Την πρόταση να γίνει η νέα γραμματέας του κόμματος η Ράνια Σβίγκου, έκανε ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην πρώτη συνεδρίαση της νέας Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, υπογραμμίζοντας ότι οι επιλογές του βασίζονται στις αρχές της ανανέωσης, της ισότιμης εκπροσώπησης των φύλων, της ενότητας, της αντιδιοτέλειας και της προοπτικής για το κόμμα.
Για τη θέση του αναπληρωτή γραμματέα πρότεινε τον Γιώργο Βασιλειάδη, διευκρινίζοντας ότι «ο γραμματέας και ο αναπληρωτής να μην είναι βουλευτές. Να δεσμευτούν ότι δεν θα είναι υποψήφιοι στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση διεκδικώντας το σταυρό. Να μείνουν στο κόμμα για να δουλέψουν αποκλειστικά για αυτό μέχρι τη λήξη της θητείας τους στο επόμενο συνέδριο, δηλαδή να μη συμμετέχουν στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα μετά τη νίκη μας στις επόμενες εκλογές».
Για τα συγκεκριμένα πρόσωπα είπε ότι «πρόκειται για δύο νέους ανθρώπους αλλά ταυτόχρονα δοκιμασμένους και μπαρουτοκαπνισμένους. Δυο ανθρώπους που γνωρίζω από παιδιά και μπορώ να εγγυηθώ προσωπικά για το ήθος τους, την εντιμότητά τους, την ανιδιοτέλεια και την προσήλωσή τους στη συλλογική μας προσπάθεια. Δυο συντρόφους που μπορούν να συμβολίσουν ως δίδυμο την ανανέωση, την ενότητα, την προοπτική για το κόμμα μας».
Επιπλέον, στην πρώτη συνεδρίαση της νέας ΚΕ τόνισε, το «μικρό κόμμα διαμαρτυρίας» που, όπως είπε, συκοφαντήθηκε ως εξτρεμιστικό ή πολεμήθηκε για να μην ενηλικιωθεί, «είναι πια μεγάλο, μαζικό, λαϊκό, βαθιά δημοκρατικά, ώριμο κόμμα εξουσίας». «Αριστερό στην ψυχή και τις ιδέες του, αποτελεσματικό στις δράσεις του, ρεαλιστικό και αποφασιστικό στο πρόγραμμα και τις προθέσεις του», υπογράμμισε.
Με φόντο το σύνθημα «τώρα όλοι μαζί, για την πολιτική αλλαγή», ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διακήρυξε από την συνεδρίαση ότι «θέλουμε, μπορούμε και θα νικήσουμε», σημειώνοντας ότι αυτή η «βεβαιότητα και δέσμευση» προσδίδει στη σημερινή συνεδρίαση «το βάρος μιας μεγάλης ευθύνης», όχι μόνο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καλείται να εκλέξει τα εκτελεστικά όργανα του κόμματος, «αλλά κυρίως γιατί εδώ και τώρα δίνουμε το σύνθημα της πολιτικής αλλαγής». «Ενωμένοι και αποφασισμένοι», υπογράμμισε, «αφήνοντας οριστικά πίσω μας τους εύλογους ανταγωνισμούς της εκλογικής διαδικασίας, απορρίπτοντας κάθε σκέψη και κάθε υποψία για νικητές και ηττημένους, αποκρούοντας κάθε έξωθεν προσπάθεια να διαρραγεί το τείχος της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης μας».
Ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι σήμερα είναι «η πρώτη μέρα μιας δύσκολης αλλά συναρπαστικής διαδρομής που πρώτος σταθμός της είναι η νίκη στις ερχόμενες εκλογές». Σημείωσε ότι η νίκη πρέπει να είναι «τόσο καθαρή ώστε να μην αφήνει κανενός είδους περιθώρια για αμφισβητήσεις, υπονομεύσεις και παρασκήνιο, ως προς τη λαϊκή βούληση για την πολιτική αλλαγή και την προοδευτική διακυβέρνηση». Υπογράμμισε ότι μια προοδευτική κυβέρνηση θα ανοίξει ορίζοντες προόδου, με στόχο την αξιοπρέπεια της εργασίας, την προοπτική των νέων, τη στήριξη της μεσαίας τάξης που στραγγαλίζεται «από τις κρατικοδίαιτες προνομιούχες ελίτ». Προτεραιότητες της: δημόσια Υγεία, δημόσια Παιδεία, κοινωνικό κράτος, προστασία των πιο ευάλωτων.
Ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι η χώρα μας συμπιέζεται ανάμεσα στις διεθνείς δυσκολίες και «την εμμονή της χειρότερης κυβέρνησης στις αδιέξοδες νεοφιλελεύθερες συνταγές που μας οδήγησαν πρόσφατα στη χρεοκοπία και που απειλούν εκ νέου να μας οδηγήσουν σε μια πρωτοφανή κοινωνική χρεοκοπία». Μίλησε για τη «χειρότερη κυβέρνηση στη χειρότερη στιγμή», καταλογίζοντας της ότι έχει οδηγήσει σε σειρά αρνητικών ρεκόρ (πανδημίας, ακρίβεια) και πως χρησιμοποιεί διαρκώς δικαιολογίες για να κρύψει τη «χρεοκοπημένη πολιτική της», όμως «ο διεθνής χαρακτήρας των κρίσεων δεν μπορεί να κρύψει τις εγκληματικές πρακτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που πολλαπλασίασαν τα δραματικά τους αποτελέσματα στη χώρα μας». Είπε ότι είναι έργο της κυβέρνησης Μητσοτάκη: «η παράλυση του ΕΣΥ» και η «διάλυση της δημόσιας Παιδείας» προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων, «η καθήλωση του βασικού μισθού, η εργασιακή ζούγκλα», «η καταστολή, ο ευτελισμός των θεσμών, η προσπάθεια μετατροπής της Δικαιοσύνης σε εργαλείο καθεστωτικής αδικίας», «η ληστεία των δημόσιων ταμείων». Μίλησε ακόμη για «εγκληματική προθυμία με την οποία έχουν τοποθετήσει την Ελλάδα στη ζώνη υψηλού κινδύνου, με την αποστολή όπλων στην Ουκρανία, σε μια στιγμή που η Τουρκία αναβαθμίζει δραματικά το ρόλο της στην περιοχή και τις προκλητικές απαιτήσεις της από την Ελλάδα».
Σχολίασε ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας «ξέρει τον ένοχο» και πως «η κατάρρευση της εικόνας του κυρίου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του, που με τόση προσπάθεια, τόσο χρήμα, και τόσο αμέριστη βοήθεια από τα ΜΜΕ της διαπλοκής δημιούργησαν, βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές».
Ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι «δεν πάει άλλο» και ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια υπομονής» καθώς «κάθε μέρα που περνάει η καταστροφή γίνεται μεγαλύτερη, οι κίνδυνοι γίνονται πιο ορατοί, η ανασφάλεια και η απόγνωση γίνονται κοινωνική κανονικότητα». «Το καθεστώς Μητσοτάκη διαλύει την οικονομία, την κοινωνική συνοχή, την εμπιστοσύνη», τόνισε και σχολίασε ότι η κυβέρνηση συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο που «αναρωτιέται κανείς αν έχει προεξοφλήσει την ήττα της και αρπάζουν ό,τι προλάβουν». Σημείωσε ότι «η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία είναι η μόνη δημοκρατική και εθνική διέξοδος, εδώ που έχουν οδηγήσει τα πράγματα» και «προειδοποίησε» την κυβέρνηση «να μην επιχειρήσουν μέσα στον πανικό τους να δημιουργήσουν εστίες τεχνητής έντασης προσπαθώντας να αλλάξουν την εικόνα από τα πραγματικά, τα μείζονα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας».
Υποστήριξε ότι «η κοινωνία καταλαβαίνει ότι κάθε ημέρα παραμονής της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην εξουσία, είναι μια μέρα καταστροφής» που κάνει «ακόμη πιο δύσκολη την επόμενη μέρα για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της συνοχής της κοινωνίας μας» και πως αυτό που αναρωτιούνται πια ολοένα και περισσότεροι πολίτες, «δεν είναι αν θα νικήσουμε τις εκλογές όποτε και αν αυτές λάβουν χώρα, αλλά αν θα έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες και τα περιθώρια για να ξαναβάλουμε τη χώρα σε τροχιά ευημερίας». Είπε ότι η πλειοψηφία μπορεί να βασιστεί και πάλι στον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο γιατί διαθέτει το πρόγραμμα και τους ανθρώπους, όπως είπε, «αλλά γιατί η προοδευτική κυβέρνηση θα είναι μια κυβέρνηση που θα έχει τα θεμέλιά της στην κοινωνική πλειοψηφία κι όχι στα οικόπεδα της αρπαγής και της εκμετάλλευσης».
Τόνισε ότι η μοίρα της αριστεράς και της προοδευτικής παράταξης είναι να καλείται στα δύσκολα «να συμμαζέψει τα ερείπια που αφήνει πίσω της η συντηρητική παράταξη» και πως έτσι και τώρα «θα τα καταφέρουμε ξανά». «Όσο πιο γρήγορα βέβαια τελειώσει αυτό το πάρτυ της διαφθοράς, της αισχροκέρδειας και της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι δυνατότητές μας», σημείωσε. Ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε ότι «δεν ερχόμαστε να διαχειριστούμε τη σήψη, αλλά να σταθούμε απέναντι σε όσα και όσους την προκαλούν».
Σημείωσε ότι «έχουμε όνειρα αλλά, όχι, δεν είμαστε ονειροπόλοι», εξηγώντας ότι «τα όνειρά μας τα συνδέει με την πραγματικότητα ένα πρόγραμμα ρεαλιστικού ριζοσπαστισμού, τεκμηριωμένο, κοστολογημένο, καταρτισμένο με τη συμμετοχή επιστημόνων, αλλά και ανθρώπων όλων των κοινωνικών ομάδων». Τόνισε ότι «οι 5+1 δεσμεύσεις του 3ου Συνεδρίου μας που θα γίνουν πράξη από τις πρώτες ημέρες της πολιτικής αλλαγής και της νέας προοδευτικής κυβέρνησης.
Σημείωσε ότι «εργαλείο και όπλο της πολιτικής αλλαγής και της προοδευτικής διακυβέρνησης είναι το κόμμα μας, ο μεγάλος, ζωντανός, πολύχρωμος, ανήσυχος, αποφασισμένος ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ των 170.000 μελών μας». Υπενθύμισε ότι ο πρόεδρος εξελέγη «από πάνω από 150.000 μέλη του κόμματος» και ότι «πάνω από 110.000 νέα μέλη έχουν εγγραφεί στο κόμμα», επισημαίνοντας ότι τα μισά μέλη της ΚΕ είναι γυναίκες, «πράγμα που για πρώτη φορά γίνεται στην ιστορία όλων των κομμάτων της χώρας». Σχολίασε ότι η εκπροσώπηση των γυναικών σε καθοδηγητικά όργανα, «ακόμα και κομμάτων που επαγγέλλονται την πρόοδο, είναι σε αριθμούς που μόνο πρόοδο δεν υποδηλώνουν, αλλά συντήρηση και οπισθοδρόμηση».
Ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε διεξοδικά στο στόχο της συνοχής του κόμματος. Είπε μεταξύ άλλων ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, δεν ανήκει σε μας, ούτε καν στα μέλη του. Ανήκει σε όλους όσοι διψούν για κοινωνική δικαιοσύνη. Ανήκει στα κοινωνικά στρώματα και τις κοινωνικές ομάδες που θέλουμε να εκπροσωπούμε». Σημείωσε ότι «πρέπει να πάμε πέρα από παλιές φόρμες, τις παλιές συνήθειες, τις παλιές οργανωτικές δομές» και «να αναβαπτιστούμε στις διαχρονικές αξίες της Αριστεράς, στην αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα, την πρόταξη του γενικού στο προσωπικό, τη συνεχή αναφορά για κάθε μας πράξη σε κείνους που θέλουμε να εκπροσωπούμε».
Είπε ότι στις 15 Μάη έγινε «ένα σπουδαίο βήμα» και ότι κανείς από τους δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες δεν ήρθε να εγγραφεί στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για να κάνει το κέφι του. Μίλησε για συγκλονιστική διάθεση προσφοράς, για να τονίσει ότι «έχουμε χρέος αυτούς τους δεκάδες χιλιάδες παλιούς συναγωνιστές και νέους συντρόφους μας, να τους αξιοποιήσουμε, χωρίς προαπαιτούμενα, χωρίς αστερίσκους, χωρίς φοβίες, να αγκαλιάσουμε τα νέα μας μέλη, από όποιο χώρο κι αν προέρχονται». Τόνισε ότι αυτό «είναι το πρώτο μας πολιτικό και οργανωτικό καθήκον της ΚΕ το επόμενο διάστημα».
Στο ίδιο πλαίσιο ανέφερε ότι το «σαφές μήνυμα πολιτικής αλλαγής» που, όπως είπε, έστειλαν στις 15 Μάη οι 152.000 πολίτες, «ήταν μήνυμα κυρίως προς το Μαξίμου αλλά ήταν μήνυμα και προς την Κουμουνδούρου και οφείλουμε έτσι να το αναγνώσουμε και στην Κουμουνδούρου ως μήνυμα και ταυτόχρονα εντολή αλλαγής και προς εμάς, για τον τρόπο που κι εμείς λειτουργούμε».
Ρώτησε αν «θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε πολλές φορές κλεισμένοι στον εαυτό μας, στην ασφάλεια των κομματικών μας γραφείων ή θα γίνουμε ένα με τη κοινωνία, ένα με τις αγωνίες και τους αγώνες του λαού μας», αν θα αντιστοιχηθεί η εκλογική επιρροή του κόμματος και στους χώρους που αναπνέει η κοινωνία «ή θα μας αρκεί το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών και σε όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές διεργασίες θα έχουμε χαμηλές πτήσεις, αλλά δε θα τρέχει και κάτι;». «Είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε ή θεωρούμε ότι όλα έχουν καλώς;», ρώτησε και αναφορικά με την εσωτερική λειτουργία. «Θα συνεχίζουμε να λειτουργούμε με ομάδες και τάσεις καρικατούρες, που ενώ εμφανίζονται ως ρεύματα ιδεών, στη πράξη λειτουργούν πολλές φορές ως ρεύματα άγονης εσωτερικής αντιπαλότητας και ως μηχανισμοί αναπαραγωγής στελεχών; Εν ονόματι οποιουδήποτε προσχήματος ή προσώπου, ακόμη και του Προέδρου του κόμματος;», συνέχισε, προσθέτοντας μεταξύ άλλων: «Ή θα αποκαταστήσουμε έναν υγιή συναγωνισμό που θα προσφέρει το οξυγόνο της κοινωνίας στις γραμμές μας, αλλά και θα υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας;».
Ο κ. Τσίπρας δήλωσε αποφασισμένος να κάνει βήματα να γίνει παντού αισθητή η αλλαγή και ότι «αυτό το ισχυρό μήνυμα» θέλει να εκπέμψει με τις αποφάσεις του.
Συνεχίζοντας υπογράμμισε ότι «ταυτόχρονα με τη προετοιμασία μας για την εκλογική μάχη και το δυνάμωμα της κοινωνικής αντίστασης στις κυβερνητικές επιλογές, έχουμε και δύσκολο έργο οργάνωσης στο κόμμα μας», να καταγραφούν χωρίς γραφειοκρατικές καθυστερήσεις όλα τα νέα μέλη σε κάθε νομό και κάθε οργάνωση, να μετατραπεί το κόμμα στο πιο μαζικό αλλά και το πιο δημοκρατικό κόμμα στη χώρα, δίνοντας το λόγο στα μέλη μας για κρίσιμες αποφάσεις, μέσω της ένταξης της ψηφιακής λειτουργίας στην οργανωτική δουλειά.
Ο Αλέξης Τσίπρας εξήρε τη «σημαντική δουλειά» του Γραμματέα του κόμματος, Δημήτρη Τζανακόπουλου, «που κατάφερε το μεγάλο οργανωτικό άλμα», «που ειλικρινά πιστεύω ότι χωρίς τη δική του συνεισφορά, δε θα είχαμε πετύχει αυτά τα σημαντικά βήματα, ο Γραμματέας που επί των ημερών του το κόμμα μας πέτυχε να πενταπλασιάσει τα μέλη του. Είπε ότι «μεγάλο μέρος αυτής τη επιτυχίας οφείλεται στη προσωπική του εξαιρετικά δύσκολη προσπάθεια, στην κομματική του αφοσίωση, και στην ανιδιοτέλειά του». Τον ευχαρίστησε από καρδιάς, «και για την ιώβεια υπομονή του όλο αυτό το διάστημα», ενώ εξομολογήθηκε ότι πολύ καιρό πριν ο κ. Τζανακόπουλος του έχει εκφράσει την επιθυμία του «μόλις φέρουμε σε πέρας αυτή τη διαδικασία του 3ου Συνεδρίου και της εκλογής με επιτυχία, κλείνοντας θετικά αυτό τον μεγάλο κύκλο να ολοκληρώσει τη θητεία του ως Γραμματέας προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ανάδειξη και άλλων άξιων στελεχών μας». Τον ευχαρίστησε για όσα έκανε «αλλά και γιατί με υπομονή τήρησε την υπόσχεση που μου έδωσε όλο αυτό το διάστημα να μην δημοσιοποιήσει την επιλογή και την απόφασή του, προκειμένου να μου δώσει το χρόνο και το χώρο να ανακοινώσω εδώ, στην Κεντρική Επιτροπή και όχι στα Μέσα Ενημέρωσης τις αποφάσεις μου».