Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προαναγγείλει ότι η παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών, από τη νέα πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας, δεν θα μείνει σε διμερές επίπεδο, αλλά, αντιθέτως, θα τεθεί στο ανώτατο δυνατό, αυτό του ΝΑΤΟ. Η επιλογή δεν είναι τυχαία, καθώς η πόρτα της Συμμαχίας άνοιξε για τη Βόρεια Μακεδονία το 2020, ακριβώς γιατί Αθήνα και Σκόπια κατέληξαν στη Συμφωνία των Πρεσπών και στην επίλυση του θέματος της ονομασίας. Αυτό ήταν το γεγονός, άλλωστε, που άλλαξε τη θέση της Ελλάδας, έτσι όπως είχε διατυπωθεί στο Βουκουρέστι, όταν η πρόσκληση προς την τότε ΠΓΔΜ δεν ήρθε ποτέ.
Προχωρώντας σε αυτό, που είχε ο ίδιος πει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην παρέμβασή του στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, έκανε ειδική αναφορά στη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία, όπως τόνισε, επέτρεψε τη διεύρυνση της Συμμαχίας με την προσχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας. Τονίζοντας ότι η πλήρης εφαρμογή της είναι απαραίτητη για τη Συμμαχία, για τα Δυτικά Βαλκάνια και για τη διεθνή κοινότητα, ο Έλληνας πρωθυπουργός έδωσε το στίγμα των προθέσεών του, απευθυνόμενος όχι μόνο στη νέα κυβέρνηση της γειτονικής χώρας.
Στον απόηχο μιας σειράς δηλώσεων κατά τις οποίες τόσο η πρόεδρος, όσο και ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας επέμειναν να μιλούν για «Μακεδονία» και για «μακεδονική κυβέρνηση», ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώπιον των 31 ηγετών, διεύρυνε τις συνέπειες, που μπορεί να έχει μια τέτοια στάση, επισημαίνοντας ότι «η παραβίαση ή η επιλεκτική εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών θα υποβαθμίσει την αξιοπιστία όλων των προσπαθειών για διευθέτηση λοιπών εκκρεμών ζητημάτων στα Δυτικά Βαλκάνια και θα θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή». Το μήνυμα «Pacta sunt servanda», που έστειλε ήταν σαφές, υπογραμμίζοντας ότι «αυτό πρέπει να το θυμόμαστε όλοι».
Από την κυβέρνηση υπογραμμίζουν ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα στην, επί του πρακτέου, αντίδραση της Αθήνας στην παραβίαση των συμφωνηθέντων από τα Σκόπια, καθώς έχει γίνει σαφές και δια στόματος πρωθυπουργού, ότι η ελληνική αντίδραση θα «έρθει» και στο ευρωπαϊκό τερέν, με την επισήμανση ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας «περνά» από την Ελλάδα και είναι προφανές ότι η απαρέγκλιτη τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών, σε κάθε της πρόβλεψη, είναι αδιαπραγμάτευτος όρος για να παραμείνει στις ευρωπαϊκές «ράγες» η γειτονική χώρα.
Χαρακτηριστικό της στάσης, που προτίθεται να τηρήσει η κυβέρνηση, είναι η υπενθύμιση κυβερνητικών στελεχών ότι η Νέα Δημοκρατία δεν υπερψήφισε την εν λόγω Συμφωνία, καθώς έκρινε ότι εμπεριείχε κενά στις δικλείδες ασφαλείας και στις πρόνοιες, θέση, που όπως λένε, δικαιώνεται σήμερα.
Επισημαίνουν, ακόμη, ότι για τους ίδιους λόγους δεν έχουν κυρωθεί έως τώρα τα πρωτόκολλα που απορρέουν από τη Συμφωνία, διαμηνύοντας ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί αν η Βόρεια Μακεδονία δεν συμμορφωθεί προς τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Η στάση της νέας ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας, άλλωστε, πυροδοτεί περαιτέρω ενστάσεις, που ούτως ή άλλως, διατυπώνονταν στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας.
Η πάγια θέση της Ελλάδας, περί σεβασμού στο Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες, αφορά και στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών. «Όσο αυτό δεν το αντιλαμβάνονται οι γείτονές μας, η ευρωπαϊκή προοπτική τους θα παραμείνει κλειστή» είναι το μήνυμα της Αθήνας, που κάνει σαφές ότι αν δεν αλλάξει δραστικά ο τρόπος που τα Σκόπια αντιμετωπίζουν τα διεθνώς συμφωνηθέντα, η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας δεν πρόκειται να προχωρήσει.
«Δεν πρόκειται να υποχωρήσει ούτε μισή σπιθαμή η Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση που εκπροσωπεί το σύνολο των Ελλήνων πολιτών και τα συμφέροντα της χώρας. Δεν πρόκειται ν’ ακολουθήσει την οποιαδήποτε πολιτική βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Περιμένουμε από τη Βόρεια Μακεδονία να συμμορφωθεί», επεσήμανε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Το ενδιαφέρον εστιάζεται, πάντως, στο γεγονός ότι ανάλογη στάση φαίνεται να υιοθετεί και η αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς για πρώτη, ίσως, φορά, ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί την κυβέρνηση να «μπλοκάρει» την ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας μέχρι να συμμορφωθεί με τη Συμφωνία.