Προσφάτως, η ΔιαΝΕΟσις δημοσιοποίησε τα αποτελέσματα μιας έρευνας για τον Πολιτισμό στην Ελλάδα. Το κεντρικό μήνυμα της έρευνας είναι πως «ο Πολιτισμός αποτελεί ένα θετικό διάνυσμα αλλαγής, με τους Πολιτιστικούς και Δημιουργικούς τομείς στη χώρα μας να βρίσκονται σήμερα απέναντι σε σημαντικές προκλήσεις». Αναφέρονται ως τέτοιες προκλήσεις οι πηγές χρηματοδότησης, η φορολογία, οι περιφερειακές ανισότητες, τα εργασιακά, η ψηφιοποίηση, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, η προσβασιμότητα, η πολιτιστική διπλωματία. Πρόκειται για τομείς στους οποίους διανοίγονται, ειδικότερα στον τόπο μας, σημαντικές ευκαιρίες - όπως επισημαίνεται στην έρευνα.
Στην Ελλάδα, από τη μελέτη διαφαίνονται δυνατά σημεία ανάπτυξης στον Πολιτισμό όχι μόνο λόγω του ισχυρού brand της κληρονομιάς μας, αλλά και επειδή η χώρα μας βρίσκεται σε θέση-κόμβο μεταξύ των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής για υποδοχή πολιτιστικού τουρισμού, φιλοξενία δημιουργών και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ταυτοχρόνως, έχει το προνόμιο της δυνατότητας αξιοποίησης ευρωπαϊκών αναπτυξιακών πόρων και της συνεισφοράς του Ελληνισμού της διασποράς, υγιούς κυττάρου εθνικής συνείδησης και ανατροφοδοσίας.
Ωστόσο, διαπιστώνεται υστέρηση εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων: στο εμπορικό ισοζύγιο, εισάγονται περισσότερα πολιτιστικά προϊόντα (αξίας 181 εκατ. ευρώ) από όσα εξάγονται (αξίας 110 εκατ. ευρώ), ενώ ο τομέας του Πολιτισμού μολονότι απασχολεί το 3% του δυναμικού εργαζομένων της χώρας παράγει μόνο το 1,4% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας - ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή πολιτιστικών προϊόντων είναι κατακερματισμένες και ολιγοπρόσωπες. Οι δε κρατικές δαπάνες μας για πολιτιστικές υπηρεσίες ανά κάτοικο περιορίζονται στο 1/5 του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, όντας οι χαμηλότερες στην Ευρώπη.
Για την επιχειρηματικότητα, η εικόνα αυτή έρχεται να υπογραμμίσει την πεποίθηση που έχω εκφράσει κατ’ επανάληψη την τελευταία 20ετία ως ενασχολούμενος στον επιχειρηματικό στίβο με ζητήματα εταιρικών υποθέσεων, επικοινωνίας και βιωσιμότητας πως ο Πολιτισμός μπορεί να αλλάξει το τοπίο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, έχοντας εκφάνσεις και χαράσσοντας το ίχνος του σε κάθε περιοχή δημιουργίας και ανάπτυξης. Αποτελεί το γράδο για την ποιότητα ζωής και το συστατικό της βιωσιμότητας με περιεχόμενο και προοπτική, που απέχει εννοιολογικά από την περιστασιακή επιβίωση και σε εταιρικό επίπεδο από τη στεγνή-στενή κερδοφορία ερήμην του κοινωνικού οφέλους.
Με αυτή την προσέγγιση, η Ηθική Ευθύνη (θα πρέπει να) στοιχειοθετεί τον Πολιτισμό ως ομπρέλα κάθε τεχνοκρατικής αντίληψης και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος, κάθε τάσης. Να είναι ο λόγος για μια κατάδυση γνώσης στις πηγές της ύπαρξης, της εξέλιξης και της προόδου της Κοινωνίας των Ανθρώπων πολύ πιο βαθιά από τα επιφαινόμενα της ευθυγράμμισης και συμμόρφωσης με τα σταθμά των UN Sustainable Development Goals, των κριτηρίων ESG (Environment, Social, Governance), των τυπολογιών περί βιωσιμότητας και των προτύπων σύνταξης εκθέσεων.
Αξίζει κάθε ενδιαφέρον και προσπάθεια από την επιχειρηματική κοινότητα για την προάσπιση και προβολή του Πολιτισμού, που θεωρείται δυστυχώς ως «μη ελκυστική επένδυση». Χρειάζεται να ανοίξει δρόμος για μια εταιρική νοοτροπία δημιουργίας αποθέματος αξίας όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε ανθρώπινο, κοινωνικό, φυσικό, επιχειρηματικό και πνευματικό κεφάλαιο. Για έναν Ολοκληρωμένο Επιχειρηματικό Πολιτισμό - που πρέπει να είναι το σφαιρικό στοίχημα - το έμπρακτα εστιασμένο ενδιαφέρον, μέσα από αναλήψεις επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, χορηγιών και συνεργειών στα γράμματα, τις τέχνες, την παράδοση - τη μόρφωση και την παραγωγή γύρω από αυτά, αξίζει να γίνει προτεραιότητα για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Δεν λείπουν τα καλά παραδείγματα επιχειρηματικού ενδιαφέροντος και καλών πρακτικών, που θα μπορούσαν να γίνουν πιλότος πολλαπλασίων δραστηριοτήτων επιχειρηματικής υπευθυνότητας στο πεδίο του Πολιτισμού όπου δραστηριοποιούνται ορισμένοι σημαντικοί φορείς, με ιδιαίτερη δυναμική έργου, υποδειγματική οργάνωση αλλά και διαφάνεια - ακεραιότητα στη λειτουργική απόδοσή τους.
Το πιο χαρακτηριστικά παραγωγικό παράδειγμα, εκτιμώ, είναι αυτό του σωματείου «Διάζωμα» που έχει επιτύχει να συσπειρώσει σε έναν δημιουργικό οργασμό, μέσω του θεσμού των εταιρικών μελών, 40 επιχειρήσεις, ιδρύματα και οργανισμούς στο πλαίσιο των ολιστικών προγραμμάτων του. Πρόκειται για προγράμματα που αφορούν σε μεγάλες πολιτιστικές διαδρομές και πάρκα, βιώσιμη αστική ανάπτυξη (πρόγραμμα «Πόλις»), οδικούς άξονες της χώρας («Λεωφόροι Φύσης και Πολιτισμού»), καθώς και στο ιδιαίτερα σημαντικό πρόγραμμα Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας («Εύβοια Μετά»).
Η συμβολή των εταιρικών μελών είναι καθοριστική, ενδεικτική της αντίληψής τους για την επίδραση που μπορεί να έχει ο Πολιτισμός στην κοινωνία, το περιβάλλον, την οικονομία και για τον αντίκτυπο στη βιώσιμη ανάπτυξη. Επίδραση μετρήσιμη, δεδομένου του λεπτομερούς σχεδιασμού, της εμπλοκής και παρακολούθησης των έργων που επιβεβαιώνει το πολιτιστικό αποτύπωμα του σωματείου και την ουσιαστικότητα των συνεργειών σε αξιακό περιεχόμενο μέσα στο «Διάζωμα».
Καταληκτικά: η πολιτιστική (υλική) και πολιτισμική (άυλη) κληρονομιά και το φυσικό περιβάλλον είναι όλος ο πλούτος του τόπου μας και οφείλουμε να τον μαθαίνουμε, να τον διατηρούμε και να τον αναδεικνύουμε πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο για να επιβιώσουμε. Ο Πολιτισμός χαράσσει διακριτά την «κόκκινη γραμμή» ανάμεσα στην επιχειρηματική ευθύνη και την επιχειρηματική βαρβαρότητα.
* Ο Γιάννης Ρούντος είναι στέλεχος επί 40ετία στην επιχειρηματική κοινότητα με αξιοσημείωτο έργο στους τομείς ευθύνης για τις Εταιρικές Υποθέσεις, την Επικοινωνία και την Εταιρική Ευθύνη & Βιώσιμη Ανάπτυξη. Μετά την ολοκλήρωση της επαγγελματικής διαδρομής του ενασχολείται με θέματα για τον Πολιτισμό, την Κοινωνία και το Περιβάλλον.