οποίοι αδιαφορούν για τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας, θεωρώντας πως οι δρόμοι είναι δικοί τους, λες και τους κληρονόμησαν από τους προγόνους τους κι αλίμονο σε εκείνον που θα το αμφισβητήσει.
Είναι προφανές πως όχι μόνο κάτι δεν πάει καλά, μα πως πολλά βρίσκονται στα όρια, ωστόσο όλοι μας προτιμούμε να κρύβουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί στο σαλόνι μας. Από τη βίαια καταστολή των ελευθεριών της δικτατορίας, περάσαμε σταδιακά και με ευθύνη πολλών, στην πλήρη ασυδοσία των ισχυρών, των τραμπούκων της διπλανής πόρτας, του κακοποιητή του διπλανού θρανίου κ.ο.κ.
Αυτή η επίμονη άρνηση της συζήτησης, είναι που γονιμοποιεί τον σπόρο της βίας σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Από τη στιγμή που δεν θέλεις να αναγνωρίσεις και να περιγράψεις το πρόβλημα, αναζητώντας κάθε πιθανή λύση, είναι σαν να ανάβεις το πράσινο φως για την ασυδοσία του άλλου, για την περιφρόνηση κάθε γραπτού και άγραφου νόμου, για την κυριαρχία του ισχυρού επί του αδύναμου. Αυτό άλλωστε, δεν μας έδειξε και η πρόσφατη δολοφονία περαστικού, ο οποίος είχε την ατυχία να κάνει παρατήρηση σε μοτοσικλετιστή, επειδή ο τελευταίος πήγαινε ανάποδα πάνω σε πεζόδρομο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης;
Ας το παραδεχτούμε, η βία είναι η κοινοτοπία της καθημερινής μας ζωής και είναι απλά θέμα χρόνου να συναντηθούμε μαζί της, ανεξάρτητα από τις σιωπές, τα μισόλογα καταδίκης, τις υπεκφυγές. Και αν σε κάτι έχουν δίκιο αυτοί που λένε πως «από τύχη ζούμε σ’ αυτή τη χώρα» είναι αυτή ακριβώς η γενικευμένη κουλτούρα της βίας, η οποία, όπως φαίνεται, όχι μόνο έχει εγκατασταθεί για τα καλά μέσα στην κοινωνία, αλλά έχει εξοβελίσει και κάθε άλλη πολιτισμένη έκφραση και κανόνα συλλογικής συμβίωσης.