Ας αρχίσουμε από το τέλος. Η παραίτηση του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, επικεφαλής του Α Τμήματος – που θα έκρινε υπό την Προεδρία του, και τώρα θα κρίνει χωρίς αυτόν, περί της συμμετοχής «κόμματος Κασιδιάρη» στις επερχόμενες εκλογές- δείχνει, έστω όψιμη, συνειδητοποίηση των προβλημάτων που δημιούργησε η δημόσια αντιπαράθεση ανώτατου δικαστή με την κυβέρνηση.
Από αυτή την άποψη, αλλά και ως χειρονομία γενικότερης εκτόνωσης, η παραίτηση τιμά τον παραιτηθέντα και διευκολύνει τη δικαστική κρίση. Το ζήτημα είναι πλέον τι γίνεται τώρα, με γνώμονα την ουσία, δηλαδή τη δημοκρατία.
Το πρώτο δεδομένο είναι η ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου που όχι απλώς επιτρέπει αλλά επιβάλλει τη δικαστική κρίση περί του κατά πόσον θα επιτραπεί η «κάθοδος» στις εκλογές σε ένα κόμμα στο οποίο συμμετέχει – άμεσα, δια υποψηφιότητας του, ή έμμεσα, ως «πραγματικός ηγέτης»- ένα καταδικασμένο για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση πρόσωπο.
Έχω υποστηρίξει και επαναλαμβάνω με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση, λόγω των πρόσφατων εξελίξεων, ότι, στην περίπτωση που το καταδικασμένο πρόσωπο τελικά είναι υποψήφιος βουλευτής, η κρίση του Αρείου Πάγου περί ΜΗ συμμετοχής – όχι του ίδιου, αλλά ολόκληρου του κόμματος με το οποίο θα ήταν υποψήφιος- είναι σχεδόν αυτόματη, ενώ σε περίπτωση μη υποψηφιότητάς του, η κρίση ότι αποτελεί τον «πραγματικό ηγέτη» του κόμματος είναι πολύ σύνθετη και δύσκολη.
Και σε αυτήν, ωστόσο, την περίπτωση, η δημοκρατία θα έχει κερδίσει τη μη συμμετοχή στην επόμενη Βουλή του συγκεκριμένου προσώπου και, θα πρόσθετα, το πολιτικό σύστημα θα είναι «υποψιασμένο» για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει το νέο κόμμα.
Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι με την «τροπολογία επί της τροπολογίας», που εισήχθη σήμερα στη Βουλή προς ψήφιση, έναν μήνα μετά την αρχική διάταξη – και που αποτελεί, εξ αυτού και μόνου του λόγου, κακή νομοθέτηση- διευρύνεται – ούτε αλλάζει, ούτε συρρικνώνεται- η σύνθεση του τμήματος του Αρείου Πάγου που θα αποφασίσει για το κρίσιμο ζήτημα της συμμετοχής.
Αυτή η διερεύνηση έχει τη δυναμική να προσφέρει περισσότερα εχέγγυα για το ορθό και το αμερόληπτο της δικαστικής κρίσης και άρα βοηθά ως προς την ουσία της υπόθεσης (παρότι θα μπορούσε ίσως εξαρχής να έχει προβλεφθεί, λόγω σημασίας, η παραπομπή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου – του δικαστηρίου, όχι ενός τμήματός του-, όπως ήταν στην αρχική πρόταση και, για άγνωστους λόγους, αποσύρθηκε).
Το τρίτο δεδομένο – βέβαιο ως προς την επέλευση του, αλλά όχι ως προς τις συνέπειές του- είναι ότι όλη αυτή η διαμάχη θα αφήσει τραύματα, εντός του δικαστηρίου που θα κρίνει, αλλά και στην κοινωνία.
Θα ενισχύσει άραγε την αντίληψη κάποιων δικαστών, στα βήματα του παραιτηθέντος Αντιπροέδρου, ότι ο Άρειος Πάγος αποτελεί «ιερό τέμενος» που λύνει όλα τα προβλήματα μόνο του, ή θα πρυτανεύσει η ορθή κατά γνώμη μου αντίληψη ότι το πλαίσιο λειτουργίας – συμπεριλαμβανομένων οργανωτικών στοιχείων του- το θέτει ο νομοθέτης;
Θα παραμείνει ως τις εκλογές, και θα επηρεάσει – και σε ποιο βαθμό- το αποτέλεσμα τους, αλλά και την αξιοπιστία της όποιας δικαστικής κρίσης για το νέο κόμμα, η αίσθηση προχειρότητας, ταλαντεύσεων αλλά ενδεχομένως και φόβου που φανέρωσαν, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, οι πολλές νομοθετικές παρεμβάσεις και οι σφοδρές δημόσιες αντιπαραθέσεις; Θέλω να πιστεύω ότι, ενόψει της σημασίας του ζητήματος, αλλά και των εκλογών που έρχονται, τα τραύματα θα επουλωθούν και η ορθή δημοκρατική λειτουργία θα υπερισχύσει.
Γιατί αυτό τελικά είναι το τέταρτο βασικό δεδομένο, αλλά και το μεγάλο ζητούμενο: η ελεύθερη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης, αλλά χωρίς ελευθερία κινήσεων για εκείνους που απαξιώνουν, επιβουλεύονται και συνεχίζουν να καταρρακώνουν τη δημοκρατία.
* Ο Κωστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος