Σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, την άκουσε ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον «Καημό». Ήταν τόσο βαθιά η εντύπωση που του προκάλεσε η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συνάντησε στα παρασκήνια και της είπε: «Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;». «Το ξέρω», ήταν η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας.
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, με την παύση του σχολείου για τις θερινές διακοπές, η Μαρία αποτέλεσε μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη. Δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη, η νεαρή κοπέλα γνώρισε για πρώτη φορά τον μαγικό κόσμο των συναυλιών. Σύντομα η φωνή της ήταν παρούσα και στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στις πορείες ειρήνης ακουγόταν ένα νέο έργο του Θεοδωράκη, το «Ένας όμηρος», απ’ όπου και το «Γελαστό παιδί», ένα τραγούδι που η Μαρία με τη μαχητική της νιότη έκανε γνωστό στο πανελλήνιο και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο.
Την ίδια εποχή, η Παξινού και ο Μινωτής ανέβαζαν και πάλι στην Επίδαυρο τις «Φοίνισσες», για τις οποίες ο Θεοδωράκης είχε γράψει τη μουσική. Οι πρόβες τους, τις οποίες ανελλιπώς παρακολουθούσε η μικρή μαθήτρια, αποτέλεσαν για εκείνη σχολείο φωνητικής εξάσκησης και μουσικής έκφρασης.
Το 1965, η Μαρία έκανε την πρώτη επαγγελματική της ηχογράφηση με το τραγούδι των Σπύρου Παπά και Γιάννη Αργύρη «Κάποιος γιορτάζει», στο οποίο τη συνόδευε ο Λάκης Παπάς. Το 1966 κυκλοφόρησε το soundtrack της ταινίας του Χαρίλαου Παπαδόπουλου «Το νησί της Αφροδίτης», τη μουσική του οποίου υπέγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης. Από εκεί και η πρώτη ηχογράφησή της σε τραγούδι του Θεοδωράκη, το «Ματωμένο φεγγάρι», σε ποίηση Νίκου Γκάτσου. Λίγο νωρίτερα, την είχε καλέσει ο συνθέτης στο σπίτι του και της είχε παίξει στο πιάνο το πρώτο έργο που είχε γράψει για εκείνη: την «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, έργο που ταυτίστηκε όσο κανένα άλλο με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, κάνοντας τον γύρο του κόσμου. Πολύ σύντομα, ο συνθέτης τής έγραψε και έξι τραγούδια, τα οποία ονόμασε Κύκλο Φαραντούρη, τιμώντας ήδη από τόσο νεαρή ηλικία αυτήν που επρόκειτο να γίνει η κύρια ερμηνεύτριά του, η ιέρειά του! Σε κανέναν άλλο τραγουδιστή ή τραγουδίστρια δεν αφιέρωσε ονομαστικά ο συνθέτης κύκλο τραγουδιών, παρά το γεγονός ότι πολλά έργα του τα έγραφε για συγκεκριμένες ανδρικές ή γυναικείες φωνές.
Στο πλευρό του Θεοδωράκη, που μεταμόρφωσε ριζικά τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ιδιαίτερα το τραγούδι, η Μαρία Φαραντούρη έκανε γνωστούς στο ελληνικό κοινό τούς νομπελίστες Σεφέρη και Ελύτη και τους άλλους μείζονες ποιητές. Αυτό το μουσικό-πολιτιστικό κίνημα αναπτύχθηκε μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’67. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας η μουσική του Μίκη απαγορεύθηκε και ο ίδιος, μετά τέσσερις μήνες καταδίωξης, συνελήφθη. Νωρίτερα, σ’ ένα χαρτάκι από τσίχλα, είχε προλάβει να στείλει κρυφά στη Μαρία ένα σύντομο μήνυμα, με το οποίο τη συμβούλευε να φύγει στο εξωτερικό. Ήταν μόλις 20 ετών όταν εγκατέλειψε την Αθήνα για το Παρίσι, και έκανε αυτό που θεωρούσε αυτονόητο: τραγουδούσε αφιλοκερδώς σε πλήθος συναυλιών, τα έσοδα των οποίων διοχετεύονταν στον αντιδικτατορικό αγώνα. Έγινε σύμβολο αντίστασης και ελπίδας και σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής της πορείας, ευαισθητοποιημένη στα κοινωνικά προβλήματα, συμπαραστεκόταν εμπράκτως στο γυναικείο κίνημα, στις οικολογικές κινητοποιήσεις και στον αγώνα κατά των ναρκωτικών.
Ο διεθνής Τύπος την ονόμασε «Μαρία Κάλλας του λαού» («The Daily Telegraph»), «Τζόαν Μπαέζ της Μεσογείου» («Le Monde»), ενώ χαρακτήρισε τη φωνή της «δώρο των θεών του Ολύμπου» («The Guardian»), αφιερώνοντάς της εκτενείς διθυραμβικές κριτικές, που εξήραν όχι μόνο τα φωνητικά προσόντα και τη σεμνή σκηνική της παρουσία, αλλά, επίσης, το ήθος και την κοινωνική δραστηριοποίησή της. Τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, η Μαρία υπήρξε μια εντελώς νέα μορφή τραγουδίστριας-αγωνίστριας και συνειδητοποιημένης γυναίκας.
Με τις συναυλίες της στην Ευρώπη και την Αμερική, καθώς και με ηχογραφήσεις, που ακούγονταν από το BBC και την Deutsche Welle, κράτησε ζωντανή τη μουσική του Θεοδωράκη. Εκείνος (σε εξορία, τότε, στην ορεινή Ζάτουνα) της διοχέτευε μυστικά κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις των νέων έργων του - με τη φωνή του και τον ίδιο στο πιάνο. Η Μαρία έβρισκε τους κατάλληλους συνεργάτες για να γίνουν οι ενορχηστρώσεις και ο Θεοδωράκης άκουγε το αποτέλεσμα από τα βραχέα, σε τρανζιστοράκι που είχε αποκρύψει από τους δεσμοφύλακές του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες άκουσε για πρώτη φορά την «Κατάσταση Πολιορκίας», σε μετάδοση από το Roundhouse του Λονδίνου. Μια ιστορική συναυλία, στην οποία συνέβαλε πλήθος καλλιτεχνών, από τον Μίνω Βολανάκη έως τους ηθοποιούς του μιούζικαλ «Hair», που σε μια ανάπαυλα των παραστάσεών τους έσπευσαν να στηρίξουν τον αγώνα των Ελλήνων συναδέλφων τους. Ο σερ Τζον Γκίλγουντ, ο Aλαν Μπέιτς, η Πέγκι Ασκροφτ και η Μελίνα Μερκούρη συνεισέφεραν λίγο αργότερα σε άλλη συναυλία της Μαρίας στο «Aλμπερτ Χολ».
Το 1970, κατόπιν διεθνούς κινητοποίησης προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών, ο Θεοδωράκης με κλονισμένη υγεία (ύστερα από φυλακίσεις, εξορίες και κατ’ οίκον περιορισμούς) είχε αφεθεί ελεύθερος. Με τη μεσολάβηση του Γάλλου Ζαν-Ζακ Σερβάν-Σρεμπέρ είχε μεταβεί στο Παρίσι, απ’ όπου άρχισε την αέναη περιήγηση του ανά τον κόσμο: Ευρώπη, Αυστραλία, Βόρεια και Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή. Η Μαρία, πάντα μαζί του, πρωτοστατούσε στις συναυλίες, που γίνονταν πυλώνας δύναμης για τους αυτοεξόριστους Ελληνες και βήμα για τους απανταχού καταπιεσμένους με τη συμπαράσταση διάσημων ξένων καλλιτεχνών, διανοουμένων και άλλων προσωπικοτήτων. Ειδικά οι Ευρωπαίοι στάθηκαν στο πλευρό των ανέστιων -τότε- Ελλήνων, αγκαλιάζοντας τον αγώνα τους για ελευθερία. Μυθικές οι συναυλίες στις αίθουσες Olympia, Salle Pleyel, Bobino, Mutualite, Lincoln Center, Albert Hall, Tschaikovski: μερικές μόνο από εκείνες που έγιναν μάρτυρες αυτής της πάλης. Συγχρόνως, το ξένο κοινό ερχόταν σε επαφή με τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ενθουσιαζόταν από τη δημιουργία του Θεοδωράκη.
Με την πτώση της χούντας ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη επέστρεψαν στην Ελλάδα, όπου έδωσαν στιγμές έντονης συγκίνησης στο ελληνικό κοινό, ύστερα από επτά χρόνια βίας και ψυχαναγκασμού. Εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ήταν μόνον όσοι παρακολούθησαν το «Canto General» του Θεοδωράκη στο στάδιο «Γ. Καραϊσκάκης». Ένα έργο που η Μαρία με τον εξέχοντα συνάδελφό της Πέτρο Πανδή σφράγισαν με την ερμηνεία τους και είχαν την ευκαιρία μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν το συνέθετε ο Θεοδωράκης στο Παρίσι, να κάνουν τις δοκιμές παρουσία του δημιουργού του, του ποιητή Πάμπλο Νερούδα.
Το 1981, παρουσίασε με τον Θεοδωράκη και τον Πανδή για δεύτερη φορά στην Κούβα το «Canto General». Οι συναυλίες που δόθηκαν στο μουσικά εκπαιδευμένο κουβανέζικο κοινό, παρουσία του Φιντέλ Κάστρο, είχαν τόση επιτυχία, ώστε ήρθε η πρόσκληση από τον Κουβανό ηγέτη να επαναληφθεί στα επόμενα χρόνια και να δοθεί νέος κύκλος συναυλιών.
Διαβάστε ακόμη:
- Μίκης - Σεφέρης: «Προσοχή στην άνω τελεία»
- Μίκης - Ρίτσος: «Ζητώντας τον Θεό, ζητούσα εσένα»
- Μίκης - Ελύτης: Έστειλε στον συνθέτη το έργο ζωής του
- Μίκης Θεοδωράκης: Ο «Αρχάγγελος» της Ελλάδας