«Ο πυρήνας της λαϊκής εντολής και κατ' επέκταση του προγράμματος διακυβέρνησης που άρχισε να υλοποιεί το 2019 η κυβέρνηση, ήταν αυτός της επαναφοράς της χώρας σε μια κανονικότητα», σημειώνει, σε άρθρο του στα «Νέα», ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάσης Κοντογεώργης.
Και συνεχίζει: «Παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που ακολούθησαν, κατακτήσαμε πολιτική σταθερότητα και ένα ηπιότερο πολιτικό περιβάλλον, ανακτήσαμε την οικονομική μας αυτοδυναμία με συνετή δημοσιονομική πολιτική και διατηρήσιμη ανάπτυξη, καθώς και αξιοπιστία και αναβαθμισμένο ρόλο στο διεθνές περιβάλλον.
Η εντολή στις εκλογές του 2023 ενσωμάτωσε το θετικό κεκτημένο. Συνέχιση ενός ευρέος προγράμματος μεταρρυθμίσεων προκειμένου να επιταχύνουμε την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουμε διαρθρωτικά προβλήματα και χρόνιες υστερήσεις.
Πολιτικές που θα έχουν ορατό αποτέλεσμα στη ζωή των συμπολιτών μας και θα φέρουν την ελληνική κοινωνία σε τροχιά σύγκλισης με τις προηγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μια κοινωνία ισχυρή, με εθνική αυτοπεποίθηση που ετοιμάζεται με σχέδιο και αισιοδοξία για ένα μέλλον απαιτητικό και αναγνωρίζει την ανάγκη ώριμων, πλέον, μεταρρυθμίσεων, που μας οδηγούν μπροστά».
Σύμφωνα με τον Θ. Κοντογεώργη, «η υποχρέωσή μας, λοιπόν, κατά την άσκηση της διακυβέρνησης, είναι διττή. Πρώτον, να εξηγήσουμε τι κάνουμε και γιατί, να αναπτύξουμε διάλογο, να συνεργαστούμε και να ακούμε όσα μας λένε οι πολίτες και δεύτερον να αντιμετωπίσουμε το έκτακτο και το άμεσο.
Έχουμε μέτωπο με τα προβλήματα και όχι με τους πολίτες. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων γίνονται "εν κινήσει", ταυτόχρονα με σημειακές παρεμβάσεις που βελτιώνουν σταδιακά την καθημερινότητα, στηρίζουν όσους αισθάνονται ότι απειλούνται περισσότερο, αποδεικνύουν την ειλικρίνεια των προθέσεων και το θετικό αποτέλεσμα που μπορούν να έχουν.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δείξει πολλές φορές το δρόμο της ήπιας μα απαραίτητης αλλαγής, που δεν πραγματοποιείται με όρους επιβολής μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αλλά εξαντλεί τα περιθώρια συναίνεσης και κοινωνικής συναποδοχής, ενσωματώνει την ιστορική εμπειρία. Αλλαγές ορθολογικές και καλά σχεδιασμένες».
Για τον πρωτογενή τομέα, ειδικότερα, οι πολιτικές της κυβέρνησης «με κίνητρα για συνεταιριστικά σχήματα και εκσυγχρονισμό της παραγωγής, με συγχωνεύσεις και εξορθολογισμό στη λειτουργία των ΤΟΕΒ/ ΓΟΕΒ (σ.σ. Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων/ Γενικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων) μπορούν να έχουν μεγαλύτερο και διαρκέστερο αποτέλεσμα όταν ταυτόχρονα αντιμετωπίζουμε, όπως κάνουμε ύστερα από ειλικρινή διάλογο με τους αγρότες, το αυξημένο κόστος παραγωγής και ενισχύουμε, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πολιτικές δίκαιης μετάβασης του αγροτικού κόσμου σε μια νέα παραγωγή με φιλοπεριβαλλοντικό πρόσημο. Μετάβαση, απαραίτητη, αλλά με κόστος».
Για το εκπαιδευτικό ζήτημα, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ επισημαίνει ότι «η ενίσχυση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η διεύρυνση των επιλογών για σπουδές ποιότητας στη χώρα μας με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, απαιτεί ταυτόχρονα τη διαχείριση των προβλημάτων που έρχονται από το χθες και δεν πρέπει να υπονομεύσουν το αύριο».
Επίσης, «η αναμόρφωση του κράτους πρόνοιας, ώστε να εξασφαλίζεται περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή, ο εκσυγχρονισμός του εθνικού συστήματος υγείας, η ουσιαστική ενίσχυση των δομών κοινωνικής αλληλεγγύης και κάθε πολιτική που αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις ανισότητες, εμπεδώνονται, όταν ταυτόχρονα βελτιώνονται η καθημερινή εμπειρία του ασθενούς στο εθνικό σύστημα υγείας και οι συνθήκες και όροι εργασίας του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, όταν υποστηρίζονται και εντάσσονται στην κοινωνική και οικονομική ζωή οι ευάλωτοι και όσοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη».
Το άρθρο του Θ. Κοντογεώργη κλείνει με αναφορά στις ευρωπαϊκές εκλογές: «Για τις επερχόμενες ευρωεκλογές η ανάγκη εξήγησης των πολιτικών είναι ακόμα πιο σημαντική αφού τα διακυβεύματα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι κρίσιμα.
Το μεταναστευτικό, η δημογραφική απίσχανση, η προσαρμογή στην κλιματική κρίση, η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών και η διατηρήσιμη ανάπτυξη, οι γεωπολιτικές προκλήσεις αλλά και η ανάγκη για μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα που διαμορφώνεται, απαιτούν υπερεθνικές συνεργασίες, κοινές πολιτικές με την συμμετοχή των πολιτών.
Στη νέα εποχή που ήδη διαμορφώνεται εργαζόμαστε συστηματικά για μια σύγχρονη και ισχυρή Ελλάδα, σε μια καλύτερη Ευρώπη και έναν ασφαλέστερο κόσμο».