Του Γιάννη Σιδέρη
Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου επανήλθε στην εξουσία μετά την περιπέτεια του ειδικού δικαστηρίου, σύμπαν το ΠΑΣΟΚ επιθυμούσε να διερευνηθούν ενδεχόμενα σκάνδαλα της ΝΔ στην περίοδο 90-93. Τονίζουμε τη λέξη «ενδεχόμενα», για να μην δοθεί βάρος που ίσως δεν είχαν οι σχετικές υποψίες. Ίσως και να εκκινούσαν από διάθεση κομματικού ρεβανσισμού.
Ωστόσο ο Ανδρέας αντέκρουσε τις σχετικές προτάσεις ακριβώς για μη δώσει την εντύπωση του μικρόψυχου, για να επικρατήσει ομόνοια που είχε διαταραχθεί, να κατασβησθούν τα πάθη, να καταλαγιάσει το θυμικό του ΠΑΣΟΚ και ο κουρνιαχτός του διχασμού.
Το παράδειγμά του επαναφέρουν τώρα καλόπιστοι δρώντες στην πολιτική σκηνή ως κοινοβουλευτικά ή κομματικά στελέχη της ελάσσονος αντιπολίτευσης, για την επόμενη ημέρα των εκλογών, εάν αυτή διαμορφωθεί με βάση την απεικόνιση των δημοσκοπήσεων. Σίγουρα δεν θα αργήσουν να το υιοθετήσουν και οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ (συμφέρει).
Η ανησυχία των εν λόγω απορρέει από το ενδεχόμενο δημιουργίας εκ νέου εμφυλιοπολεμικών συνθηκών, πλήρους κοινωνικού διχασμού και ξέφρενης κομματικής αντιπαράθεσης, που θα κάνουν τη χώρα ένα απέραντο δικαστήριο, θα την οδηγήσουν στην παρακμή, εμποδίζοντας την αναγκαία συναίνεση που απαιτεί η πρόοδος (ενώ τώρα προοδεύει).
Τα ίδια στελέχη δεν παραβλέπουν το γκρίζο σύννεφο που απλώνεται πάνω από την πολιτική ζωή και ρίχνει βαριά τη σκιά του. Αυτό της ποινικοποίησης κάθε πολιτικής δράσης των προηγούμενων από τους νυν, προκειμένου να τους σύρουν κατά τον κρίσιμο προεκλογικό χρόνο ως ύποπτους και «ατιμασμένους», στήνοντας προεκλογικό πανηγύρι πάνω στις υπολήψεις τους. Τελευταίο επεισόδιο το άνοιγμα των λογαριασμών του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Στη συνέχεια θα ξανανοίξει η Novartis, ενώ προστίθενται η πώληση του Ερρίκος Ντυνάν, οι αρθροσκοπήσεις και οι αξονικές. Όλα τώρα, όλα προεκλογικά, ώστε οι κατηγορούμενοι να στηθούν στο εδώλιο της κακόβουλης λαϊκής γνώμης, και ειδικά στα ανελέητα λαϊκά δικαστήρια των social media - και «ας πάνε παρακάτω να αθωωθούν». Φυσικά το «παρακάτω» θα είναι μετά τις εκλογές, οπότε η στοχοποίηση θα έχει επιτελέσει τον λασπώδη εκλογικό της ρόλο.
Θα ήμασταν οι τελευταίοι που θα υποστηρίζαμε ότι υπάρχουν ιερά τέρατα στη δημόσια σφαίρα, που εκ προοιμίου πρέπει να παραμείνουν ανέγγιχτα. Ωστόσο ο χρόνος που ενεργοποιήθηκαν τα ανακλαστικά της διορισμένης από την κυβέρνηση αρχής και των κυβερνώντων, κραυγάζει για την σκοπιμότητα της παραπολιτικής στόχευσης. Είχαν τρία και πλέον χρόνια να ενεργοποιήσουν αυτές τις διαδικασίες.
Πολύ περισσότερο που δεν τηρήθηκαν οι στοιχειώσεις διαδικασίες. Για τους φερόμενους ως εμπλεκόμενους στη Novartis δεν τους επετράπη να εξετάσουν τους κουκουλοφόρους μάρτυρες (διαφυλάσσοντας την ανωνυμία τους), ενώ για την περίπτωση Σημίτη ειδικότεροι ημών, πανεπιστημιακοί καθηγητές νομικής, τονίζουν ότι το άνοιγμα των λογαριασμών του δεν έγινε με δικονομικά κριτήρια, και ότι δεν υφίσταντο εκείνες οι ενδείξεις ενοχής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει ο νομοθέτης, με αποτέλεσμα να καταλύεται το κράτος δικαίου.
Παράλληλα, σε δικαστικό βούλευμα του 2017 ο εισαγγελέας αποδίδει συγκεκριμένες ευθύνες για ζημιά του Δημοσίου, ύψους 147 εκατ. ευρώ, από παραλήψεις υπουργών της κυβέρνησης Καραμανλή αλλά η δικογραφία ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στη Βουλή, όπως καταγγέλλει το ΚΙΝΑΛ.
Φυσικά επειδή η πολιτική δεν διέπεται από χριστιανικούς κανόνες, δεν μπορεί να ισχύει το άφες αυτοίς ου γαρ είδασι τι ποιούσι. Στη δημόσια ζωή ο καθείς φέρει το βάρος των πράξεών του.
Αν ο Παπαντωνίου έπρεπε να προφυλακισθεί γιατί ήταν λέει ύποπτος φυγής και κατηγορείται για 2,5 εκατομμύρια, δεν θα πρέπει η δικαιοσύνη να διερευνήσει μέσα από ποιες συμφωνίες και ευθύνη τίνων, το δημόσιο θα έχανε 650 εκ. από το Ελ. Βενιζέλος αν δεν παρενέβαινε η ευρωπαϊκή διεύθυνση ανταγωνισμού; Δεν θα πρέπει επίσης να διερευνηθεί το καταγγελλόμενο από την αντιπολίτευση ως μέγα σκάνδαλο της ΔΕΠΑ;
Μα αν δεν διερευνηθούν, τα αποτελέσματα θα είναι: Θα τρωθεί η ηθική της πολιτικής. Θα παραμείνει διαχρονική σκιά στα πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται για κάτι επιλήψιμο, που μπορεί και να μην είναι. Θα διογκωθεί περαιτέρω η ήδη απαξιωτική στάση του λαού προς τους πολιτικούς και την πολιτική, και αυτό θα είναι η χαρά της Χ.Α. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίζει να παιανίζει το ηθικό πλεονέκτημα, ασχέτως αν (λέμε αν) έχει αποκτήσει κηλίδες, και θα συνεχίσει να επιτιμεί τους προηγούμενους (που για να ασχοληθεί μαζί τους η δικαιοσύνη «κάτι είχαν κάνει»). Θα μείνουν επίσης ατιμώρητα πρόσωπα στην περίπτωση που ενδεχομένως έχουν παρανομήσει, και αυτό καμία ανάγκη μετεκλογική ηπιότητας δεν το δικαιολογεί.
Τέλος, για να παραλλάξουμε μια φράση του ΠτΔ, το πολιτικό δεν μπορεί να υπερισχύσει του ηθικού, στο μέτρο που σκοπός της πολιτικής είναι η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, του οποίου ένα από τα στοιχεία είναι η επιβολή του κράτους δικαίου.