Του Γιώργου Φιντικάκη
Έπρεπε για μια ακόμη φορά οι σχέσεις της κυβέρνησης με την Cosco να δοκιμαστούν, η δυσαρέσκεια να φτάσει μέχρι την κινεζική πρωτεύουσα, προκειμένου ενόψει και του επικείμενου ταξιδιού Τσίπρα στο Πεκίνο, το Μαξίμου να επιχειρήσει να ρίξει τους τόνους.
Έτσι πρέπει να διαβαστεί η χθεσινή σύσκεψη που συγκλήθηκε παρουσία των Φλαμπουράρη, Κουβέλη, Πιτσιόρλα, Στρατή, και του επικεφαλής του ΟΛΠ Captain Fu, όπου του δόθηκαν διαβεβαιώσεις πως η έγκριση του master plan στο λιμάνι, θα δρομολογηθεί το συντομότερο.
“Εκτιμούμε ότι μπήκαν οι βάσεις για να επιλυθεί το πρόβλημα, και ότι με υπόμνημα που θα αποστείλουμε και θα περιγράφει αναλυτικά τις θέσεις μας, θα ξεπεραστούν τα εμπόδια, ώστε να προχωρήσει το σύνολό της πρότασής μας, με μόνη εξαίρεση τη μείωση του μεγέθους του Mall”, έλεγαν μετά τη σύσκεψη στο liberal.gr κύκλοι της Cosco, προσθέτοντας ωστόσο ότι αναμένουν να πάρουν στα χέρια την επόμενη Παρασκευή την τελική γνωμοδότηση του ΚΑΣ για να σιγουρευτούν ότι οι προφορικές δεσμεύσεις συμφωνούν με τις πράξεις.
Όμως ακόμη κι αν δεχθούμε ότι η κυβέρνηση αντιλήφθηκε το ρίσκο που συνοδεύει τις ενέργειες της, και τελικά η επένδυση απεμπλακεί από την αρχαιολογική “ομηρία”, το ερώτημα είναι γιατί και πάλι έπρεπε τα πράγματα να φτάσουν ως εδώ.
Τι είναι αυτό που επιβάλει τέτοιου είδους “γυμνάσια” την ώρα που η οικονομία διψάει για επενδύσεις, γιατί πρέπει να δυσφημείται η χώρα με δημοσιεύματα σαν αυτό της Wall Street Journal με τίτλο " Έλληνες γραφειοκράτες μπλόκαραν τη μεγαλύτερη επένδυση της Κίνας”, αντί η κυβέρνηση να παραμερίζει από μόνη της τις διοικητικές και δογματικές αγκυλώσεις, χωρίς να πρέπει να προηγηθεί ενόχληση σε υψηλό επίπεδο.
Διότι της χθεσινής σύσκεψης στο Μαξίμου είχε προηγηθεί έντονο παρασκήνιο, ενόχληση από την κινεζική πλευρά που μεταφέρθηκε αρμοδίως στα κυβερνητικά όργανα, ενόψει και της επικείμενης επίσκεψης Τσίπρα στο Πεκίνο για την οποία δεν έχει ακόμη επισημοποιηθεί η ημερομηνία.
Τα όσα συνέβησαν στη προ ημερών συνεδρίαση του ΚΑΣ, και η συνακόλουθη στάση της κυβέρνησης, θορύβησε τα μέγιστα τη κινεζική πλευρά, εκφράζοντας την έκπληξή της για τα προσκόμματα στην επένδυση της Cosco.
Το ντόμινο
Eκείνο που δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται η Αθήνα είναι ότι μια τέτοια καθυστέρηση, όχι μόνο θα πήγαινε πίσω τουλάχιστον 8 μήνες την έναρξη υλοποίησης οποιασδήποτε επένδυσης στο λιμάνι, αλλά θα συμπαρέσυρε και μια σειρά άλλων δρομολογημένων κινήσεων της Κίνας σε τρίτες χώρες.
Διότι η Cosco αντιμετωπίζει το επενδυτικό της σχέδιο ως ένα ενιαίο σύνολο, και όχι ως μεμονωμένα κομμάτια, ως μέρος της διαδικασίας ολοκλήρωσης του νέου Δρόμου του Μεταξιού, που στόχο έχει να εδραιώσει την παγκόσμια οικονομική ισχύ του Πεκίνου.
Τυχόν μετάθεση για αργότερα των επενδύσεων στο λιμάνι που η κινεζική διπλωματία αποκαλεί όχι τυχαία "κεφάλι του Δράκου", θα προκαλέσει επιπτώσεις σε άλλες δράσεις, πολλώ δε μάλλον όταν το Πεκίνο βρίσκεται σε φάση επαναξιολόγησης της τακτικής του.
Άνθρωποι με εμπειρία στα διπλωματικά θυμίζουν ότι το υπό συζήτηση νέο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις επενδύσεις τρίτων σε στρατηγικές υποδομές, που αποσκοπεί ξεκάθαρα να βάλει φραγμούς στη Κίνα, έχει βάλει το Πεκίνο σε διαδικασία να "ξαναδεί" τη στρατηγική του.
Αναζητά νέες συμμαχίες εντός ΕΕ, και το φλερτ με την αντισυστημική ιταλική κυβέρνηση Σαλβίνι-Ντι Μάιο μόνο τυχαίο δεν είναι. Στα τέλη Μαρτίου, η Ιταλία έγινε η πρώτη χώρα-μέλος των G7 που συμμετέχει και επισήμως στο project «Οne Βelt Οne Road” της Κίνας, κάτι που επισφραγίστηκε με την επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην Ρώμη.
Η ιταλική κυβέρνηση επιχείρησε με τον τρόπο αυτό να δείξει ότι αψηφά τις προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κινεζική επέκταση στην Ευρώπη. Το άνοιγμα των ιταλικών λιμανιών της Βόρειας Αδριατικής σε κινεζικές εταιρείες και επενδύσεις αποσκοπούσε ακριβώς σε αυτό, ενόψει και της Συνόδου Ε.Ε. – Κίνας που είναι προγραμματισμένη για την ερχόμενη Τρίτη 9 Απριλίου 2019, με θέμα το νέο Δρόμο του Μεταξιού. Ωστόσο η Ιταλία φαίνεται ότι δεν ήθελε να περιμένει μέχρι τότε. Προσβλέπει σε κινεζικές επενδύσεις δισεκατομμυρίων το γρηγορότερο δυνατό, και θα χρησιμοποιήσει τη διακρατική συμφωνία που υπέγραψε με το Πεκίνο ως μοχλό πίεσης για να επηρεάσει τις αποφάσεις των Βρυξελλών.
Οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον
Διπλωματικοί πάντως παρατηρητές, δεν αποκλείουν τα τελευταία γεγονότα να συνδέονται με την ενόχληση που έχουν μεταφέρει καιρό τώρα οι Ευρωπαίοι, αλλά και η Ουάσινγκτον στην Αθήνα για τα κινεζικά επενδυτικά σχέδια. Δεν αποκλείουν επίσης κατά την επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλος, να μετέφερε τις διαβεβαιώσεις της Αθήνας ότι οι σχέσεις Ελλάδας-Κίνας δεν πρόκειται να παρεκκλίνουν από το φρένο των Βρυξελλών στην κινεζική επεκτατικότητα.
Τα επιχειρήματα των Βρυξελλών είναι γνωστά εδώ και καιρό. Τα ίδια συνέβαιναν και επί κυβέρνησης Σαμαρά όταν είχαν υπάρξει κατ' επανάληψη γκρίνιες για τις κινεζικές επενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος των ελληνικών αποκρατικοποιήσεων. Ο αντίλογος τότε, ήταν ότι οι οχλήσεις δεν συνοδεύτηκαν ποτέ από επενδύσεις μεγάλων ευρωπαϊκών -δυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα, παρά μόνο από απαιτήσεις για το ποιοι δεν πρέπει να επενδύσουν στη χώρα.
Προσεχώς… ΚΣΝΜ
Το έργο πάντως θα έχει ακόμη αρκετά επεισόδια. Τις επόμενες εβδομάδες καλείται να συνεδριάσει το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων (ΚΣΝΜ), για να εγκρίνει ή όχι τα ξενοδοχεία που θέλει να ανεγείρει ο ΟΛΠ στο λιμάνι, ανάμεσα στα οποία και η μετατροπή της λεγόμενης “Παγόδας”, του πρώην Σταθμού Επιβατών Αγίου Νικολάου.
Ουδείς γνωρίζει τι ακριβώς θα αποφανθεί το ΚΣΝΜ, όπως και ουδείς γνωρίζει μέχρι και την επόμενη Παρασκευή οπότε και ο ΟΛΠ θα παραλάβει την επίσημη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, υπό ποιους όρους θα μπορέσουν να υλοποιηθούν τα έργα του master plan.
Όσο τα έργα καθυστερούν, τόσο το μεγαλύτερο λιμάνι δεν θα μπορεί να αναπτυχθεί, να εκσυγχρονισθεί, και να γίνει hub, προκειμένου να προσελκύσει τη διεθνή ναυτιλία.
Συνολικά, οι επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιήσει η Cosco και ορισμένες εκ των οποίων ήδη έχουν ολοκληρωθεί - υποχρεωτικές και πρόσθετες - ανέρχονται στο ποσό των περίπου 580 εκατ. ευρώ. Οι υποχρεωτικές επενδύσεις του ΟΛΠ είναι ύψους 293,7 εκατ. ευρώ και θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί έως το 2021, προκειμένου να μεταβιβαστεί στην Cosco και το υπόλοιπο 16% του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΛΠ, εκτός από το 51% που απέκτησε το 2016. Όσο αυτές καθυστερούν, τόσο η σύμβαση παραχώρησης που έχει κυρωθεί από τη Βουλή, θα παραμένει ημιτελής.