Ανθρώπους που συναντιούνται, κοιτάζονται ή έχουν αλλού στραμμένο το βλέμμα τους, περπατούν στο ίδιο ή διαφορετικό μονοπάτι είδα κατά την πρώτη παρατήρηση –προ ετών– έργων του Νίκου Κεσσανλή από τη σειρά «Φαντασμαγορίες της Ταυτότητες». Οι μαύρες σκιές στο γκιζωπό φόντο μου φάνηκαν για φιγούρες άγνωστες αλλά με ένα στοιχείο κοινό γι’ αυτές –εκείνο της αναζήτησης, ο τίτλος της σειράς μου προσδιόριζε γιατί έγκειται η αναζήτηση: η ταυτότητα, κατ' επέκταση ο άφθαρτος εαυτός. Και αναρωτήθηκα εάν θα μεταβαλλόταν το χρώμα τους – το μαύρο – στην περίπτωση που έβρισκαν την ταυτότητά τους, τον εαυτό. Αλλά, μια διαδικασία συνεχής αυτή της αναζήτησης, δεδομένης και της ρευστότητας της καθημερινότητας, ενός ρέοντος κόσμου.
Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη μη καθολική υποκειμενικότητα στην τέχνη, έκαστος μπορεί να ερμηνεύσει διαφορετικά τις «σκιές» του Κεσσανλή και να τις τοποθετήσει σε κάθε αφιέρωμα· έτσι ένα έργο διαβάζεται υπό άλλο πρίσμα. Αναφέρομαι στον Κεσσανλή με αφορμή τη μεγάλη εικαστική έκθεση του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2-12 Νοεμβρίου), στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματος στα Φαντάσματα το οποίο επιμελείται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης και διεθνούς φήμης κριτικός κινηματογράφου, Ντένις Λιμ, ως guest curator.
Πηγή φωτ.: Facebook/ Thessaloniki International Film Festival
Σε αυτή την έκθεση, με τίτλο «Φ ΝΤΑΣΜ ΤΑ», συναντώνται οι Νίκος Κεσσανλής, Βλάσης Κανιάρης, Σίλεια Δασκοπούλου και Ιάσων Μολφέσης, τέσσερις από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, οι οποίοι έχουν «φύγει» από τη ζωή, και επιστρέφουν στο παρόν μας με έργα που άλλαξαν την ιστορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης.
Το εμβληματικό τους έργο, πιο επίκαιρο από ποτέ, παρουσιάζεται στην έκθεση ως μέρος μιας διαρκούς διαδικασίας επιστροφής. Σύγχρονη πινελιά σε αυτά τα έργα, στο πλαίσιο της έκθεσης, τα φωτογραφικά σχόλια του Δημήτρη Τσουμπλέκα.
«Ο Νίκος Κεσσανλής, ο Βλάσης Κανιάρης, η Σίλεια Δασκοπούλου και ο Ιάσων Μολφέσης επιστρέφουν στο δικό μας παρόν με έργα που ζητούν μια δεύτερη ανάγνωση και, κάτω από τον τίτλο ''Φαντάσματα'', θέτουν ερωτήματα για την έννοια της αναπαράστασης του φανταστικού κόσμου, τη φαντασμαγορική μνήμη των σκιών, την απουσία της ζωής, τις φασματικές μορφές της τεχνολογίας» αναφέρει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεδάκης, στο επιμελητικό του σημείωμα, και συνεχίζει: «Ένας νέος φωτογράφος, ο Δημήτρης Τσουμπλέκας, τούς παρατηρεί και τους σχολιάζει με τον φακό του. Προσθέτει μικρές ψηφίδες ζωής, ανοίγει ρωγμές στον χρόνο, ακολουθεί την κοίτη του παρελθόντος και μαζεύει παλιά ρούχα και βιβλία – λατρεύει τα ξεχασμένα αντικείμενα μιας χώρας που δικαιωματικά ανήκει στα φαντάσματα».
Φαντάσματα, σημειώσεις #5 από τον Δημήτρη Τσουμπλέκα. Πηγή φωτ.: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Ο χώρος στον οποίο θα φιλοξενηθεί (3-12 Νοεμβρίου) η έκθεση είναι το Glass House, στην προβλήτα 1 (Λιμάνι Θεσσαλονίκης), ένα κτίριο με πολύχρωμα τζάμια που δίνει μια διαφορετική (χρωματική) θέαση της νυχτερινής Θεσσαλονίκης.
Περαιτέρω για την έκθεση σε επόμενο σημείωμα αφότου την επισκεφτώ. Τα εγκαίνιά της, θα πραγματοποιηθούν την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου (19:00), τα δε έργα για την έκθεση συγκεντρώθηκαν με την υποστήριξη της Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου και των γκαλερί Kalfayan, a.antonopoulou.art και CAN Christina Androulidaki, οι οποίες τα παραχώρησαν αφιλοκερδώς στο Φεστιβάλ.
Οι καλλιτέχνες: Νίκος Κεσσανλής
Τον Μάιο και τον Ιούνιο 1965 στο Βερολίνο, στη Ρώμη και στο Παρίς παρουσίασε ο Νίκος Κεσσανλής (1930-2004) τη σειρά έργων «Φαντασμαγορίες της ταυτότητας», η οποία εντάχθηκε στο κίνημα της Mec Art (μηχανικής τέχνης).
Πώς δημιουργήθηκαν τα έργα; Ο Κεσσανλής τοποθέτησε ανθρώπους πίσω από μια διάφανη οθόνη, τους ζήτησε να ποζάρουν και να κινούνται παίρνοντας διαφορετικές στάσεις και τους φώτισε με προβολείς. Οι σκιές που εμφανίζονταν στην οθόνη φωτογραφήθηκαν από τον Κεσσανλή, ο οποίος, διαφοροποιώντας την ένταση του φωτός, πέτυχε μια τεράστια γκάμα φωτοσκιάσεων, αποχρώσεων του μαύρου και του λευκού και αλλοιώσεων των περιγραμμάτων.
Οι μεγάλες σκιές των ανθρώπων του Κεσσανλή βγαίνουν μέσα από το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» («να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους») διεκδικώντας την αιώνια επιστροφή τους στο άχρονο παρόν.
Βλάσης Κανιάρης
Κούκλες ντυμένες με κουρέλια, μετανάστες και πρόσφυγες είναι τα πρώτα που μου έρχονται κατά νου στο άκουσμα ή την ανάγνωση του ονόματος Βλάσης Κανιάρης (1928-2011). Ο καλλιτέχνης κατασκεύασε το 1962 τις πρώτες ντυμένες με κουρέλια κούκλες. Στην πραγματικότητα, ήταν ρούχα από τα οποία απουσίαζε η ανθρώπινη σάρκα: το εξωτερικό περίβλημα έμοιαζε με ένα σχήμα χωρίς νεύρα και ζωή, ένα φάντασμα που αναζητούσε να ξαναβρεί τη γήινη χαμένη του διάσταση.
Βλάσης Κανιάρης, «Ζεύγος Courbet» (1980). Πηγή φωτ.: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Το 1964 παρουσιάστηκαν στην παριζιάνικη γκαλερί J οι κούκλες του, οι οποίες άρχισαν να καταλαμβάνουν ολοένα σημαντικότερο χώρο στο έργο του. Πήραν διάφορες μορφές, τοποθετήθηκαν σε έργα επιδραστικά με πολιτικό πρόσημο, αφέθηκαν στους δρόμους της Αθήνας και σε Ουρητήρια, έπαιξαν Κουτσό και αναρωτήθηκαν για τη σχέση που έχει ο Ζωγράφος με το μοντέλο του. Πρόκειται για ακέφαλα ανδρείκελα, φαντάσματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας τα οποία, αποξενωμένα και αλλοτριωμένα, δεν μπορούν να κατοικήσουν ούτε στο παρελθόν ούτε στο παρόν, αλλά ούτε και στο μέλλον.
Σίλεια Δασκοπούλου
Αντι-νατουραλιστικών γυναικείων, κυρίως, πορτραίτων, τα οποία θυμίζουν μάσκες απόκοσμων όντων βρίθει το έργο της Σίλειας Δασκοπούλου (1936-2006), η οποία έκανε την πρώτη ατομική της έκθεση στην Αθήνα το 1962 (Νέες Μορφές), έζησε για λίγο στο Παρίσι και μέχρι το 1970 είχε κερδίσει σημαντική θέση στην αθηναϊκή εικαστική σκηνή.
Έργο της Σίλειας Δασκοπούλου, φιλοτεχνημένο το 1981. Πηγή φωτ.: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Ολοκλήρωσε περισσότερα από 100 τέτοια πορτραίτα, συχνά με ειρωνικούς τίτλους, οι οποίοι θέτουν σε αμφισβήτηση τους συμβατικούς κοινωνικούς ρόλους των γυναικών της εποχής. Τα ακατέργαστα και σχεδόν παραμορφωμένα πρόσωπα των γυναικών της Δασκοπούλου έχουν το βλέμμα των φαντασμάτων – μπλέ τις περισσότερες φορές. Όλα τους είναι τοποθετημένα σε μονόχρωμα φόντα και μας κοιτούν πίσω από μια γυάλινη τρυφερή σκληρότητα.
Ιάσων Μολφέσης
Φιλοσοφικά ερωτήματα γύρω από τον χρόνο και τον χώρο, το μέλλον και το παρελθόν θέτουν τα έργα του Ιάσωνα Μολφέση (1925-2009), ο οποίος έγινε γνωστός κυρίως για τα μεγάλων διαστάσεων γλυπτά του τα οποία βρίσκονται σε ανοικτούς, εξωτερικούς χώρους, έζησε και εργάστηκε κυρίως στο Παρίσι.
Ιάσων Μολφέσης (Χωρίς τίτλο,1967). Πηγή φωτ.: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Γύρω στο 1966-1967 άρχισε να ενσωματώνει στο έργο του την κωδικοποιημένη γλώσσα των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, μεταφέροντας σε σφυρήλατο μολύβι το σύστημα των σκούρων στιγμών και των λευκών επιφανειών από τις ταινίες του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και θέλοντας να σχολιάσει την επιδρομή του φαντάσματος της τεχνολογίας, ο Μολφέσης δημιουργεί τα πρώτα του ανάγλυφα, αξιοποιώντας υλικά όπως ο πολυεστέρας, ο γύψος, το μέταλλο, τα φύλλα αλουμινίου.
Κεντρική φωτ.: Νίκος Κεσσανλής, από τη σειρά «Φαντασμαγορίες της Ταυτότητας» (120 Χ 130 εκ.). Πηγή φωτ.: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης