Η Coco Chanel (1883-1971) «ήταν κάτι σαν θαύμα· δούλεψε στον κόσμο της μόδας με κανόνες οι οποίοι είχαν αξία μόνο για τους ζωγράφους, τους ποιητές και τους μουσικούς», είχε πει ο Γάλλος λογοτέχνης Ζαν Κοκτώ για τη Γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας και μία από τις πιο διάσημες σχεδιάστριες μόδας του 20ου αιώνα. Η ίδια, η Coco Chanel, είχε δηλώσει ότι «δεν μπήκα στην κοινωνία αυτή επειδή έπρεπε να σχεδιάσω ρούχα. Σχεδίασα ρούχα, ακριβώς επειδή μπήκα στην κοινωνία αυτή. Επειδή ήμουν η πρώτη που έζησε τη ζωή αυτού του αιώνα», εκκινώντας από ένα μικρό κατάστημα με γυναικεία καπέλα, στο Παρίσι, ιδρύοντας στη συνέχεια τον ομώνυμο οίκο μόδας που ευημερεί έως σήμερα.
Ξεκίνησε να σχεδιάζει για τον εαυτό της ρούχα απλά, άνετα και κομψά, καταργώντας τους κορσέδες και τις φιοριτούρες της εποχής, και κατάφερε να φέρει την επανάσταση στις ενδυματολογικές συνήθειες εκατομμυρίων γυναικών στις αρχές του 20ού αιώνα στη Γαλλία, με σχέδια όπως το δίχρωμο παπούτσι, το μαύρο φόρεμα και η μαύρη δαντέλα, τα tweed σακάκια και τα κομμένα παντελόνια, τα ζέρσεϋ ταγέρ και φορέματα, το άρωμα N°5, μεταξύ άλλων. Γραμμένη με μελανά χρώματα η συνεργασία της με τους Ναζί, αν και δεν της στοίχησε στην εμβληματικότητα της παρακαταθήκης που άφησε.
Η Coco Chanel στο Παρίσι, 21 Απριλίου 1954. Πηγή: AP Photο
Γιατί ήταν και παραμένει τόσο εμβληματική; «Η Gabrielle (Coco) Chanel επαναπροσδιόρισε με τόλμη τη σύγχρονη γυναικεία γκαρνταρόμπα», υπογραμμίζει ο Μπρουνό Παβλόφσκυ, πρόεδρος της Chanel fashion αναφερθείς στην έκθεση «Gabrielle Chanel. Fashion Manifesto» που φιλοξενείται στο Μουσείο V&A του Λονδίνου και είναι η πρώτη αναδρομική έκθεση του έργου της Coco Chanel στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Αναδεικνύοντας τη συμβολή της στην ιστορία της μόδας, καθώς και την απίστευτη σημασία και τη διαχρονικότητα του στυλ Chanel, η έκθεση αυτή αναδεικνύει μία από τις μεγαλύτερες οραματίστριες της εποχής μας», προσθέτει ο Παβλόφσκυ.
Η έκθεση στο V&A Museum βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ομώνυμη που διοργανώθηκε από το Palais Galliera στο Παρίσι (2020) και πριν από λίγο καιρό στη Μελβούρνη· η διάρκειά της στο V&A θα είναι έως τις 25 Φεβρουαρίου 2024, και ετέθη sold out προτού ανοίξει τις πύλες της στο κοινό, στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Καλύπτει χρονολογικά την περίοδο από το άνοιγμα της πρώτης μπουτίκ της Chanel στο Παρίσι, το 1910, έως την παρουσίαση της τελευταίας της συλλογής, το 1971, και είναι χωρισμένη σε οκτώ θεματικές ενότητες στις οποίες περιλαμβάνονται περίπου 180 σχέδια, κοσμήματα, αξεσουάρ, αρώματα, αρχειακά κομμάτια από τις συλλογές κληρονομιάς της Chanel καθώς και εμβληματικές δημιουργίες που σχεδιάστηκαν για τις θρυλικές Λωρίν Μπακόλ και Μαρλέν Ντίτριχ.
Από την έκθεση «Gabrielle Chanel. Fashion Manifesto» στο V&A Museum. Πηγή: AP Photo/Alberto Pezzali
Εκείνο που η έκθεση υπογραμμίζει είναι ο τρόπος με τον οποίο η Chanel μεταμόρφωσε τις γυναικείες ντουλάπες με καινοτόμες ιδέες και με μία πρωτοποριακή προσέγγιση στο ύφασμα και στη δημιουργία δίνοντας τη μέγιστη προσοχή στη γυναικεία μορφή. «Η Gabrielle, αφιέρωσε τη ζωή της στη δημιουργία, την τελειοποίηση και την προώθηση ενός νέου είδους κομψότητας … ενός διαχρονικού στυλ. Αυτό ήταν το μανιφέστο της στη μόδα, μια κληρονομιά που δεν έφυγε ποτέ από τη μόδα», υπογραμμίζει η Μίρεν Αρσαλούς, διευθύντρια του Μουσείου Μόδας στο Παρίσι.
Ο αμφιλεγόμενος ρόλος της Chanel κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αποσιωπάται· «παρόλο που η έκθεση δεν είναι βιογραφική και επικεντρώνεται στην καριέρα της Chanel στη μόδα, ένα τμήμα της εξετάζει τον αντίκτυπο του πολέμου στην προσωπική και επαγγελματική της ζωή», όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Μουσείο V&A.
Το ζέρσεϋ και το μαύρο φόρεμα, η τσάντα 2.55 και η διχρωμία παπουτσιού
Συνεπή και μελετημένη προσέγγιση στην αισθητική της ακολούθησε η Coco Chanel κατά την 60χρονη καριέρα της έχοντας ως οδηγό την άνεση και την απλότητα, δημιουργώντας κομμάτια που έχουν γίνει κεντρικά στο ιδιαίτερο στυλ της και θεωρούνται πλέον εμβληματικά, διεθνώς αναγνωρισμένα σήματα του οίκου μόδας. Ο λόγος για το ύφασμα ζέρσεϋ, το μικρό μαύρο φόρεμα, τα κοστούμια tweed, μεταξύ άλλων.
Εκκινώντας από το ζέρσεϋ, διαβάζω στην ιστοσελίδα του V&A Museum ότι έκανε το όνομα της Chanel μια υπολογίσιμη δύναμη στον κόσμο της γαλλικής μόδας. Αυτό το οικονομικό, χρηστικό ύφασμα χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό για ανδρικά εσώρουχα, αθλητικά ρούχα ή κάλτσες, πριν η Chanel το «μεταμορφώσει». Η ρευστότητα και η ελαστικότητα του υφάσματος το καθιστούσαν απόλυτα κατάλληλο για τη βελτιωμένη αισθητική και την ελευθερία της κίνησης που η Chanel επεδίωκε να επιτύχει στα ρούχα της. Γρήγορα έγινε μια κομψή και πρακτική επιλογή στον πολυτελή κόσμο της υψηλής ραπτικής.
Μάλιστα, μέχρι τον Νοέμβριο του 1916, η προτίμηση της Chanel στο ζέρσεϋ είχε γίνει τόσο γνωστή ώστε η αμερικανική και η βρετανική Vogue δήλωσαν ότι «η Chanel είναι κυρίαρχη της τέχνης της και η τέχνη της βρίσκεται στο ζέρσεϋ».
Μπλούζα Marinière σχεδιασμένη από την Coco Chanel, Άνοιξη/ Καλοκαίρι 1916. Patrimoine de CHANEL, Παρίσι. © CHANEL / Photo: Nicholas Alan Cope. Πηγή φωτ.: V&A Museum
Το μαύρο χρώμα ως μια κομψή και ευέλικτη επιλογή για τη γυναικεία γκαρνταρόμπα η Chanel το είχε προωθήσει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1910. Το μαύρο χρώμα –που είχε ιστορικά συνδεθεί με την υπηρεσία, τις πωλήτριες και το πένθιμο φόρεμα– ήταν για τη Chanel ήταν ένα κομψό σύμβολο της νεωτερικότητας. Ο οίκος μόδας συνδέθηκε άρρηκτα με το μαύρο χρώμα τον Οκτώβριο του 1926, όταν η αμερικανική Vogue προέβλεψε ότι ένα μαύρο φόρεμα ημέρας Chanel crêpe de chine θα ήταν «το φόρεμα που θα φορέσει όλος ο κόσμος».
Σημειωτέον ότι, το μαύρο χρώμα παρέμεινε στο επίκεντρο της δουλειάς της Chanel καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας της, με τα σχέδια να απογυμνώνονται συχνά από τη διακόσμηση για να δοθεί έμφαση στη σιλουέτα και το στυλ του φορέματος. Ιδιαίτερα αγαπητή ήταν επίσης για την σχεδιάστρια η μαύρη δαντέλα.
Cocktail dress, σχεδιασμένο από την Coco Chanel, Φθινόπωρο/ Χειμώνας 1956, Παρίσι, Γαλλία. Museum no. T.131-1990. © Victoria and Albert Museum, Λονδίνο. Πηγή φωτ.: V&A Museum
Ακρογωνιαίο λίθο της αυτοκρατορίας Chanel αποτελεί από το λανσάρισμά του, στις 5 Μαΐου 1921, το άρωμα «Chanel № 5» (το 5 ήταν ο τυχερός αριθμός της Chanel). Αποτέλεσε προέκταση των ρούχων της Chanel, απηχώντας το όραμά της για τη νεωτερικότητα, και δημιουργήθηκε από τον ρωσικής καταγωγής Γάλλο αρωματοποιό Έρνεστ Μπόι, ο οποίος στο παρελθόν είχε προμηθεύσει τη ρωσική αυτοκρατορική αυλή. N°5 φορούσε η βασίλισσα της Αγγλίας όπως και η Μέριλιν Μονρόε.
Πηγή φωτ.: Shutterstock
Οι ανωτέρω δεν ήταν οι μόνες που είχαν στην ντουλάπα τους κομμάτια της Chanel. Πελάτισσες υψηλού προφίλ, όπως η πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Ζακλίν Κένεντι και η Μάρλεν Ντίτριχ, αγόραζαν συχνά τα κοστούμια υψηλής ραπτικής από τον οίκο, μεταξύ αυτών και το tweed κοστούμι. Η Chanel επέτρεψε την αδειοδότηση αντιγράφων έτοιμων ενδυμάτων τη δεκαετία του 1950 και έκτοτε το κοστούμι Chanel εκτόξευσε τη δημοτικότητά του, καθώς έγινε προσιτό σε γυναίκες που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά την υψηλή ραπτική.
Διαθέσιμα σε πολυκαταστήματα και καταστήματα όπως το Saks, Fifth Avenue στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα Wallis, Jaeger και Marks and Spencer στη Βρετανία, τα αντίγραφα αυτά συνέβαλαν στη διάδοση του κλασικού στυλ του κοστουμιού Chanel και τελικά αντανακλούσαν την κατεύθυνση προς την οποία κινούνταν η μόδα, προς το ready-to-wear.
Κοστούμι σχεδιασμένο από την Coco Chanel, περίπου το 1955. Museum no. T.123-1990. © CHANEL / Photo: Nicholas Alan Cope / Courtesy of Victoria and Albert Museum, Λονδίνο. Πηγή φωτ.: V&A Museum
Τον λόγο έχουν στη συνέχεια τα αξεσουάρ που ήταν θεμελιώδους σημασίας για την ιδέα της Coco Chanel για μια αρμονική σιλουέτα· αντανακλούσαν το ρεαλιστικό όραμά της για τη μόδα και παρείχαν αναγνωρίσιμους κώδικες που υπογράμμιζαν την ενότητα του στυλ της.
Μετά το λανσάρισμά της τον Φεβρουάριο του 1955, η τσάντα 2.55 (που πήρε το όνομά της από τον μήνα και το έτος που δημιουργήθηκε) έγινε γρήγορα ένα εξαιρετικά επιθυμητό κλασικό μοντέλο της εταιρείας. Κυκλοφορούσε σε τρία διαφορετικά μεγέθη, είτε από δέρμα αρνιού, είτε από ζέρσεϋ, είτε από μεταξωτό σατέν. Ο σχεδιασμός περιλάμβανε ένα μπροστινό κάλυμμα με ορθογώνια κλειδαριά «Mademoiselle» και δύο σειρές οπών που έκαναν το μεταλλικό λουρί ρυθμιζόμενο, επιτρέποντας τη μεταφορά της με το χέρι ή στον ώμο.
Το χαρακτηριστικό διαμαντένιο καπιτονέ της τσάντας (εμπνευσμένο από την ιππασία) και ο επίχρυσος μεταλλικός ιμάντας με αλυσίδα (μερικές φορές συνυφασμένος με δέρμα), έγιναν άμεσα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του χαρακτηριστικού στυλ της Chanel. Οι πολυάριθμες τσέπες του, η ειδική θήκη για κραγιόν, το ευρύ άνοιγμα και η κόκκινη επένδυση –που σας επιτρέπει να βλέπετε εύκολα το περιεχόμενο με μια ματιά– εξασφάλισαν ότι το 2.55 ήταν ένα κομψό αλλά και πρακτικό αξεσουάρ για τη σύγχρονη γυναίκα.
Η τσάντα 2.55 σχεδιασμένη από την Coco Chanel, about 1965. Museum no. T.37-1983. © CHANEL / Photo: Nicholas Alan Cope / Courtesy of Victoria and Albert Museum, London. Πηγή φωτ.: V&A Museum
Η ιδέα για το απόλυτο παπούτσι Chanel γεννήθηκε το 1957 οπότε και η Chanel επέλεξε τον Massaro, έναν υποδηματοποιό με έδρα την περίφημη rue de la Paix στο Παρίσι, για να το δημιουργήσει. Ως είθιστο, το παπούτσι σχεδίασε η Chanel για να ταιριάζει με τη δική της γκαρνταρόμπα, επιλέγοντας ένα μπεζ δέρμα που ταιριάζει με τον τόνο του δέρματός της, δίνοντας την εντύπωση ενός μακρόστενου ποδιού.
Ένα μικρό μαύρο καπάκι έδωσε μια μικροσκοπική διάτρηση πάνω από τα δάχτυλα των ποδιών που μίκρυνε οπτικά το πόδι και προστάτευε το πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα από τα γδαρσίματα. Το ελαστικό λουράκι και το χαμηλό τακούνι εξασφάλιζαν άνεση και ευκολία στην κίνηση.
(Δίχρωμο) παπούτσι σχεδιασμένο από την Coco Chanel, 1960 – 62. Patrimoine de CHANEL, Παρίσι: ACC.HC.INC.1960-1962. © CHANEL / Photo: Nicholas Alan Cope. Πηγή φωτ.: V&A Museum
Θεμελιώδους σημασίας για τη σχεδιαστική αισθητική της Coco Chanel ήταν και τα κοσμήματα από φθηνά υλικά ή απομιμήσεις πολύτιμων λίθων. Η Gabrielle Chanel συνεργάστηκε με μερικούς από τους καλύτερους σχεδιαστές και κατασκευαστές κοσμημάτων στην Ευρώπη για να δημιουργήσει τις συλλογές κοσμημάτων της.
Πολλά από τα κομμάτια της συλλογής του V&A είναι μεταπολεμικά σχέδια της Gabrielle Chanel που δημιουργήθηκαν από τον χρυσοχόο και κοσμηματοποιό Ρομπέρ Χόοσενς. Μαζί έβρισκαν έμπνευση από τις κοσμημένες αντίκες της Βενετίας, του Βυζαντίου, της Περσίας και του κελτικού κόσμου που έβλεπαν σε μουσεία και βιβλία.
Κατά την παρατήρησή τους στα μουσεία, ίσως η Chanel να μην σκεφτόταν το μέγεθος της συμβολής της στη γυναικεία μόδα. Αναφέρω μία ακόμη λεπτομέρεια που διάβασα στην ιστοσελίδα του V&A Museum: η επιρροή της Chanel δεν ήταν μόνο στα ρούχα. Τη νύχτα, εμφανιζόταν στην όπερα με κοντά μαλλιά, εμπνέοντας πολλές γυναίκες να υιοθετήσουν το νέο «garçon» (αγορίστικο) look. Η επιρροή της είναι πολλαπλή, σαν τις πτυχώσεις ορισμένων από τα ρούχα που σχεδίαζε.
Κεντρική φωτ.: Coco Chanel, 1937, Παρίσι. Φωτ.: Roger Schall/Condé Nast/Shutterstock/ V&A Museum