Δεν ήταν ούτε 14 ετών ο Νίκος Κούνδουρος όταν δημοσίευσε στη «Διάπλαση των Παίδων» ένα σχέδιο με την υπογραφή «Μιχαήλ Άγγελος». «Με πάθος για τη ζωγραφική και κάτι ψεύτικες δηλώσεις», ο Έλληνας δημιουργός μπήκε λαθραία στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στα 16 του, στο εργαστήριο γλυπτικής του Μιχάλη Τόμπρου.
Η θητεία του στη Σχολή μπόλιασε τον κινηματογράφο του με την εικαστική αντίληψη του πλάνου, με μια ασυνήθιστη για τον ελληνικό κινηματογράφο πλαστικότητα. Στάθηκε η πρώτη ύλη για να ξανοιχτεί στην κινηματογραφία, «ένα είδος θριαμβευτικής ζωγραφικής» όπως την αποκάλεσε, αλλά και καταφύγιο κάθε φορά που αποσυρόταν από τα κινηματογραφικά του σχέδια. «Από τον Γκρίφιθ και τον Σαρλό ώς τον Μπέργκμαν, τον Μπρεσόν, τον Φελίνι, τον Ρενέ, τον Αντονιόνι, αποδείχτηκε πως το κινηματογραφικό έργο μπορεί, και ώς ένα σημείο οφείλει, να είναι προσωπική δημιουργία, όσο κι ένας πίνακας ζωγραφικής» θα πει.
Στη ζωγραφική του ο Κούνδουρος ακολούθησε έναν δρόμο ο οποίος καθορίστηκε από τη ρήξη με την εξουσία και από τη βαθιά πίστη στην παράδοση και τη λαϊκή τέχνη. Από το πατρικό του σπίτι στην Ηρακλείτου, ο δημιουργός ήρθε σε άμεση επαφή με την εκκλησιαστική ζωγραφική, κυρίως δε με τη μεταβυζαντινή τέχνη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κρήτης, για την οποία καμάρωνε και την οποία επικαλούνταν για τις αρετές και τα κουσούρια του.
Την τέχνη την είδε κυρίως σαν εργόχειρο: εξπρεσιονισμός και στιβαρότητα, μίμηση του βυζαντινού τρόπου, μέθεξη γήινου και υπερφυσικού. Δεν περιορίστηκε, όμως, να χρησιμοποιεί ή να μιμείται τη βυζαντινή τέχνη∙ έκανε κάτι περισσότερο: επιχείρησε να μορφοποιήσει στα βυζαντινά διδάγματα το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Χρησιμοποίησε το ίδιο σχεδόν μορφοπλαστικό λεξιλόγιο τόσο στα θρησκευτικά όσο και στα κοσμικά του θέματα, την ίδια έμφαση στους χαμηλούς χρωματικούς τόνους, τον ίδιο τονισμό των γραμμικών αξιών. Οποιονδήποτε θέλησε να φτιάξει – τον Τσε, τον Γκάντι, την Ουλρίκε Μάινχοφ – τον βάζει μέσα στον κόσμο της βυζαντινής τέχνης, σαν χωνευτήρι, τον εξαγιάζει και τον βγάζει άγιο.
Την αγάπη του για τη ζωγραφισμένη πίστη δεν κράτησε μόνο ως παιδική μνήμη, αλλά τη μετέφερε στον καμβά, αναβαπτίζοντας χρόνια μετά τους δικούς του, προσωπικούς «μάρτυρες». Για τον ίδιο, τα χρόνια της αυτοεξορίας του στην Ευρώπη από το ’67 έως το ’74, επεφύλαξε το σύμβολο της γενέτειράς του, τον Μινώταυρο και, επηρεασμένος από τα διδάγματα δασκάλων όπως ο Πικάσο, κατέληξε να γίνει ο ταύρος οιονεί ταυτοτική του εικόνα.
Για τη ζωγραφική του Κούνδουρου πρωτοέγραψε στο «Ελληνομουσείον» ο Καθηγητής Μάνος Στεφανίδης, ο οποίος οργάνωσε κι αφιερωματική έκθεση στον ΑΚΤΟ το 2011. Για πρώτη φορά από τότε, παρουσιάζονται στην Αθήνα και στην Πινακοθήκη του Δήμου Αλίμου μυθολογικά ή μειξογενή όντα (Κένταυρος- Μινώταυρος) και άλλα έργα εμπνευσμένα από αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες (Αντιγόνη – Λυσιστράτη), που «συνομιλούν» με μια σειρά από γυναικείες μορφές τις οποίες ο Κούνδουρος ύμνησε ζωγραφικά. Ο «Νικόταυρος», όπως τον βρίσκουμε ευφυώς να τον προσφωνούν φίλοι του στην αλληλογραφία, παλεύει ζωγραφικά με τις «Αφροδίτες» που του παραστέκονται ώς το τέλος της ζωής του το 2017.
Κι αν ο Κούνδουρος ξεκίνησε το ταξίδι του στον καλλιτεχνικό κόσμο πλαστογραφώντας το όνομα ενός μεγάλου της Αναγέννησης, κατάφερε να χαράξει το δικό του κοντά στους άλλους μεγάλους του νεότερου ελληνισμού, δίπλα στον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη και τον Ελύτη, φέρνοντας μια μικρή Αναγέννηση εδώ σ΄ εμάς.
Η έκθεση με τα ζωγραφικά έργα του Νίκου Κούνδουρου πραγματοποιείται με την πολύτιμη συμβολή και συνεργασία της Σωτηρίας Ματζίρη-Κούνδουρου, σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Σπύρου Μοσχονά. Εγκαινιάζεται την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023, στις 7.30 μ.μ., στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αλίμου (Λεωφ. Ιωνίας 96). Στο υπόγειο του κτιρίου θα εκτίθεται υλικό κι από το κινηματογραφικό έργο του Κούνδουρου.
* Οι φωτογραφίες των έργων είναι από τη μεγάλη αφιερωματική έκθεση με τίτλο «Ο άγνωστος εικαστικός Νίκος Κούνδουρος» 2/11/2019 - 2/12/2019 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Από τα μητρώα φοιτητών της ΑΣΚΤ @ Γιώργος Μυλωνάς (λεπτομέρεια στην κεντρική φωτ.)