Η σύγκρουση του Δεκεμβρίου του 1944, μεταξύ των αστικών πολιτικών δυνάμεων και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), έληξε στο στρατιωτικό πεδίο, με την καθοριστική παρέμβαση του βρετανικού παράγοντα. Έκλεινε, προσωρινά όπως αποδείχθηκε, το ζήτημα της εξουσίας, το οποίο ανέκυψε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά ταυτόχρονα υποθήκευε τις πολιτικές εξελίξεις, ανοίγοντας το δρόμο για τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49.
Η Κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, δε σήμαινε μόνο την απαρχή μιας εθνικής αντίστασης, αλλά και μια βαθιά διαίρεση, πολιτική και κοινωνική, που έθετε το ζήτημα της εξουσίας στην Ελλάδα της Απελευθέρωσης.
Η κατάρρευση των δομών του κράτους και της οικονομίας, καθώς και η αναγκαστική φυγή του βασιλιά, της κυβέρνησής του και των υπολειμμάτων των ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή σήμαιναν ένα πολιτικό κενό. Αυτό το κενό επιτεινόταν από το γεγονός ότι ήδη από το 1936, η Ελλάδα βρισκόταν υπό δικτατορία, το κοινοβουλευτικό παιχνίδι και η λειτουργία των κομμάτων είχαν ανασταλεί με συνέπεια μια κρίση πολιτικής εκπροσώπησης.
Οι συνθήκες της Κατοχής αξιοποιήθηκαν από το ΚΚΕ, το οποίο ανέπτυξε δράση στα αστικά κέντρα αλλά και στην ύπαιθρο, ιδρύοντας το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), τον Σεπτέμβριο του 1941 και λίγους μήνες μετά τον ένοπλο βραχίονά του, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ). Η ηγεσία του ΚΚΕ ανταποκρίθηκε καλύτερα στις συνθήκες της παρανομίας, σε αντίθεση με τις αστικές πολιτικές ηγεσίες, που ήταν απαράσκευες για μια πολιτική και στρατιωτική προσπάθεια εντός ενός πλαισίου άγνωστου γι’ αυτές.
Οι τελευταίες ήταν επίσης, κυρίως τοπικά προσανατολισμένες, καθώς έτειναν, είτε να σχηματίζουν οργανώσεις πληροφοριών και δολιοφθοράς στις πόλεις, είτε μικρές ανταρτικές ομάδες στην ύπαιθρο, στους τόπους καταγωγής των στρατιωτικών, που αναλάμβαναν τέτοιου είδους εγχειρήματα.
Την αντίσταση με φορείς διάσπαρτες ομάδες τοπικής ή περιφερειακής εμβέλειας ευνοούσε και η βρετανική Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων, για λόγους που αφορούσαν τη δυνατότητα επιχειρησιακού ή και πολιτικού ελέγχου τους. Η μαζική κινητοποίηση του πληθυσμού, μεταξύ αυτών νέων και γυναικών, στις πόλεις και ο ανταρτοπόλεμος στην ύπαιθρο εμπέδωσε μια οιωνεί ηγεμονία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, η οποία εδραιωνόταν και με τη χρήση βίας σε περιοχές όπου θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ανταγωνιστικές οργανώσεις.
Η πόλωση σε όλη τη χώρα και η σκληρή αντίθεση στο τοπικό επίπεδο χαρακτήριζαν την κατάσταση το 1944. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχε επικρατήσει και η Αριστερά ήταν πλέον μια δεσπόζουσα δύναμη στη χώρα. Αν και το πρόγραμμα του ΚΚΕ, δεν υποστήριζε ακόμα την εγκαθίδρυση μιας Λαϊκής Δημοκρατίας, επρόκειτο να το κάνει από τα μέσα του 1945 και μετά, τα συνθήματά του μιλούσαν για τη λαοκρατία, της οποίας η επικράτησή θα σήμαινε, κοινωνικά και πολιτικά, μια νέα κατάσταση πραγμάτων.
Παρά ταύτα, παρέμενε ένα ισχυρό συντηρητικό μπλοκ, στις πόλεις και στην ύπαιθρο, το οποίο αντιτίθετο στην επικράτηση του ΚΚΕ και ήταν προσανατολισμένο στη διατήρηση του αστικού κοινωνικού καθεστώτος. Η πραγματική απήχηση του κάθε μπλοκ δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί καθώς, όπως είναι κατανοητό, δεν είχαν εγκαθιδρυθεί συνθήκες ομαλού πολιτικού βίου.
Τον Οκτώβριο του 1944, οι γερμανικές δυνάμεις αποχώρησαν και η Ελλάδα απελευθερωνόταν από τον Άξονα, αλλά η υπεροχή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, επί του πεδίου δεν ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της Αττικής, λόγω της συμφωνίας της Καζέρτας που συνάφθηκε μεταξύ των δυνάμεων των ανταρτών και του Βρετανικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, στις 26 Σεπτεμβρίου και, κυρίως, της αγγλο-σοβιετικής συμφωνίας της Μόσχας της 9ης-10ης Οκτωβρίου του 1944.
Η συμφωνία των «ποσοστών», όπως αποκλήθηκε, γιατί απεικόνιζε με αριθμητικούς δείκτες την επιρροή της κάθε δύναμης στη Βαλκανική και σε μέρος της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αναγνώριζε ότι η Ελλάδα βρισκόταν υπό τη βρετανική σφαίρα επιρροής. Αυτό αντανακλούσε την ιστορική κληρονομιά: Η Βρετανία ως ναυτική δύναμη ήταν, κατά κανόνα, δεσπόζουσα στην Ελλάδα, μια χώρα παράκτια και νησιωτική, μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου του 1827, δηλαδή την αφετηρία της διεθνούς υπόστασης του ελληνικού κράτους.
Η συμφωνία αντανακλούσε επίσης, τις επικρατούσες συνθήκες, δηλαδή το γεγονός ότι η Βρετανία είχε δεσμευτεί στην Ελλάδα, ήδη κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-41, ενώ μετά την προέλαση των Γερμανών το 1941, είχε εγκαταστήσει και χρηματοδοτήσει την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και τις ένοπλες δυνάμεις της στη Μέση Ανατολή.
Καθώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, η Σοβιετική Ένωση είχε ανάγκη την αμερικανική υποστήριξη. Στο πλαίσιο αυτό, η συμφωνία της Μόσχας με τη Βρετανία, η οποία επιδίωκε τη μεταπολεμική αποκατάσταση της σφαίρας επιρροής της στη Μεσόγειο, ήταν μια περίπου αυτονόητη επιλογή. Έτσι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα η κυβέρνηση εθνικής ενώσεως, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, που είχε σχηματιστεί με το συνέδριο του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944 και στην οποία συμμετείχε απρόθυμα η Αριστερά, από τις 2 Σεπτεμβρίου του 1944.
Η έλευση της κυβέρνησης στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1944, σήμαινε την έναρξη της αναδιοργάνωσης του κράτους και την εκκίνηση των πολιτικών εξελίξεων. Το σημείο-κλειδί ήταν η διάλυση των ανταρτικών δυνάμεων και η οργάνωση του νέου στρατού. Στην υπόθεση αυτή θα ήταν βαρύνουσα η βρετανική παρέμβαση, δεδομένου ότι η ελληνική κυβέρνηση δε διέθετε παρά ελάχιστες στρατιωτικές δυνάμεις. Η βρετανική στρατιωτική διοίκηση απαιτούσε την ταχύτερη δυνατή διάλυση των ανταρτικών δυνάμεων. Από την οπτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, αυτό θα σήμαινε την απώλεια του ελέγχου που ασκούσε επί του πεδίου σε όλη τη χώρα, εκτός της Αττικής.
Η πιθανότερη ερμηνεία της πολιτικής του ΚΚΕ, είναι ότι η ηγεσία του είχε αποδεχθεί ως μια προσωρινή διευθέτηση τη συμφωνία της Καζέρτας, η οποία δε θα παρεμπόδιζε την τελική επικράτηση του ΕΑΜ. Η βρετανική επιμονή για τη διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων γινόταν αντιληπτή από την ηγεσία του ΚΚΕ, ως αλλαγή της στρατηγικής εξίσωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε η αποχώρηση των υπουργών και υφυπουργών της Αριστεράς, από την κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως και η οργάνωση του συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου. Δεν έχει τεκμηριωθεί αν οι πυροβολισμοί που προκάλεσαν το θάνατο δεκάδων διαδηλωτών, ήταν μια σκόπιμη πρόκληση, εκ μέρους των δυνάμεων ασφαλείας, όπως υποστήριξε η πλευρά της Αριστεράς, ή αντίθετα, οι δυνάμεις ασφαλείας θεώρησαν ότι ένοπλοι διαδηλωτές κινήθηκαν απειλητικά εναντίον τους.
Η αιματοχυσία σήμανε την έναρξη επίθεσης του ΕΛΑΣ εναντίον των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη στις 4 Δεκεμβρίου. Η στρατιωτική επιλογή εκ μέρους της ηγεσίας του ΚΚΕ μπορεί να ερμηνευθεί από το γεγονός ότι τη στιγμή της έναρξης των Δεκεμβριανών οι βρετανικές δυνάμεις ήταν ισχνές. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ πιθανότατα υπέθετε ότι θα μπορούσε να ολοκληρώσει την κατάληψη των κρίσιμων σημείων εντός λίγων εικοσιτετράωρων και να φέρει το βρετανικό παράγοντα προ του τετελεσμένου γεγονότος της επικράτησης του ΕΛΑΣ.
Πέραν αυτού, προφανώς δεν αναμενόταν ότι η βρετανική κυβέρνηση θα ενίσχυε τις δυνάμεις της στην Αττική με 80.000 άνδρες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τα ενεργά μέτωπα του πολέμου. Η δύναμη πυρός των αντιπάλων ήταν ασύγκριτη, καθώς η ηγεσία του ΕΛΑΣ δε διέθετε αεροπορία ή τεθωρακισμένα όπως οι βρετανικές δυνάμεις. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε κινητοποιήσει εξ άλλου, δυνάμεις που βρίσκονταν μακριά από την Αττική, αν και ως προς αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι έλειπαν τα μέσα μεταφοράς για ταχεία μετακίνηση των μονάδων, ενώ δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ακόμα, ότι η μεταφορά δυνάμεων στην Αττική θα σήμαινε αποδυνάμωση του ελέγχου του ΚΚΕ στην υπόλοιπη χώρα.
Από πολιτική άποψη, η ήττα της Αριστεράς στα Δεκεμβριανά σήμανε τη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του συντηρητικού μπλοκ αλλά όχι την οριστική επικράτηση του τελευταίου. Η πολιτική εξέλιξη οδήγησε ταχύτατα σε πόλωση μεταξύ της Αριστεράς και των συντηρητικών, ενώ ο μεσοπολεμικός βενιζελισμός, ο οποίος προσπαθούσε να διαμορφώσει μια φιλελεύθερη κεντρώα πολιτική, ήταν εξασθενημένος και αδυνατούσε να παρέμβει αποτελεσματικά στις εξελίξεις.
Η πολιτική του ΚΚΕ, ακόμα και μετά την επιστροφή του ιστορικού ηγέτη του κόμματος Νίκου Ζαχαριάδη από το Νταχάου το Μάιο του 1945, θα διαμορφωνόταν υπό το ψυχολογικό βάρος της αντίληψης, ότι το κόμμα είχε «λύσει» υπέρ του το πρόβλημα της εξουσίας και ότι η εσωτερική δυναμική είχε αναστραφεί λόγω της βρετανικής επέμβασης. Αντίστοιχα, το κράτος δεν εφάρμοσε τη συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία είχε κλείσει το κεφάλαιο των Δεκεμβριανών προβλέποντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, εκλογών και την παροχή γενικής αμνησίας.
Αν και το 1945-46 ασκούσαν την εξουσία κυβερνήσεις φιλελεύθερης σύνθεσης, υπό την πίεση και την επίδραση του συντηρητικού μπλοκ αλλά και υπό το φόβο της επανάληψης των Δεκεμβριανών, εφαρμόστηκε μια πολιτική χαμηλής έντασης, η οποία συνίστατο στην εκτεταμένη δίωξη όσων συμμετείχαν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, με συνέπεια μια οξεία πόλωση σε όλη τη χώρα. Η εξαίρεση από τη γενική αμνηστία των αξιόποινων πράξεων του κοινού ποινικού δικαίου, οι οποίες ήταν απαραίτητες για τη διάπραξη των αμνηστευόμενων πολιτικών αδικημάτων, ενίσχυσε αυτή τη ροπή.
Συνεπώς, η πορεία προς τον εμφύλιο έγινε αναπότρεπτη στο πλαίσιο της δυναμικής της εσωτερικής σύγκρουσης αλλά συνυφάνθηκε με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου το 1946-47. Βαθμιαία οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν να υποκαταστήσουν ως μεγάλη παγκόσμια δύναμη την εξασθενημένη Βρετανία, η οποία αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στην πίεση της Σοβιετικής Ένωσης επί της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ιράν.
Ήταν η γραμμή που οι Αμερικανοί αναλυτές αποκαλούσαν «βόρειο διάζωμα» και συνιστούσε μια αλυσίδα αποτροπής της καθόδου της Σοβιετικής Ένωσης στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Από την εξαγγελία του δόγματος Truman, στις 12 Μαρτίου 1947, η ισορροπία δυνάμεων θα έγερνε οριστικά υπέρ του αστικού στρατοπέδου.
* Ο Σωτήρης Ριζάς είναι Διευθυντής ερευνών, Κέντρο Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών