Back to basics. Στις ανοιχτές, δημοκρατικές κοινωνίες, νομοθετεί το Κοινοβούλιο με προτάσεις που καταθέτει είτε το κυβερνόν κόμμα, είτε (γιατί όχι) τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αυτοί έχουν εκλεγεί μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και έχουν την αναγκαία και απαραίτητη νομιμοποίηση να εκπροσωπούν τους πολίτες. Αυτοί και μόνον αυτοί και κανείς άλλος.
Ως εκ τούτου, με αμηχανία αλλά και απορία διάβασα την είδηση, σύμφωνα με την οποία ο σεβασμιότατος αρχιεπίσκοπος Αθηνών, πρότεινε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το θέμα της ισονομίας και της ισηγορίας των ομόφυλων ζευγαριών.
Ας παρακάμψω την ευαγγελική ρήση «απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ (Κατά Ματθαίον ΚΒ, 21), απλά και μόνο για επισημάνω ορισμένα σημεία. Πέραν την γενικής αρχής μιας δημοκρατικής πολιτείας, στην οποία ισχύει ο χωρισμός των εξουσιών, ανακύπτει το ζήτημα ουσίας που δεν είναι άλλο από το ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπαίνουν στο ζύγι είτε αφορούν ένα άτομο, είτε μερικές εκατοντάδες, είτε μια κοινωνία ολόκληρη.
Το δεύτερο σημείο που θεωρώ πως αξίζει να σημειώσουμε είναι πως η Εκκλησία της Ελλάδας δεν μπορεί να έχει κανέναν λόγο στο πως θα θελήσει κάποιος άνθρωπος να ζήσει τη ζωή του. Μπορεί η Εκκλησία μέσω της ποιμαντικής της δραστηριότητας, να αγκαλιάσει όλα τα μέλη της κοινωνίας, ανεξάρτητα από το αν πιστεύουν στα δόγματά της, μπορεί να αποκλείσει κάποια άλλα γιατί θεωρεί πως δεν ταιριάζουν με τις προδιαγραφές που θέτει η ίδια. Στη δεύτερη περίπτωση δεν ισχύει εκείνο που λέει ο Χριστός «εγώ αγάπη ειμί».
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε, επίσης, πως η Εκκλησία της Ελλάδας έχει δώσει σημαντικούς αγώνες σε κρίσιμες περιόδους της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, έτσι ώστε κάθε προσπάθεια ανάμειξης της στα αμιγώς πολιτικά ζητήματα να την αδικεί.
Κανείς δεν λέει πως δεν έχει το δικαίωμα να διατυπώνει τις απόψεις, ακόμη και με οξείς χαρακτηρισμούς, ωστόσο, δεν νομίζω πως έχει να κερδίσει κάτι από αυτό παρά μόνο να χάσει σε αξιοπιστία και να δει την απόσταση που την χωρίζει από την κοινωνία να μεγαλώνει. Κανείς, επίσης, δεν λέει πως η Εκκλησία θα πρέπει να πάψει να είναι ο θεματοφύλακας των αξιών της πίστης, μόνο που θα πρέπει και η ίδια, κάθε φορά και πάντα, να προσπαθεί να αφουγκράζεται τις ανάγκες της κοινωνίας και να προσαρμόζει την ποιμαντορική της δραστηριότητα.
Φωτεινό παράδειγμα η Εκκλησία της Κρήτης, η οποία αντιμετωπίζει το ζήτημα με πνεύμα ευρύ και αγαπητικό, ανοίγοντας την αγκαλιά της για όλους χωρίς εξαιρέσεις και δίχως να προβαίνει σε «αντιστασιακές πράξεις», ορισμένων δεσποτάδων, οι οποίοι είναι έτοιμοι να σηκώσουν τα «λάβαρα» και να αρχίσουν πάλι τις «λαοσυνάξεις» που τόσο βαθιά και οδυνηρά δίχασαν την κοινωνία μας στο ζήτημα των ταυτοτήτων, σπέρνοντας συνάμα τον σπόρο του αντιδυτικισμού που βρήκε λίγα χρόνια αργότερα την έκφρασή του στο μεγαλύτερο αντικοινοβουλευτικό κίνημα της μεταπολιτικής περιόδου, γνωστού ως αντιμνημονιακού.
Το ζήτημα της διευθέτησης ορισμένων ζητημάτων που άπτονται του αστικού και κληρονομικού δικαίου (γιατί στην ουσία περί αυτού πρόκειται), είναι κάτι που πρέπει να γίνει έτσι ώστε η χώρα να προχωρήσει μπροστά, κλείνοντας εκκρεμότητες κληρονομημένες από το παρελθόν.
Σε αυτό συμφωνούν πολλά από τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο ελληνικό κοινοβούλιο (με εξαίρεση το ΚΚΕ και τη Νίκη, πράγμα για οποίο κανείς δεν δικαιούνται να δηλώνει έκπληκτος), ταυτόχρονα, συμφωνεί, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις και ένα πλειοψηφικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, θεωρώντας πως δεν είναι δυνατόν να αρνούμαστε στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα σε ανθρώπους που έκαναν διαφορετική επιλογή από την καθεστηκυία.
Αν αφήσουμε κατά μέρος τη μισαλλοδοξία με την οποία εκφράζονται ορισμένοι ιερείς κι αρχιερείς (ευτυχώς) η Εκκλησία της Ελλάδας θα πρέπει να πορευτεί και σε αυτό το ζήτημα με γνώμονα τα λόγια του Απόστολου Παύλου «ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. (Προς Κορινθίους Α, 13).
Και τότε να είναι σίγουρη πως όχι μόνο ο λόγος της θα ακουστεί μα και θα επηρεάσει πολύ περισσότερο απ’ ότι φαντάζονται ορισμένοι, τις καρδιές των ανθρώπων που είναι και ο πρωταρχικός της σκοπός. Εξάλλου, καλύτερα από εμένα και πολλούς άλλους τα έχει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνοντας:
«Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ Νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφεύς, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ δουλεύσω. Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος καὶ ξένος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ μήτηρ.
Πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ, καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ, ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τόν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον; Τοῦτο γάρ ἐστιν εἰς τὸν παρόντα βίον πονεῖσθαι. Τί εἰς πῦρ ξαίνεις; τί τῷ ἀέρι πυκτεύεις;».