Την Τετάρτη 15 Ιανουαρίου του 2020 ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωνε την Κατερίνα Σακελλαροπούλου ως την κυβερνητική υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Ακριβώς 5 χρόνια μετά, την Τετάρτη 15 Ιανουαρίου του 2025, ο πρωθυπουργός θα συναντηθεί μαζί της για να της ανακοινώσει την απόφασή του για το πρόσωπο, που θα αναλάβει το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα για τα επόμενα 5 χρόνια.
Ανακοινώνοντας την υποψηφιότητα της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ουσιαστικά αναδείξει την ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συγκυρία, ως το καταλυτικό πλαίσιο για την επιλογή της. Αιτιολογώντας την πρότασή του, είχε πει τότε χαρακτηριστικά ότι «ο τόπος αφήνει πίσω την κρίση και κάνει πράξη την εθνική του αναγέννηση, το πρόσωπο του ανώτατου άρχοντα πρέπει να συμβαδίζει με αυτήν την πορεία». Ως προς τα χαρακτηριστικά της τότε υποψήφιας και σημερινής Προέδρου της Δημοκρατίας, είχε υπογραμμίσει ότι «διακρίνεται για τη μετριοπάθειά της. Την ευθυκρισία της. Αλλά και το ενδιαφέρον της για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, με τα οποία έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως. Όλοι αναγνωρίζουν τις δημοκρατικές αναφορές και την κοινωνική ευαισθησία της. Και, από όσο ξέρω, δεν προέρχεται από τη δική μας πολιτική οικογένεια».
Μέχρι σήμερα, ουδείς γνωρίζει στην πραγματικότητα σε ποιο πρόσωπο έχει καταλήξει ο κ. Μητσοτάκης για την επόμενη πενταετία. Ακόμη κι αν η πλειοψηφία αναλυτών και στελεχών υποστηρίζει ότι η κ. Σακελλαροπούλου δεν θα προταθεί για την επανεκλογή της, προβλέποντας μάλιστα συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος ή ο κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, ως τους επικρατέστερους για την «διαδοχή», ο πρωθυπουργός συνεχίζει να κρατά κλειστά τα χαρτιά του. Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δείξει προς μία κατεύθυνση, αυτή σίγουρα είναι η επόμενη ημέρα της διεθνούς πραγματικότητας για την Ελλάδα, την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο.
Η εισαγωγική του τοποθέτηση στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου της περασμένης Παρασκευής, δεν αφορούσε στην κυβέρνησή του, αλλά σε ένα νέο τοπίο, που διαμορφώνεται παγκοσμίως και στο οποίο καλείται η χώρα να σταθεί και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του. Ο πρωθυπουργός μίλησε για «μία χρονιά δύσκολη, εκτός συνόρων με πολέμους, με οικονομική αβεβαιότητα, αστάθεια σε πολλές κοινωνίες και με τεκτονικές ανατροπές σε αυτό που κατανοούμε ως πολιτική», παραπέμποντας σε «όσα διαδραματίζονται πέραν του Ατλαντικού».
Χωρίς να αναφέρει ούτε το όνομα του Ντόναλντ Τραμπ, ούτε του Ίλον Μασκ, ο κ. Μητσοτάκης είχε αναφερθεί σε «πρωτοφανείς εξαγγελίες που προαναγγέλλουν γεωστρατηγικές μεταβολές και αλλαγές στις ζώνες επιρροής», παραπέμποντας στις δηλώσεις του νέου Αμερικανού προέδρου για την Γροιλανδία, τον Καναδά και την διώρυγα του Παναμά, αλλά και σε ένα «πρωτόγνωρο σκηνικό όπου παγκόσμιοι οικονομικοί παράγοντες διεκδικούν τον ρόλο διαμορφωτή της κοινής γνώμης», «φωτογραφίζοντας» τις παρεμβάσεις Μασκ σε πολλές χώρες.
Ίσως, ο Έλληνας πρωθυπουργός να είναι ο μόνος, ο οποίος έως τώρα έχει προσδώσει τέτοιου μεγέθους προβληματισμό σε όσα έπονται, από τις 20 Ιανουαρίου και μετά.
Αυτή η διεθνής συγκυρία επανάφερε με εμφατικό τρόπο την ανάγκη επιλογής ενός πολιτικού προσώπου, ακόμη και στην χωρίς ιδιαίτερες αρμοδιότητες θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η ανάγκη να ενισχυθεί η αίσθηση της πολιτικής σταθερότητας στην χώρα και να εκπέμπεται αυτό το μήνυμα τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων, είναι ένα κομβικό κριτήριο για την επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς η χώρα καλείται να λειτουργήσει εν μέσω πολεμικών συγκρούσεων, νέων συνθηκών στη γεωστρατηγική σκακιέρα, αλλά και μια επίφοβης οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία. Και στο εσωτερικό σκηνικό, όμως, είναι καθοριστικό το γεγονός ότι ο επόμενος ή η επόμενη ΠτΔ θα βρίσκεται στην Ηρώδου του Αττικού στις επόμενες, κρίσιμες, εθνικές εκλογές, σε ένα πολιτικό τοπίο, το οποίο αυτή την ώρα παραμένει ρευστό.
Στο κυβερνητικό επιτελείο βάζουν ως αυτονόητο από το ίδιο το Σύνταγμα, το κριτήριο της πολιτικής συναίνεσης και της ενότητας, που το προτεινόμενο πρόσωπο θα πρέπει να μπορεί να υπηρετήσει. Η αντιπολίτευση ερμηνεύει τα χαρακτηριστικά αυτά ως ιδιότητες υποψηφίου από τον κεντροαριστερό χώρο, άποψη, που δεν συμμερίζεται η κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς αυτό να σημαίνει οτιδήποτε για την τελική επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μετά από μία περίοδο εσωκομματικών πιέσεων και αναταράξεων, η συνοχή της κοινοβουλευτικής ομάδας και του κόμματος, αποκτούν, επίσης, μια ειδική βαρύτητα και αναδεικνύονται σε παράγοντα, που πριν από πέντε χρόνια δεν υπήρχε στον καθορισμό των αποφάσεων της εποχής.
Με αυτό το μείγμα των κριτηρίων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιστρέφοντας από την Σαουδική Αραβία, προχωρά στις τελευταίες διευθετήσεις, πριν ανακοινώσει τα επόμενα 24ωρα τις αποφάσεις του, με τηλεοπτικό του μήνυμα, όπως έκανε και το 2020.