Η συμπεριφορά των ψηφοφόρων του κέντρου και της κεντροδεξιάς, των αναποφάσιστων και των νέων είναι μερικοί από τους παράγοντες που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν διεύρυνση της γκρίζας ζώνης, γεγονός που σε συνάρτηση με την κρισιμότητα της πρώτης κάλπης εγείρει ανησυχίες για εκλογές με αποχή ρεκόρ.
Στην φαρέτρα ωστόσο των κομματικών επιτελείων υπάρχει ένας ακόμα παράγοντας που δεν έχει αναδειχθεί αρκούντως το τελευταίο διάστημα: Η «μάχη του σταυρού». Ανεξαρτήτως του πόσες εκλογικές διαδικασίες θα χρειαστούν για την ανάδειξη της επόμενης κυβέρνησης, αυτή της 21ης Μαΐου, είναι που θα καθορίσει το ποιοι θα είναι οι 300 που θα καταλάβουν τα βουλευτικά έδρανα.
Κι αυτό, καθώς σε ενδεχόμενο διεξαγωγής εκλογών σε διάστημα μικρότερο των 18 μηνών από τις προηγούμενες, οι επαναληπτικές εκλογές θα γίνουν με λίστα και όχι με σταυρό.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για τις επικείμενες εκλογές; Ακόμα και σε ενδεχόμενο όπου και τα τρία κόμματα που θα λάβουν διερευνητική εντολή, αποτύχουν να σχηματίσουν κυβέρνηση, στις επόμενες εκλογές, που θα προκηρυχθούν άμεσα, οι ψηφοφόροι θα επιλέξουν μόνο κόμμα και όχι ονόματα που θέλουν να τους εκπροσωπούν στο κοινοβούλιο.
Καθώς θα διατηρηθεί η σειρά προτίμησης, όπως θα έχει αναδειχθεί από τους πολίτες την 21η Μαΐου, ανάλογα με τα νέα ποσοστά που θα λάβουν τα κόμματα, έτσι θα οριστούν και οι έδρες που θα καταλάβουν στην νέα σύνθεση του κοινοβουλίου αλλά και τα ονόματα τα οποία θα τις καταλάβουν.
Πρακτικά, ο μεγάλος αγώνας των υποψηφίων βουλευτών θα γίνει μέχρι και τις 21 Μαΐου. Αυτό δεν σημαίνει ότι στις 22 Μαΐου «σβήνουν οι μηχανές» και η διεξαγωγή των δεύτερων εκλογών είναι αποκλειστικά ζήτημα των κομματικών επιτελείων και των αρχηγών, αλλά σίγουρα ο προεκλογικός αγώνας για την δεύτερη κάλπη δεν θα έχει την ίδια ένταση από τους υποψηφίους και κυρίως όσους θα βρίσκονται μακριά από εκλόγιμη θέση.
Και όταν αναφερόμαστε σε προεκλογικό αγώνα, εννοούμε τις συναντήσεις με τους πολίτες, την παρουσία τους στην τοπική κοινωνία για να αποσαφηνίσουν τις προεκλογικές θέσεις του κόμματος που εκπροσωπούν, τις προεκλογικές τους ομιλίες στις οποίες παρουσιάζουν τα προγράμματά τους για την επόμενη τετραετία αλλά προφανώς και τον παράγοντα «προσωπική σχέση».
Είναι αλήθεια ότι μία μεγάλη μερίδα πολιτών ψηφίζει με κομματικά/πολιτικά κριτήρια, ωστόσο δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο το ποσοστό που επηρεάζεται ή ακόμα και επιλέγει με γνώμονα του πόσο καλά γνωρίζει έναν υποψήφιο, ή το πόσο του αρέσει η «εικόνα» του, ανεξαρτήτως κομματικών ορίων.
Συμπερασματικά, η ένταση με την οποία θα δώσουν τη μάχη τις επόμενες 43 ημέρες, καθένας από τους εκατοντάδες υποψηφίους μπορεί να αποτελέσει έναν σημαντικό παράγοντα περιορισμού του μεγέθους της αποχής και συνολικά της «γκρίζας ζώνης» στην οποία καταγράφεται δημοσκοπικά ένα 11%-13%.
Η γκρίζα ζώνη, η ανησυχία για την αποχή και η μάχη των κομμάτων
Η δημοσκοπική αποτύπωση της αποχής, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, δεν αποτελεί απαραίτητα και εκλογική πραγματικότητα. Μεγάλος μέρος των πολιτών που απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες δεν απαντά καθόλου στις δημοσκοπήσεις, άρα δεν εντάσσονται καν στην γκρίζα ζώνη.
Τα κομματικά επιτελεία ήδη πριν από την επίσημη ανακοίνωση της ημερομηνίας των εκλογών έχουν εστιάσει στην προσπάθεια της μέγιστης δυνατής συσπείρωσης την πρώτη Κυριακή. Από τη μία η Νέα Δημοκρατία, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να διαμηνύει ότι η πρώτη Κυριακή θα καθορίσει τον νικητή, και από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Αλέξη Τσίπρα, να υποστηρίζει ότι θα σχηματίσει την προοδευτική διακυβέρνηση από την επομένη των εκλογών. Οσο για τον Νίκο Ανδρουλάκη, συνεχίζει τους γρίφους και τα κουίζ, δείχνοντας να αγνοεί τα δεδομένα και τις διαθέσεις των ψηφοφόρων του κόμματός του, οι οποίοι δεν δείχνουν να επιβραβεύουν δημοσκοπικά το μήνυμα «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας», παρά πρωθυπουργός ένς τρίτο πολιτικό πρόσωπο.
Σε αυτή τη πορεία προς τις εκλογές, τα κομματικά επιτελεία της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ έχουν διαμορφώσει δύο ομάδες. Η μία εστιάζει στην χάραξη της στρατηγικής και στα βασικά μηνύματα που θα επικοινωνηθούν. Και η δεύτερη αποτελείται από τα πρόσωπα που θα αναλάβουν τη προβολή των μηνυμάτων και θα βγουν μπροστά στην τηλεοπτική μάχη. Σε ένα βαθμό, από τα πρόσωπα αυτά, στην συντριπτική τους πλειοψηφία υποψήφιοι βουλευτές, τα οποία μαζί με τη προβολή των μηνυμάτων του κόμματός τους, θα δίνουν και τη προσωπική «μάχη του σταυρού», εξαρτάται κατά πόσο θα καταστεί δυνατό να μπορεί να «μαζευτεί» η αποχή.