Το βάπτισμά του στην τέχνη ο Εδουάρδος Σακαγιάν τ’ οφείλει σε έναν πρόγονό του. Σε περίοπτη θέση στο πατρικό της Θεσσαλονίκης δέσποζε το πορτρέτο ενός προπάππου από το χέρι κάποιου βενετού ζωγράφου. «Στα 14 μου χρόνια που ήθελα να γίνω ζωγράφος, θυμάμαι ότι με προβλημάτιζε πολύ αν το πορτρέτο αυτό είναι ζωγραφική ή φωτογραφία. Και κοιμόμουν και σκεφτόμουν τι σπουδαίο θα ήταν να μπορώ να κάνω το ίδιο καλά τα πορτρέτα των γονιών μου» ομολογεί σε συνέντευξή του.
Μπορεί το έργο αυτό να έγινε ο σπόρος για την εξέλιξή του, αλλά δεν τον έβαλε σε ράγες. Το ανήσυχο βλέμμα του Σακαγιάν αναζήτησε μες στον χρόνο, τη ριζικώς άλλη προοπτική. Αυτό που η κοινωνία, από τους χρόνους της Αναγέννησης, έδωσε ξανά ιδιαίτερη σημασία στο πρόσωπο, και άρχισε μια παραγωγή πορτρέτων, δηλαδή προσωπογραφιών, ο ζωγράφος θέλησε να το ξαναγράψει. Να χωρέσει στη διάσταση του τελάρου την ίδια την κοινωνία.
Οι «θεατές» - θέμα στο οποίο ο ζωγράφος επανέρχεται με ένταση - ξεκίνησαν στο Παρίσι κι έχουν την ηλικία του γιου του Φίλιππου, κοντά στα τριάντα χρόνια. «Ήταν ένας διαγωνισμός ζωγραφικής στο Cirque d’Hiver και μου ζήτησαν να συμμετάσχω. Πήρα τότε το εθνικό βραβείο ζωγραφικής της γνωστής εταιρείας χρωμάτων Lefranc-Bourgeois. Θεωρούσα το τσίρκο κάτι κωμικοτραγικό, ήμουν σε πένθος και ενώ έκανα πάνω σε εφημερίδες την “ανθρώπινη κωμωδία”, συνειδητοποίησα ότι το θέμα δεν είναι το θέαμα, το θέμα είναι οι άνθρωποι που κοιτάνε».
Θέμα δικό του έκανε την κατά παράταξη παράθεση ανθρώπων, ακροατών διαλέξεων, θεατών μέσα σε κινηματογραφικές ή θεατρικές αίθουσες, οδηγών σε μικρά, αποπνικτικά αυτοκίνητα ή σε συγκρουόμενα αυτοκινητάκια λούνα παρκ ή ατόμων μέσα σε κλειστοφοβικά, στενάχωρα ασανσέρ. Τα τελευταία χρόνια συμπληρώθηκε η παράσταση των κολυμβητών που σε σχέση με την στατικότητα των προηγουμένων θεατών τίθεται εν κινήσει, χωρίς προοπτική βάθους και ψευδαίσθησης.
«Εξάλλου τα έργα με τους κολυμβητές είναι για μένα κάτι αρκετά βασικό γιατί συμπληρώνω τους θεατές, όχι πλέον μέσα στις γεωμετρίες, αλλά στο υγρό στοιχείο». Την εικονογραφία του ολοκληρώνει μια σειρά από άδεια τοπία, όπως τα χαρακτηρίζει, με την έννοια ότι δεν περιέχουν τον άνθρωπο. «Ζωγράφισα καταιγίδες, τον ορίζοντα, μια γραμμή. Για μένα ο ορίζοντας είναι μια έξοδος από τον λαβύρινθο της αφήγησης».
Γιατί η αφήγηση είναι λαβύρινθος κι από τι θέλει να ξεφύγει ο ζωγράφος; «Σε έναν κόσμο που έχει αρχίσει να αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα, προτιμώ μια αφήγηση που θα προκύψει, όχι επειδή είναι επαναλαμβανόμενη μηχανικά. Η βάση μου είναι ότι δεν έχω προορισμό ως ζωγράφος και ως σκέψη όχι από επιλογή, αλλά επειδή η ζωγραφική δεν είναι το κέντρο της εποχής μου που είναι μια εποχή τεχνολογική» διαπιστώνει με πικρό χαμόγελο. Ειδικά στους «θεατές» το κέντρο είναι ένα κενό, δεν υπάρχει κέντρο.
Ο Σακαγιάν σε εντυπωσιακά νεαρή ηλικία κατάφερε κάτι που λίγοι πέτυχαν στα εικαστικά μας πράγματα: μετέφρασε με τρόπο προσωπικό τη γεύση της αλήθειας σε μια γλώσσα που σκέφτεται επάνω στον εαυτό της και τα μέσα της, που αναστοχάζεται την ιστορία της και τα όριά της. Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του '90 με τη συμμετοχή του στην Αλεξάνδρεια (το έργο του πήρε το α’ βραβείο στην 18η Μπιενάλε) εκφράζει την αλήθεια αυτή μέσα από φόρμες ριζοσπαστικές, εικόνες του informel που δεν εικονογραφούν, δεν ωραιοποιούν, δεν παραλύουν σε μία αισθητική ωραιοπάθεια.
Στον σημερινό, άυλο κόσμο της ψηφιακής πραγματικότητας, καλλιτέχνες και κοινό βρίσκονται μπρος σε δύσβατα προβλήματα γραφής και ανάγνωσης, έτσι που δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν έναν ήρεμο διαλογισμό επάνω στην τέχνη. Το ερώτημα που σήμερα τίθεται, είναι: «Ποια τέχνη; Είναι το NFT τέχνη; Και γιατί τούτο είναι και κείνο όχι; Πώς θα αποφανθώ;». Αλλ’ όταν δεν υπάρχει δυνατότητα αποφάνσεως, δεν μπορεί να υπάρχει σχολιασμός και θεωρητική δόμηση της αποφάνσεως. Κάθε τέτοιος σχολιασμός, είναι υποχρεωμένος να καταφεύγει σε πρόσωπα, μορφές και λειτουργίες του παρελθόντος – ενός παρελθόντος που φαίνεται απίστευτα μακρινό, διότι αυτό που μας χωρίζει είναι το γεγονός ότι, μέχρι την έλευση της ψηφιακής εποχής, η απόφανση υπήρχε – ή έστω, την είχαμε εμείς δώσει.
Τούτη τη ραγδαία μεταβαλλόμενη πραγματικότητα και τον απόηχό της στην τέχνη, ο ζωγράφος παρακολουθεί με εγρήγορση. Μπήκαμε ήδη σε μια νέα εποχή, την ψηφιακή. Για να προχωρήσουμε σε μιαν εξέταση των νέων οριζόντων, δεν χρειαζόμαστε μια μελλοντολογία. Αυτά που έχουμε ήδη εμπρός μας, αν και καταλαβαίνουμε πως θα εξελιχθούν ραγδαία, είναι ήδη αρκετά ώστε να στοχασθούμε για το αύριο του πολιτισμού μας.
Ο ζωγράφος αντί να αρθεί στο ύψος του «ευγενούς» και του «ωραίου» έργου όπως το κατατάσσει η ακαδημαϊκή ζωγραφική που με ευκολία του αποδίδει την ταμπέλα του «παραστατικού», προτιμά να βυθιστεί στο βάθος των περιστάσεων, να αναζητήσει αυτά που δεν ξέρει, να επινοήσει αυτό που νοσταλγεί, να θυμηθεί αυτά που ξέχασε και να ξεχάσει αυτά που ήδη ξέρει. Κι όσο περνούν τα χρόνια έρχεται όλο και πιο κοντά σε αυτό που έχει γράψει ο πατριώτης του, Ντίνος Χριστιανόπουλος: αν δεν μπορείς να χτίσεις / μπορείς να σκάψεις.
Σκάβοντας τη ζωγραφική ύλη, μέσα από τους εννοιολογικούς στοχασμούς, τη φαντασιακή γεωμετρία, τον άναρχο αλλά και δομημένο αυτοσχεδιασμό, καταθέτει μια τέχνη που αναζητά τις πηγές και τις ρίζες της. Η σημερινή πρόκληση για την τέχνη είναι –για να επιβιώσει και για να επιβεβαιωθεί– να ξεφύγει από τα καταφύγιά της και να αναλάβει αυτό που της ανήκει: τον ρόλο του καταλύτη αυθεντικών και ρηξικέλευθων αισθημάτων, όχι απαραίτητα καθησυχαστικών στο βλέμμα του θεατή.
Ο Σακαγιάν αναζητά μια άλλη γλώσσα: πιο χειροποίητη, πιο επιτελεστική, πιο συνειρμική, πιο άναρχη, μια γλώσσα που σμιλεύεται στην πορεία, που γεννά τον εαυτό της κάθε στιγμή και αφήνεται στην ενδεχομενικότητα και στις επιθυμητικές ροές, καλώντας τον θεατή σε ένα διαφορετικό, πιο «απροστάτευτο» είδος εικαστικής εμπειρίας από αυτά που το βλέμμα του έχει συνηθίσει.
«Αν προστρέξεις στην ιστορία της τέχνης, που την αναιρώ παρ’ όλα αυτά –δεν είμαι ζωγράφος της ιστορίας της τέχνης– από τον κυβισμό και μόνο βλέπεις τον άνθρωπο σαν όγκο και συνεχίζει με το άγχος του αντικειμένου, γίνεται ένα άψυχο αντικείμενο, ένα ρομπότ όπως λέμε στην εποχή μας, δηλαδή μηχάνημα. Η γεωμετρία του είναι πιο δυνατή από την οργανικότητα».
Στα μάτια και στα χέρια του δημιουργού –μέσα από μια αφαιρετική αναγωγή– τα πρόσωπα εξαϋλώνονται, υπερβαίνουν εαυτόν, πάνε να διαφυλάξουν την παλμική δόνηση μιας αποκάλυψης. Μια γλώσσα ελαστική, που αρνείται τις κωδικοποιημένες δομές, που δεν φοβάται να χαθεί, να αναποδογυριστεί, να γκρεμιστεί, να ξαναφτιαχτεί. «Ζωγράφος σαν κι εμένα ξεκινάει από την επιθυμία να κάνει κάτι. Να υπάρξει».
Στην εικόνα του κατακερματισμού του προσώπου προβάλλεται τελικώς η «μη-απεικονιστική» εικόνα του κόσμου που όλο και περισσότερο μένει άσκεπτος, απερίζωστος. Σε μια εποχή περιφρόνησης της ποίησης, προσπαθεί να ανοίξει την τύχη μιας άλλης εμπειρίας, μιας σκέψης πιο ριζικής, ουσιαστικά ποιητικής. Μέσα σ΄αυτήν την προοπτική, ο άνθρωπος, αυτό το περιπλανώμενο ον, παίζει με τον Κόσμο, χωρίς να καταλαβαίνει το νόημα του παιχνιδιού του οποίου ο Κόσμος είναι το Παίγνιο.
Ο άνθρωπος δεν ξέρει επίσης ότι και ο ίδιος είναι το αντίστοιχο παιχνίδι του Κόσμου και θύμα αμέτρητης αυταπάτης. Φαύλος κύκλος. Στο κέντρο του ο άνθρωπος είναι συνεχώς παγιδευμένος που μοιάζει με τα κουρδιστά παιχνίδια του ζωγράφου στο ράφι. Ο Σακαγιάν πασχίζει να απελευθερώσει το παιχνίδι του χωροχρόνου για ν’ ανοιχθεί στο αίνιγμα του ανθρώπου και στους σκοτεινούς κανόνες του παιχνιδιού των κατόπτρων που παίζεται ανάμεσα στον Κόσμο και τον Άνθρωπο.
Ο ψηφιακός κόσμος αντικατέστησε την κοινωνία με το σύνολο. Είναι ακριβώς η ψηφιακή εποχή αυτή που καταργεί όλα τα σύνορα και στη θέση τους βάζει την αλληλοδιείσδυση, με σκοπό –ομολογούμενο ή όχι δεν έχει σημασία– τη δημιουργία μιας ανθρωπότητας, που δεν θα λογαριάζει διακρίσεις εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές ή άλλες.
Η ύπαρξη κοινωνίας προϋποθέτει αποδοχή διακρίσεων. Κοινωνία θα πει οικογένεια και όχι συμβιωτική μονάδα, γειτονιά και όχι ξένωση. Θα πει κοινή πορεία, κοινή μοίρα, κοινές παραστάσεις, κοινές αξίες, κοινή γλώσσα, κοινές καταφάσεις. Θα πει απόρριψη και απομόνωση του ξένου, του αλλότριου στοιχείου. Πάρα πολλά από αυτά έχουν ήδη καταρρεύσει, άλλα τρίζουν εκ θεμελίων. Η ψηφιακή κοινωνία θα οδηγήσει πολλά στα αρχεία της ιστορίας. Και βέβαια, ασύλληπτες είναι οι αλλαγές που θα επιφέρει στην τέχνη η τεχνητή νοημοσύνη.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – το ισχυρότερο παραισθησιογόνο της εποχής - τροφοδοτούν μια στρεβλή αντίληψη του χρόνου. Οδήγησαν σε μιαν ιλιγγιώδη συρρίκνωση του χρόνου, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο καταργώντας την ιστορική προοπτική χάριν της «επικαιρότητος». Τα πάντα υποτάχθηκαν στο εφήμερο. Με το εφήμερο αυτό, ταυτίζεται και το σύγχρονο.
Έτσι, ενώ ο άνθρωπος αισθανόταν τη ζωή του ολόκληρη ως το εφήμερο και η έννοια του σύγχρονου ταυτιζόταν με την ιστορική περίοδο, τώρα πια, αισθάνεται τη ζωή του, κομματιασμένη: το «πέρυσι» απέχει από το «σήμερα» περισσότερο απ΄ όσο η Αναγέννηση από την Κάμβριο. Με άλλους λόγους, το πλαίσιο μίκρυνε τόσο πολύ ώστε δε χωράει εντός του η ανθρώπινη ζωή. Τα σημεία αναφοράς του ανθρώπου στένεψαν απελπιστικά: ενώ πριν μισό αιώνα ακόμη, ο άνθρωπος ένιωθε τη ροή από τις ρίζες στην αθανασία, τώρα τα σημεία αναφοράς του δεν μπορούν να εκταθούν πέρα από το χθες και το αύριο – με την ημερολογιακή έννοια – ή έστω πέρα από το «πέρυσι» και το «του χρόνου».
Το social media οδήγησαν, επίσης, στην έκπτωση του Ιερού όπως το νιώθαμε επί αιώνες, και την υποδούλωση στο προφανές. Συνέτριψαν κάθε αναγωγή στο επέκεινα (κοινωνικό ή υπερβατικό) και αντικατέστησαν την ενορία με τη συμμετοχή σε group. Έτσι, καταργείται η έννοια «κόσμος». Η ακοσμία κυριαρχεί. Γιατί, πώς μπορεί να υπάρξει έννοια κόσμου, όταν οι ρίζες όχι μόνο δεν είναι παρούσες, αλλά είναι και βυθισμένες στην αχρηστία της λήθης;
Ο Σακαγιάν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη με βυζαντινό συμβολικό φορτίο. Πίσω από το εύτακτο σύνολο των ανθρώπων, ο ζωγράφος μοιάζει να αποζητά το αρχέτυπο μυστήριο των συναθροίσεων, το αίσθημα του συλλογικού ανήκειν. Τη μνήμη της χαμένης ανθρώπινης ενότητας τη διαφυλάττει ο Σακαγιάν σαν πολύτιμη παρακαταθήκη ενός κόσμου που κινδυνεύει να χαθεί στον ψηφιακό αιώνα του.
Ίσως κανείς άλλος από τους ζωγράφους μας δε νιώθει τον εαυτό του τόσο έντονα ευρισκόμενο στο μεταίχμιο «του παλιού και του νέου», θέλοντας να εκφράσει την κληρονομιά του αισθήματος του ιερού. Δεν είναι πως του έρχεται στενό το κοστούμι της ζωγραφικής. Είναι πως θέλει να το πετάξει. Να ζωγραφίζει με τον τρόπο που έβλεπε ο Αδάμ, να δει όπως έβλεπε το μόνο πλάσμα χωρίς προγόνους, χωρίς τον αφαλό της μήτρας-ιστορίας. Να βλέπει, μόνο να βλέπει, χωρίς να ξέρει τι ναι αυτό, μόνο με την απόλυτη αθωότητα. Με τη μνήμη του λευκή και αισθησιακά παραδομένη σε έναν έρωτα με το χωρίς προκατάληψη.