Η σημερινή, εθνική επέτειος, ανασύρει από τη μακρόχρονη μνήμη μου την ταινία «Το Ξυπόλητο Τάγμα» (1953) του Γκρεγκ Τάλλας (1909-1993) που είχα πρωτοπαρακολουθήσει στα παιδικά μου χρόνια· ο κινηματογράφος –τότε– μου φανέρωσε μία πραγματικότητα που μου ήταν κυρίως γνωστή μέσω των βιβλίων και των φωτογραφιών-ντοκουμέντων, όπως και ότι τα παιδιά υφίστανται εν μέσω πολέμου ένα τραύμα δύσκολα επουλώσιμο για την ψυχή τους· τα όνειρα που είχαν δημιουργήσει γκριζάρονται από το ψυχρό χρώμα του πολέμου. Ίδιο χρώμα κι οι μνήμες διαμορφώνοντας ένα βλέμμα φοβισμένο από τη φρικαλεότητα των συγκρούσεων, όπως είχα αναφέρει στο περυσινό μου σημείωμα, εδώ, στο Liberal, ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, με τίτλο «''Έλα να δεις'' την αλήθεια του πολέμου».
Εκείνο το σημείωμα αφορούσε στην ταινία «Έλα να δεις» (1985) του Ρώσου σκηνοθέτη Έλεμ Κλίμοφ για την πυρπόληση χωριών στη Λευκορωσία, από τους Ναζί, και πώς αυτό μετέβαλε την όψη ενός 12χρονου. Μία πραγματική ιστορία, όπως και εκείνη του Ξυπόλητου Τάγματος.
Το εν λόγω τάγμα αποτελείτο από περίπου 160 παιδιά που διώχθηκαν από ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης, από τους Ναζί, κατά την κατοχή, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Προκειμένου να επιβιώσουν, τα ορφανά παιδιά ενώνονται και δρουν για να εξασφαλίσουν την τροφή τους, βοηθώντας παράλληλα τους υπολοίπους που το έχουν ανάγκη – «δεν είπαμε πως πρέπει να βοηθάμε;» σημείωσα τη φράση ενός εκ των παιδιών του τάγματος παρακολουθώντας ξανά την ταινία.
Στέκομαι στον προσδιορισμό του τάγματος. Είναι ένα ξυπόλητο τάγμα καθώς οι συνθήκες δεν ενδείκνυται για πλήρη ενδυμασία – τα ρούχα άλλωστε που φορούν είναι συνήθως ενηλίκων. Συμβολικά, η ανάληψη ευθυνών με κύρια λειτουργία την αυτοσυντήρηση. Ως ξυπόλητοι, είναι τρωτοί απέναντι στην πραγματικότητα, αλλά και στο πάτημα των κατακτητών, η τρωτότητά τους είναι εκείνη που τους ενώνει, ενδυναμώνοντάς τους, γιατί ενωμένοι με τα υπόλοιπα παιδιά δεν είναι αδύναμοι.
Από την ταινία «Το Ξυπόλητο Τάγμα». Πηγή φωτ.: Facebook/ Κινηματογραφική Λέσχη Μεσοποταμίας
Κλοπές τις οποίες διαπράττουν δεν ζημιώνουν τους Ναζί και τους μαυραγορίτες, ας μη λησμονούμε ότι πρόκειται για παιδιά άοπλα που επιθυμούν να επιβιώσουν και να βοηθήσουν, συμβάλλοντας και στην Αντίσταση. Στο τελευταίο, βρίσκοντας τρόπους να φυγαδευτούν στη Μέση Ανατολή Έλληνες, Αμερικάνοι και Βρετανοί αξιωματικοί, με σκοπό να ενωθούν με τους εκεί συμμαχικούς στρατούς.
Γκριζωπά πλάνα, ορισμένα από αυτά γυρισμένα τη νύχτα, στην πλειονότητά τους σκηνές γυρισμένες στους εξωτερικούς χώρους, υπογραμμίζουν και αισθητικά την αθλιότητα που προκάλεσε ο πόλεμος και η κατοχή, αλλά και το συναίσθημα που κυριαρχούσε στη συμπρωτεύουσα εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτό συμβάλει και η μουσική που συνέθεσε για την ταινία ο Μίκης Θεοδωράκης.
Αναμφίβολα, η ρεαλιστική ταινία αποτελεί μαρτυρία ιδωμένη από διαφορετική ματιά, εκείνη των παιδιών. Βλέπω ότι, στην ταινία, τα παιδιά δεν χάνουν την ελπίδα τους – δεν γνωρίζω εάν στην προκειμένη τους προστατεύει η αθωότητά τους. Γνωρίζω όμως ότι το παιδί στέκεται στο επίκεντρο των ενόπλων συγκρούσεων λόγω της κάθε είδους ζημίας που υφίσταται, δεδομένου ότι στο πρόσωπό του διαγράφεται το μέλλον.
Η παρουσία του παιδιού είναι επίσης μια αφορμή να σκεφτούμε το συναισθάνεσαι των παιδιών τη στιγμή που στον κόσμο βρίσκονται σε εξέλιξη δύο πόλεμοι. Ο πόλεμος και τα δεινά του, η όποια αντίσταση, εγγράφονται στη συλλογική μνήμη κάθε χώρας. Στα δεινά και ότι κάθε επόμενος πόλεμος τείνει να είναι όλο και πιο οδυνηρός.
Πηγή κεντρικής φωτ.: Screengrab/ YouTube/ To ξυπόλητο τάγμα