Η νέα εποχή Τραμπ που αρχίζει και επισήμως πλέον, μοιάζει για τις περισσότερες ευρωπαϊκές -και όχι μόνο- κυβερνήσεις, με αχαρτογράφητα νερά. Οι πρώτες κινήσεις, άλλωστε, του Αμερικανού προέδρου, όπως η επιλογή προσώπων, που θα έχουν θέση στον στενό πυρήνα των συνεργατών του, απέδειξαν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι αποφασισμένος να κινηθεί έξω από τις παραδοσιακές νόρμες και σίγουρα δεν προτίθεται να ακολουθήσει τον καθιερωμένο δρόμο των αμερικανικών πολιτικών.
Η αίσθηση ότι όλα είναι ανοιχτά και πιθανά, δημιουργεί αυτομάτως ένα κλίμα ρευστότητας, επομένως και προβληματισμού. Σε αυτό το κλίμα κινείται και η ελληνική κυβέρνηση, που θέτει ως βασικούς άξονες των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, τα όσα έχουν επιτευχθεί στο παρελθόν, τη στρατηγική σχέση και σύνδεση, που έχει αναπτυχθεί και τις στέρεες βάσεις, που υπάρχουν, αναμένοντας, ωστόσο, στην πράξη τη στάση της Ουάσιγκτον.
Για την ελληνική κυβέρνηση υπάρχουν τρία πεδία ενδιαφέροντος. Το πρώτο, αφορά σε ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, που σχετίζεται με τις πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ σε μείζονα θέματα, από την κλιματική κρίση έως την woke ατζέντα, με αντίκτυπο όχι μόνο την αμερικανική κοινωνία, αλλά με βεληνεκές που φθάνει στην Ευρώπη και στη δημιουργία κοινωνικών συσχετισμών.
Το δεύτερο, αντανακλά στην οικονομία, όπου οι αποφάσεις του νέου Αμερικανού προέδρου σε σχέση λ.χ. με την επιβολή δασμών προς την Κίνα και την Ευρώπη, θα επηρεάσουν την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά.
Το τρίτο πεδίο ενδιαφέροντος είναι η εξωτερική πολιτική που το State Department θα υλοποιήσει στα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η Μέση Ανατολή και, προφανώς, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και τα ελληνοτουρκικά.
Η ελληνική κυβέρνηση εκφράζει έως σήμερα τη βεβαιότητα ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις θα παραμείνουν σταθερά ισχυρές και παραγωγικές, επισημαίνοντας τον στρατηγικό χαρακτήρα τους, που δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το πολιτικό πρόσημο του εκάστοτε Αμερικανού προέδρου.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει ήδη δηλώσει ότι προσδοκά μία ακόμα πιο στενή συνεργασία μεταξύ Αθήνας και Ουάσιγκτον, υπενθυμίζοντας ότι η συνεργασία αυτή υπήρξε άψογη και στη διάρκεια της πρώτης θητείας του νέου Προέδρου. Από την επομένη της ορκωμοσίας Τραμπ, σημαντικό στοιχείο θεωρείται η εγκαθίδρυση ενός διαύλου επικοινωνίας με τα πρόσωπα «κλειδιά» της αμερικανικής διπλωματίας, όπως ο νέος Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Μαρκ Ρούμπιο.
Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα μετριοπαθές πρόσωπο, το οποίο δείχνει να ακολουθεί την πάγια γραμμή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ενισχύει την πεποίθηση της Αθήνας ότι δεν αναμένεται στροφή 180 μοιρών σε κομβικά για την Ελλάδα ζητήματα.
Με τα μέτωπα της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, ιδιαιτέρως της Συρίας, σε πλήρη εξέλιξη, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπορεί να παραμένουν ένα από τα κρίσιμα κεφάλαια, δεν είναι, όμως, το μείζον μέλημα της αμερικανικής διπλωματίας στην ευρύτερη περιοχή. Είναι προφανές ότι η Αθήνα περιμένει να δει στην πράξη την αμερικανική στάση, χωρίς να προϊδεάζει, όμως, για θεαματικές αλλαγές.
Άλλωστε, παρά τις πρόσφατες δημόσιες θερμές τοποθετήσεις του Ντόναλντ Τραμπ για τον Ταγίπ Ερντογάν, υπενθυμίζεται σε κάθε τόνο ότι αφενός ήταν ο ίδιος ο Τραμπ στην λήξη της προηγούμενης θητείας του όταν απέκλειε την Τουρκία από το πρόγραμμα αγοράς των F35, με αφορμή την αγορά των S-400, αφετέρου ότι το τωρινό μεγάλο «αγκάθι» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις ακούει στο όνομα Ισραήλ.
Ενισχύοντας η Αθήνα τις συμμαχίες της στην περιοχή, που έχουν λάβει τη μορφή και τριμερών συνεργασιών, όπως με Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ, αλλά και με χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, όπου βρέθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και κορυφαίοι υπουργοί του πριν από λίγες ημέρες, εκτιμάται ότι η σημασία της ελληνικής διπλωματίας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Σύσσωμη η Ευρώπη αναμένει τις κινήσεις Τραμπ και στην οικονομία, κυρίως στο αν τελικά θα αποφασίσει να υλοποιήσει τις διακηρύξεις του περί επιβολής δασμών στην Κίνα και την Ευρώπη, στη λογική της ενίσχυσης της αμερικανικής οικονομίας. Μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε ντόμινο επιπτώσεων, απρόβλεπτων αυτή την ώρα και μάλιστα σε μια δύσκολη χρονική συγκυρία για τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η γαλλική και η γερμανική, και κατ΄ επέκταση για το σύνολο της ΕΕ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη επισημάνει την ανάγκη ισχυροποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια σειρά τομέων, όπως είναι η ανταγωνιστικότητά της, παραπέμποντας συχνά στην έκθεση Ντράγκι, η ενεργειακή της αυτονομία και η αμυντική της θωράκιση, προωθώντας στους κόλπους των «27» την ελληνική άποψη ότι η Ευρώπη «οφείλει να αναζητήσει δυναμικά τη θέση της σε έναν παγκόσμιο χάρτη συσχετισμών και συμφερόντων που αλλάζει διαρκώς».
Μετά τα πρώτα δείγματα γραφής και πριν ακόμη την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων της νέας αμερικανικής διοίκησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε πριν από λίγες ημέρες για μία χρονιά με «τεκτονικές ανατροπές σε αυτό που κατανοούμε ως πολιτική», για πρωτοφανείς εξαγγελίες που προαναγγέλλουν γεωστρατηγικές μεταβολές και αλλαγές στις ζώνες επιρροής -παραπέμποντας στις δηλώσεις Τραμπ για τη Γροιλανδία ή τη διώρυγα του Παναμά- αλλά και για ένα «πρωτόγνωρο σκηνικό όπου παγκόσμιοι οικονομικοί παράγοντες διεκδικούν τον ρόλο διαμορφωτή της κοινής γνώμης σε πολλές χώρες», σχολιάζοντας εμμέσως τις παρεμβάσεις Μασκ για τα πολιτικά τεκταινόμενα σε Βρετανία και Γερμανία.
Οι κινήσεις Τραμπ «έξω από το κουτί», κατά την αμερικανική έκφραση, είναι αυτές, που προκαλούν τον μεγαλύτερο «θόρυβο» και τη μεγαλύτερη αμηχανία στα ευρωπαϊκά κέντρα, που καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν έναν απρόβλεπτο Αμερικανό πρόεδρο.