Το αντιπολιτευτικό ποντάρισμα στο κατασκοπευτικό σήριαλ με τις παρακολουθήσεις αιρετών, της εθνικής και της ενωσιακής σκηνής, είναι αλήθεια ότι σηκώνει …πολιτική σκόνη. Αυτή η αχλή όμως δεν φαίνεται να διαθέτει την επαρκή πυκνότητα για να ευοδωθούν οι επιδιώξεις αυτών που βρίσκονται είτε στην όχθη των όψιμα κινητοποιημένων είτε εκείνων που με άκρατη σπουδή έχουν ήδη προβεί στον καταλογισμό της ενοχής.
Η ελληνική διάσταση, που προσέλαβε το υπαρκτό αλλά και διεθνές φαινόμενο των παρακολουθήσεων με το κακόβουλο λογισμικό μετά την μηνυτήρια αναφορά του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, δεν φέρνει μόνο την συντεταγμένη πολιτεία ενώπιον των συνταγματικών ευθυνών της.
Η προστασία του κύρους της δημοκρατίας όμως αποτελεί καθήκον και όσων βρίσκονται απέναντι από τα έδρανα της συμπολίτευσης. Ο τρόπος δράσης και οι επιλογές αντίδρασης συνιστούν μια δοκιμασία θεσμικής επάρκειας από την οποία, επίσης υπαρκτά γεγονότα, προδίδουν τον επιπόλαιο ή για άλλους τον κακόβουλο χαρακτήρα των πολιτικών σκοπών τους.
Έτσι όπως οι ελληνικές αρχές οφείλουν με την έρευνα τους να χύσουν άπλετο φως στην σοβαρότατη καταγγελία ενός θεσμικού κρίκου της ελληνικής δημοκρατίας, έτσι πρέπει να δοθούν και κρυστάλλινες απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Στην αιχμή βρίσκεται η καθυστερημένη ανακίνηση της υπόθεσης η οποία ανάγεται στο 2018. Σκιές γύρω από τις προθέσεις των έτερων διεκδικητών της θεσμικής κάθαρσης δημιουργεί και η στάση τους στην πρόσφατη συνεδρίαση της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
Ερωτηματικό μπαίνει δίπλα στην επιλογή, παρά την φλογερή αφετηρία που καταγράφηκε, να μην δοθεί συνέχεια στην υπόθεση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Στην ίδια καταγραφή συμπεριλαμβάνεται και η σύντομη παρουσία στην Επιτροπή, του αρμόδιου τομεάρχη του ΣΥΡΙΖΑ για θέματα διαφάνειας. Δίπλα στα ερωτήματα που χρήζουν εξηγήσεων στοιχίζονται τα δεδομένα που προσκομίστηκαν από τους αρμόδιους και ο αντίλογος σε αυτά οφείλει επίσης να στηριχθεί σε δεδομένα.
Για την αξιωματική αντιπολίτευση η υπόθεση προσθέτει ακόμη μια ψηφίδα στο μωσαϊκό με το θεσμικό ξεστράτισμα της κυβέρνησης. Αυτή η πολεμική όμως δεν έχει καμία αντιστοίχιση στα θεσμικά πεπραγμένα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αντίθετα στον κατάλογο της γαλάζιας νομοθέτησης ιεραρχήθηκε στην πρώτη τριάδα των προτεραιοτήτων του πρώτου έτους της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού κανονισμού για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Το γνωστό GDPR για το οποίο επικρεμόταν η δαμόκλειος σπάθη των ευρωπαϊκών προστίμων ήταν ο τρίτος νόμος που ψηφίστηκε από την Βουλή το 2019.
Η μομφή για την θεσμική θωράκιση της ΕΥΠ και τον τρόπο των παρακολουθήσεων. Περιγράφεται ως άκρως ενδιαφέρουσα η σιωπή μετά τις απαντήσεις που δόθηκαν από τον διοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Όπως ενδιαφέρουσα και για λόγους αποκατάστασης της θεσμικής τάξης θα είναι η καθαρή τοποθέτηση από την αντιπολίτευση για το κύρος που διατρέχει τη λειτουργία της ΕΥΠ, και ειδικά στον ευαίσθητο τομέα των παρακολουθήσεων, οι οποίες σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα έχουν εισαγγελική και όχι κρατική σφραγίδα.
Η δικαιοσύνη οφείλει να κάνει τη δουλειά της και να διαλευκάνει κάθε πτυχή όλων των καταγγελιών. Να αποδώσει ευθύνες και να καταδικάσει ενόχους όποιοι και εάν είναι, όποιο θώκο και εάν κατέχουν. Όλοι όμως οι θεσμικά υπόλογοι απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα οφείλουν να αποτρέψουν τη διολίσθηση σε ατραπούς για μικροκομματικά οφέλη, αναδεικνύοντας ως μείζονα ζητήματα όπως η αλλαγή στο καθεστώς για την ενημέρωση του παρακολουθούμενου. Αντικρούωντας με μικροκομματική ευκολία την ανάγκη που η ίδια η ΕΥΠ ανάγει στο επίπεδο του εθνικού συμφέροντος για τη στεγανοποίηση της πληροφορίας.
Καλή η σύγκλιση της σοσιαλδημοκρατίας. Αναγκαία όμως η θεσμική σοβαρότητα η οποία δεν πρέπει να θυσιάζεται στο βωμό του πρόσκαιρου οφέλους. Διαφορετικά θα δικαιωθεί η εκτίμηση που σιγοψιθυρίζεται στους διαδρόμους η οποία συμπυκνώνεται στη διασκευασμένη ρήση: Συν τον Ανδρουλάκη και ΣΥΡΙΖΑ κίνει.