Σήμερα, θέλησα να κάνω «ανασκαφές» στα απόκρυφα σημεία των βιβλιοθηκών μου. Σε εκείνα τα σημεία όπου, ελλείψει χώρου, τα βιβλία είναι ντανιασμένα το ένα πάνω στο άλλο, πίσω από άλλες σειρές βιβλίων. Η πείρα μου λέει πως σε αυτούς τους χώρους των βιβλιοθηκών κρύβονται μερικές φορές ανεκτίμητοι εκδοτικοί θησαυροί που έχουμε λησμονήσει την ύπαρξή τους.
Κάπως έτσι, ανακάλυψα το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου: «Πέδρο Κάζας, Βασάντα κι άλλες ιστορίες» του εκδοτικού οίκου «ΑΣΤΗΡ», οδός Λυκούργου 10 -Αθήνα-1967. Καλλιτεχνική έκδοση μιας άλλης εποχής με καλλιγραφήματα και σκίτσα του ίδιου του συγγραφέα.
Όταν βρίσκω τέτοια βιβλία το πρώτο που κάνω είναι να δω την τιμή τους. Όχι, για λόγους οικονομικούς, δηλαδή να κάμω υπολογισμούς και συγκρίσεις. Αλλά γιατί πάντα η τιμή είναι γραμμένη με ένα μολύβι, έργο κάποιοι ανώνυμου υπαλλήλου που πιθανόν σήμερα να ταξιδεύει προς το Επέκεινα. Μπορεί αυτοί οι τρεις αριθμοί να είναι το μοναδικό του δημόσιο αποτύπωμα, η φωτογραφία του, χωρίς εικόνα. Αν δεν κάνω λάθος αυτό το βιβλίο θα πρέπει να το αγόρασα στην Ε΄ Γυμνασίου, το 1970, άρα το ίχνος του μολυβιού που έγραψε το «120 δρχ» άντεξε στη φθορά του χρόνου πάνω από μισόν αιώνα και συνεχίζει.
Ο Φώτης Κόντογλου έχασε τον πατέρα του σε ηλικία μόλις ενός έτους, το 1896. Το όνομά του ήταν Φώτης Αποστολέλλης, αλλά επειδή την κηδεμονία του ιδίου και των τριών άλλων αδελφιών του ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, ο Φώτης πήρε το επίθετο του κηδεμόνα του ο οποίος ήταν ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής στο Αϊβαλί.
Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια σχέση λατρείας, καθοδήγησης και σεβασμού, κάτι που φαίνεται από μια αφιέρωση που έκανε ο Φώτης Κόντογλου στον κηδεμόνα του, στο εν λόγω βιβλίο, στο κεφάλαιο για τους ψαλμούς του Δαυίδ. Γράφει: «Αφιερώνεται στην αυστηρή ψυχή του ιερομόναχου ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, του μπάρμπα μου, που μπρος μου έχω παντοτινά την αρετή του παράδειγμα και κανόνα».
Έγραψε και μερικές γραμμές γεμάτες χαρμολύπη και για την αδερφή του, την Τασίτσα όπως την έλεγε, και την οποία έχασε για πολλά χρόνια μετά τον μεγάλο πόλεμο, όπως αποκαλούσαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έγραψε: «Η αδερφή μου. Όπως είχα να λάβω μαντάτα της χρόνια ολάκερα μέσα στον μεγάλο πόλεμο…έχοντας κιόλας στο νου το πόσο λεπτά ήταν πλασμένη, κατάντησα πια να τη λογαριάζω στους νεκρούς….Ανόλπιστα, γυρίζοντας στο σπίτι μου, τη βρήκα στη ζωή. Ο Θεός με σπλαχνίστη.»
Σε αυτό το βιβλίο που γράφει για τον Σπανιόλο πειρατή φαίνεται η διαδρομή που κάνει από τον κοσμοπολιτισμό -σπούδασε στη Γαλλία το 1914- ταξίδεψε σε Ισπανία και Πορτογαλία και επέστρεψε στην πατρίδα το 1919 -στη λεγόμενη ελληνικότητα- κάτι που χαρακτήριζε ένα μέρος της γενιάς του 30.
Η Μικρασιατική καταστροφή τον σημάδεψε και το 1923 πήγε στο Άγιο Όρος για να μονάσει. Στο ανά χείρας βιβλίο έχει έξι σελίδες αφιερωμένες σε αυτήν την περιπλάνησή του, με δύο δικές του ζωγραφιές, που τις αποτύπωσε με τεχνική πληρότητα ο εκδοτικός οίκος.
Ο Φώτης Κόντογλου, όπως και ο Σπύρος Παπαλουκάς, έδωσαν στη γενιά του 30 τα στοιχεία για την επιστροφή στις ρίζες, με τον Κόντογλου να τις βρίσκει κυρίως στο Βυζάντιο και τον Παπαλουκά στην ελληνική ύπαιθρο.
Ο Φώτης Κόντογλου πέθανε το 1965, το δε αρχείο του τα δύο εγγόνια του, Παναγιώτης και Φώτης Μαρτίνος, το δώρισαν στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Καλή Ανάσταση!