Εδώ που φτάσαμε, δηλαδή σε προεκλογική περίοδο, με εκδηλωμένη πρόθεση συγκρότησης νέου κόμματος και με ψηφισμένη διάταξη για την αποδοχή κατάρτισης των συνδυασμών από τον Άρειο Πάγο, δεν έχει πια νόημα η θεωρητική συζήτηση για τον προσφορότερο τρόπο παραμερισμού κομμάτων που επιβουλεύονται τη δημοκρατία. Το μόνο που έχει νόημα είναι τι θα γίνει στην πράξη.
Για το υπό συγκρότηση «κόμμα Κασιδιάρη», που φυσικά δεν θα λέγεται έτσι, υπάρχουν, αυτή τη στιγμή, τρία πιθανά σενάρια. Το πρώτο, και πιο καθαρό, εδράζεται σε συμμετοχή του ίδιου του καταδικασμένου πρώην ηγετικού στελέχους της Χρυσής Αυγής ως υποψηφίου βουλευτή στους συνδυασμούς του νέου κόμματος. Στην περίπτωση αυτή, η κρίση του Α' Τμήματος του Αρείου Πάγου θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, μονόδρομος: Η ισχύουσα διάταξη νόμου (άρθρο 102 ν. 5019/2023) κάνει ρητά λόγο για «μη εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατίας» εάν πρόσωπο που μετέχει στους συνδυασμούς κόμματος ως υποψήφιος βουλευτής υπήρξε ιδρυτικό μέλος του κόμματος ή διετέλεσε πρόεδρός του ή έχει καταδικαστεί, σε οποιονδήποτε βαθμό, είτε για έσχατη προδοσία (άρθρο 134 Ποινικού Κώδικα), είτε για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187), είτε για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση (άρθρο 187 Α).
Εφόσον, επομένως, είναι υποψήφιος βουλευτής ο καταδικασμένος πρωτοδίκως για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση κ. Κασιδιάρης, τότε ο αποκλεισμός του κόμματος με το οποίο θα ήθελε να «κατέβει» στις εκλογές είναι οιονεί δεσμευτικός για τον Άρειο Πάγο, αφού ο ίδιος ο νόμος ρητά θεωρεί ότι σε αυτή την περίπτωση δεν εξυπηρετείται η δημοκρατική λειτουργία.
Δυσκολότερη θα είναι η κρίση του Αρείου Πάγου εάν υλοποιηθεί το δεύτερο σενάριο, κατά το οποίο το συγκεκριμένο καταδικασμένο για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση πρόσωπο ΔΕΝ κατέλθει τελικά ως υποψήφιος στους συνδυασμούς του νέου κόμματος. Και σε αυτή πάντως την περίπτωση, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αποκλείσει το συγκεκριμένο κόμμα. Η διάταξη νόμου που ρυθμίζει το ζήτημα, και για την οποία έγινε ήδη λόγος, θέτει, εκτός από την εξυπηρέτηση της δημοκρατικής λειτουργίας, και ένα άλλο κριτήριο «νομιμότητας των συνδυασμών»: πρόκειται για τη νεοεισαγόμενη έννοια της «πραγματικής ηγεσίας».
Λέει ο νόμος ότι, για να γίνει αποδεκτή η κατάρτιση συνδυασμού, δηλαδή η συμμετοχή κόμματος σε εκλογές, ΔΕΝ θα πρέπει, εκτός από τη φανερή ηγεσία (Πρόεδρος, γενικός γραμματέας, μέλη διοικούσα επιτροπής, νόμιμος εκπρόσωπος) να έχει καταδικαστεί -και μάλιστα για μεγαλύτερη γκάμα εγκλημάτων- και η «πραγματική ηγεσία». Για τον προσδιορισμό της έννοιας, ο νόμος κάνει λόγο για «πρόσωπο άλλο από εκείνο που κατέχει τυπικά θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους διοικούσας επιτροπής, νόμιμου εκπροσώπου και με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να ασκεί διοίκηση του κόμματος, ή να έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία, ή να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το πολιτικό σώμα».
Πιο αόριστες και δυσαπόδεικτες έννοιες, αλλά για τις οποίες υπάρχουν ήδη ενδείξεις στην πραγματική ζωή, όπως είναι οι δηλώσεις του προαλειφόμενου ως αρχηγού του υπό συγκρότηση κόμματος για συνεργασία ή και συμμετοχή του κ. Κασιδιάρη (ασχέτως αν αυτή τελικά πραγματοποιηθεί), αλλά και δηλώσεις, παροτρύνσεις, ενέργειες του ίδιου του κ. Κασιδιάρη από το κελί της φυλακής. Ενόψει της τελικής κρίσης του Αρείου Πάγου, και άλλα κόμματα μπορούν, σύμφωνα με το νόμο, να προσθέσουν σε αυτό το αποδεικτικό υλικό, έτσι ώστε να πειστεί ο Άρειος Πάγος περί άσκησης «πραγματικής ηγεσίας» εκ μέρους μη συμμετέχοντος στους συνδυασμούς καταδικασμένου προσώπου και να οδηγηθεί, εξ αυτού του λόγου, στον αποκλεισμό του κόμματος.
Το τρίτο σενάριο θα ήθελε το Α' Τμήμα του Αρείου Πάγου να αρνείται να αναλάβει την ευθύνη που του ανέθεσε ο νόμος και η ίδια η δημοκρατία ή να διστάζει να προβεί σε μια κρίση που έχει ασφαλώς και πολιτικά χαρακτηριστικά. Όμως αυτό το σενάριο δεν μπορεί καν να το διανοηθεί κανένας δημοκρατικός πολίτης και δικαστής.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος