Του Γιάννη Κουτσομύτη
Ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του Κράτους αποτελεί η υπόθεση των αναδρομικών των συνταξιούχων που προκύπτουν από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2015, που έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές των συντάξεων του 2012 που επέβαλε το 2ο Μνημόνιο, και κυρίως η απόφαση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους να μην εφεσιβάλει τη σχετική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Mε αφορμή την απόφαση του ΣτΕ έχουν ήδη κατατεθεί πάνω από 130.000 αγωγές από συνταξιούχους και ο αριθμός αναμένεται να πολλαπλασιαστεί μετά τις τελευταίες εξελίξεις αφού η δικαίωση των εναγόντων είναι πλέον σίγουρη. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, το συνολικό κόστος των αγωγών για τα Ταμεία και συνακόλουθα για το ελληνικό Δημόσιο μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει τα 8 δισεκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό που το Κράτος αδυνατεί να καταβάλει, έστω και αν η εκδίκαση των αγωγών πάρει κάποια χρόνια για να τελεσιδικήσει.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης, και αν δεν υπάρξει άλλη λύση στο ενδιάμεσο διάστημα, είναι το ελληνικό Δημόσιο να περιέλθει σε αδυναμία καταβολής των οφειλών του προς τους δικαιωμένους συνταξιούχους, καθώς τα δημοσιονομικά περιθώρια μέχρι και το 2022 είναι σχεδόν ανύπαρκτα λόγω των υψηλών δημοσιονομικών στόχων ύψους 3,5% του ΑΕΠ που έχουν συμφωνηθεί από την Κυβέρνηση με τους δανειστές.
Μια πιθανή εξέλιξη θα είναι η χρεοκοπία του ΕΦΚΑ, αφού σε κάποιο στάδιο θα φτάσει να αδυνατεί να πληρώσει τις γεγεννημένες απαιτήσεις από τις αγωγές των συνταξιούχων. Η τότε κυβέρνηση θα κληθεί τότε να σώσει τον ΕΦΚΑ αλλά και οι δικές της δυνατότητες θα είναι από ελάχιστες έως εντελώς ανεπαρκείς. Μπορεί να φτάσει δηλαδή η χώρα σε μια κατάσταση εσωτερικής χρεοκοπίας και θεσμικής εκτροπής, αφού τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις θα παραμένουν ανεκτέλεστες.
Μια πρόχειρη σκέψη θα ήταν να έβαζε χέρι η Κυβέρνηση στα χρήματα που προορίζονται για την αποπληρωμή του χρέους αλλά αυτό θα είναι πρακτικά αδύνατο, καθώς μέχρι και το 2021 τα χρήματα αυτά είναι κλειδωμένα σε ειδικό λογαριασμό του “μαξιλαριού” στην Τράπεζα της Ελλάδος και η Κυβέρνηση δεν μπορεί να τα αγγίξει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών, οι οποίοι αποκλείεται να συναινέσουν σε τέτοιο αίτημα. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δανειστές γνωρίζουν καλά τους δημοσιονομικούς κινδύνους που απορρέουν από την απόφαση του ΣτΕ και έχουν προβλέψει ειδική ρήτρα στο Συμπληρωματικό Μνημόνιο που συντάχθηκε τον Ιούνιο και προβλέπει την πλήρη απορρόφηση από τον εθνικό προϋπολογισμό του όποιου κόστους προκύψει από τις αγωγές των συνταξιούχων, και μάλιστα “επιπλέον” και ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες περικοπές των συντάξεων που έχουν συμφωνηθεί για τον Ιανουάριο.
Η υπόθεση αυτή περιπλέκει σοβαρά την προσπάθεια για ακύρωση ή αναστολή των περικοπών των συντάξεων και σύμφωνα με Ευρωπαίο διπλωμάτη έχει ανησυχήσει σφόδρα τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και αναμένεται να συζητηθεί στο περιθώριο της σημερινής συνεδρίασης του Eurogroup στις Βρυξέλλες.
H Κυβέρνηση από την πλευρά της παρουσιάζεται με προκλητική διγλωσσία ως προς το ζήτημα. Ο μεν κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος δήλωσε πως η υπόθεση των αναδρομικών είναι ένα “πολύπλοκο νομικό ζήτημα” και πως “το ΣτΕ δεν έδωσε αναδρομική ισχύ στην απόφασή του”, κάτι που είναι ουσιαστικά άσχετο ως προς τα αποτελέσματα που γεννά η απόφαση. Ο αρμόδιος όμως Υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τάσος Πετρόπουλος έδειξε να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης αλλά πέταξε το μπαλάκι πίσω στο ΣτΕ με το επιχείρημα πως το ΣτΕ έχει κρίνει συνταγματικό το πρώτο Μνημόνιο που έχει ορίσει πλαφόν 16,2% του ΑΕΠ για τις δαπάνες του ασφαλιστικού συστήματος, και πως “αν επρόκειτο να επεκταθεί σε όλους [η επιστροφή των αναδρομικών], η δαπάνη θα ξεπερνούσε στο πολλαπλάσιο το 16,2% του ΑΕΠ” και θα ερχόταν σε αντίθεση με “την προστασία του δημοσίου συμφέροντος που ταυτίζεται με τη βιωσιμότητα και ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης”. Το επιχείρημα όμως αυτό του κ. Πετρόπουλο μπορεί κάλλιστα να το επιστρέψει το ΣτΕ στο γήπεδο της Κυβέρνησης, λέγοντας απλά ότι “τα Μνημόνια έληξαν” ή “βρείτε εσείς ως Κυβέρνηση μέσα στα πλαίσια του 16,2% του ΑΕΠ”.
Καταλαβαίνει κανείς τον τεράστιο κίνδυνο που δημιουργείται για τη λειτουργία του Κράτους, τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και τη λειτουργία του κράτους δικαίου. Η Κυβέρνηση όμως φαίνεται να νίπτει κυνικά τας χείρας της αφού το κύριο μέρος των απαιτήσεων των συνταξιούχων θα κληθεί να το καταβάλει η επόμενη Κυβέρνηση. Ή να μην μπορεί να το καταβάλει.