Γενναιόδωρη η φύση στη νηνεμία που προσφέρει στους περιπατητές της. Οι ανάσες της θαρρείς συγχρονίζονται με τις δικές μας κι η ματιά τις εντοπίζει άλλοτε στο διακριτικό χορό των φύλλων στους ρυθμούς των ανέμων, άλλοτε στο θρόισμα των πεσμένων φύλλων ακόμη και στη ζεστή διαδρομή του φωτός στο χορταράκι.
Νοητή αγκαλιά κι αναλγητικό μαζί, αποζητώ ψήγματά της στο αστικό τοπίο, τη νοσταλγώ κι αφήνομαι στα «δώρα» της κάθε που επιστρέφω στα πάτρια εδάφη· καθότι η φύση είναι «τόπος του φωτός», με το φως να έχει να κάνει τόσο με το φυσικό φως όσο και με την πνευματικότητα.
Αυτός («Ο τόπος του φωτός») είναι κι ο τίτλος της περιοδικής έκθεσης που φιλοξενείται (έως 3/3/2024) στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου υπενθυμίζοντας στο κοινό τη θαλπωρή του φυσικού τοποίου. Η δε έκθεση, αποτελεί μία τιμητική προσφορά της Βουλής των Ελλήνων για τα 10 χρόνια λειτουργίας της Πινακοθήκης. Αποτελούμενη από έργα από τη Συλλογή Έργων Τέχνης της Βουλής, η έκθεση «επιχειρεί να διηγηθεί την περιπέτεια της μοντέρνας ελληνικής ζωγραφικής από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας, μέσα από την εικαστική σύλληψη του εικαστικού τοπίου και του φωτός του», όπως αναφέρει –μεταξύ άλλων– στο σημείωμά του στο συνοδευτικό κατάλογο, ο δρ Θοδωρής Κουτσογιάννης, έφορος της Συλλογής Έργων Τέχνης της Βουλής και επιμελητής της έκθεσης.
Πρόκειται για ένα σπάνιο και εξαιρετικής σημασίας εικαστικό γεγονός, καθότι η ζωγραφική απόδοση του τοπίου δεν είναι ζήτημα μόνον εικαστικό. «Ένα τοπίο δεν είναι όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο, απλώς, σύνολο γης, φυτών και υδάτων. Είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη», όπως είχε διατυπώσει ο νομπελίστας ποιητής του ελληνικού φωτός, Οδυσσέας Ελύτης, κι αυτή του η φράση είναι από τα πρώτα που αντίκρισα όταν εισήλθα στο χώρο της Πινακοθήκης Αγρινίου.
Η φράση του Ελύτη «συνοδεύει» το κυβιστικών στοιχείων έργο του Πάρι Πρέκα (1926-1999), «Σαντορίνη», το οποίο με τη σειρά του «συνομιλεί» με εκείνο του Πολύκρειτου Ρέγκου (1903-1984) με τίτλο «Μελτέμι, Σκόπελος» (1945) και τη φράση του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου «Το γαλάζιο! Τέτοιο χρώμα έχει η ψυχή του ελληνικού τοπίου: ένα φωτεινό, καθάριο, άσπιλο και άφθαρτο γαλάζιο».
Λήψη από την έκθεση «Ο τόπος του φωτός». Αριστερά διακρίνεται το έργο «Σαντορίνη» του Πάρι Πρέκα, δεξιά το «Μελτέμι, Σκόπελος» του Πολύκρειτου Ρέγκου. Φωτ.: Χρήστος Γαρουφαλής/ Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου
Αποτελεί (σ.σ το γαλάζιο) ένα από τα κυρίαρχα χρώματα στην έκθεση, από κοινού με παραλλαγές του πράσινου και του καφέ χρώματος, σε έργα υψηλής αισθητικής καλλιτεχνών που διαρθρώνονται στις ενότητες «Οι απαρχές του Μοντερνισμού (αρχές 20ου αιώνα)», «Ο μεσοπολεμικός Μοντερνισμός (δεκαετίες του 1920 και 1930)», «Μεταπολεμικές μοντερνιστικές εκδοχές», «Από την αναπαράσταση στην ανεικονικότητα» και «Η μεταμοντέρνα παραστατικότητα».
Μεταξύ άλλων, ο αμφιβληστροειδής δροσίζεται καθώς σκύβει σε έργα όπως ο «Πόρος» (περ. 1905-08) του Κων. Παρθένη (1878/79 - 1967), το «Επαρχιακό τοπίο με φιγούρα» του Δημήτριου Γαλάνη (1879 - 1966), «Το λιμάνι του Πειραιά από το σπίτι του Γκιώνη» (1956) δια χειρός Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989), η υπογραφή του οποίου μόλις που ξεμυτίζει στην κορυφή του κάτω μέρους της κορνίζας.
Γιάννης Τσαρούχης, «Το λιμάνι του Πειραιά από το σπίτι του Γκιώνη» (1956). Φωτ.: Χρήστος Γαρουφαλής/ Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου
Η πλειονότητα των έργων εντάσσεται στα λιγότερα γνωστά των συμμετεχόντων καλλιτεχνών, στο σύνολό της, η έκθεση καταδεικνύει ότι η σύλληψη του τοπίου είναι υπόθεση ευρύτερα πολιτισμική. Γι’ αυτό και η απόδοση του ελληνικού τοπίου καθορίζεται από τη διανοητική, συναισθηματική, εν λόγω ιστορική και πολιτισμική προβολή και πρόσληψή του.
Στέκομαι παραπάνω στο έργο της Χρύσας Βέργη (γενν. 1959) με τίτλο «Δίον: Η πόλη κάτω απ’ το νερό» (2003) κι εντοπίζω στο γλυπτό που αντανακλάται, τη στιβαρότητα σε έναν ρέοντα κόσμο – ζήτημα το οποίο η Βέργη πραγματεύεται στη δουλειά της. Μέρος του πολιτισμού το γλυπτό, ο πολιτισμός μπορεί να αποτελέσει μία ισχυρή σταθερά στον καταιγισμό όσων συμβαίνουν, αρκεί να «σκύψουμε» και να επενδύσουμε σε αυτόν, σε όλες τις παραμέτρους.
Με τη σειρά της, η έκθεση στην Πινακοθήκη Αγρινίου αλλά και κάθε έκθεση που φιλοξενείται στο χώρο της έχει ως σκοπό «τη διέγερση του εν υπνώσει και ενίοτε διψασμένου κοινού της περιφέρειας, αναδεικνύοντας παράλληλα τη δράση και τον ρόλο των κοινωνικών φορέων ενός τόπου», είχε σημειώσει ο Π. Τέτσης εγκαινιάζοντας το 2013 την Πινακοθήκη Αγρινίου, όπως διαβάζω στο σημείωμα του καλλιτεχνικού διευθυντή της, Χρήστου Γαρουφαλή (γενν. 1959).
Το έργο του με τον αινιγματικό τίτλο «Οδός ελευθερίας» (2021), αντίκρυ από την «Πόρτα» του Σωτήρη Σόρογκα (γενν. 1936), ενσωματώνει μεν το φυσικό τοπίο, έχει δε πολλές ακόμη αναφορές όπως η ελευθερία και ο νους, η μελέτη και πώς καθένας μπορεί να παγιδευτεί στις ίδιες του τις σκέψεις.
Χρήστος Γαρουφαλής, «Οδός ελευθερίας». Φωτ.: Χρήστος Γαρουφαλής/ Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου
Το εν λόγω έργο του Γαρουφαλή αλλά και καθένα από τα έργα που υπογράφει, αποτελεί υπόδειγμα της κοπιώδους εργασίας του ανθρώπου που αξίζει να χαίρει της ιδιότητας «ζωγράφος». Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μία πνευματικά και σωματικά κοπιώδης εργασία που απαιτεί επένδυση χρόνου και χειρονομία αγάπης και προσφοράς. Αυτά ο Γαρουφαλής τα δίνει απλόχερα και από τη θέση ευθύνης την οποία έχει την τελευταία δεκαετία, στο τιμόνι της Δημοτικής Πινακοθήκης Αγρινίου.
Πρόσοψη της Δημοτικής Πινακοθήκης Αγρινίου. Φωτ.: Χρήστος Γαρουφαλής/ Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου
Όσο για την τοπιογραφία, δανείζομαι την αναφορά του Le Conbusier (1934): «Το τοπίο έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού πνεύματος, έτσι ώστε η άμεση επαφή και η μετάληψη της ελληνικής τέχνης, να οφείλεται σ’ αυτό. Η σπάνια πλαστική ατμόσφαιρα που δημιουργείται στις πεδιάδες, στα βουνά, στη θάλασσα, στα νησιά, οφείλεται στο ακατάληπτο ελληνικό φως».
Εικαστική αναπαράσταση του χώρου, πρωτίστως του φυσικού περιβάλλοντος, δευτερευόντως του κτισμένου (κυρίως της πόλης, ως αστυγραφία), η τοπιογραφία, αποτελεί μία από τις πλέον δημοφιλείς θεματικές της ευρωπαϊκής ζωγραφικής κατά τους νεώτερους χρόνους.
Η ελληνική τοπιογραφία, ως ζωγραφική εκ του φυσικού στο ύπαιθρο, αρχίζει να καθιερώνεται, ως αυτόνομο είδος, από την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα, κυρίως μέσω της θαλασσογραφίας. Προοδευτικά, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην απόδοση του ιδιότυπου φωτός του ελληνικού τοπίου και της ατμοσφαιρικής διαφάνειάς του.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα οι Έλληνες ζωγράφοι στρέφονται στην τοπιογραφία ως πεδίο πρόσφορο για τις νεωτερικές εικαστικές αναζητήσεις τους: απλοποίηση, γενίκευση, σχηματοποίηση, επιπεδότητα, πρωτοκαθεδρία του χρώματος, προβολή της διαδικασίας στο αποτέλεσμα.
Λήψη από την έκθεση «Ο τόπος του φωτός». Αριστερά διακρίνεται το έργο «Ελιά» (2003) του Κώστα Παπανικολάου (γενν. 1959), δεξιά το «Τοπίο της Μυτιλήνης» του Θόδωρου Μανωλίδη (γενν. 1940). Φωτ.: Χρήστος Γαρουφαλής/ Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου
Κατά το α' μισό του 20ου αιώνα η μοντερνιστική ζωγραφική συμβαδίζει με το αίτημα για τέχνη με καθαρά ελληνικά χαρακτηριστικά. Ιδίως κατά τον Μεσοπόλεμο, το αίτημα της «ελληνικότητας» καθίσταται κυρίαρχη τάση, από τη λεγόμενη Γενιά του '30. Από την αλληλεπίδραση Μοντερνισμού και Παράδοσης θα προκύψουν ελληνικές εκδοχές της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας.
Η παρακαταθήκη αυτή περνάει και στη μεταπολεμική περίοδο. Επιπλέον, από τη δεκαετία του 1960 κι εντεύθεν, η ελληνική ζωγραφική κινείται μεταξύ της παραδεδομένης παραστατικότητας και της αφηρημένης, πλήρως ανεικονικής τέχνης. Αμφότερες οι τάσεις αποτυπώνονται κατά τρόπο παραδειγματικό στην ελληνική τοπιογραφία, έχοντας πάντοτε ως κομβική παράμετρο την επενέργεια του φωτός στη χρωματική απόδοση.
Η μεταμοντέρνα αισθητική, από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και μέχρι σήμερα, επανέφερε, με νέα ορμή και απαλλαγμένη από το πρόσημο του συντηρητισμού, την παραστατικότητα στο επίκεντρο της ζωγραφικής, με αποτέλεσμα η τοπιογραφία να αποκτήσει εκ νέου κυρίαρχη θέση στην ελληνική τέχνη.
Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας (1906-1994), «Η Πανσέληνος ή Νυχτερινό τοπίο» (1957). Φωτ.: Χρήστος Γαρουφαλής/ Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου
Στην έκθεση «Ο τόπος του φωτός» (έως 3/3/2024) εκτίθενται έργα των Κωνσταντίνου Παρθένη, Νίκου Λύτρα, Απόστολου Γεραλή, Σοφίας Λασκαρίδου, Έκτορα Δούκα, Λυκούργου Κογεβίνα, Θεόδωρου Λαζαρή, Βάσου Γερμενή, Στέλιου Μηλιάδη, Κωνσταντίνου Μαλέα, Σπύρου Παπαλουκά, Θεόφραστου Τριανταφυλλίδη, Πολύκλειτου Ρέγκου, Αγήνωρος Αστεριάδη, Δημήτριου Γαλάνη, Δημήτρη Γιαννουκάκη, Γιάννη Τσαρούχη, Γιώργου Μανουσάκη, Κώστα Μαλάμου, Περικλή Βυζάντιου, Σπύρου Βασιλείου, Ασαντούρ Μπαχαριάν, Πάρι Πρέκα, Γιάννη Μιγάδη, Δημοσθένη Κοκκινίδη, Σωτήρη Σόρογκα, Χρήστου Γαρουφαλή, Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα, Μανώλη Καλλιγιάννη, Απόστολου Τσιρογιάννη, Γιώργου Γουναρόπουλου, Βάλια Σεμερτζίδη, Μάριου Πράσινου, Γιώργου Χαρβαλιά, Θόδωρου Μανωλίδη, Κώστα Παπανικολάου, Δημήτρη Ανδρεαδάκη, Μαρίας Φιλοπούλου, Χρύσας Βέργη, Μανώλη Χάρου, Ρένας Κανά, Δάφνης Αγγελίδου.
Την έκθεση συνοδεύει συλλεκτική έκδοση η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των έργων, με κείμενα του Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα, του Γενικού Γραμματέα Γεώργιου Μυλωνάκη, του Δημάρχου Αγρινίου Γιώργου Παπαναστασίου, του δρ Θοδωρή Κουτσογιάννη και του καλλιτεχνικού Δ/ντη της ΔΠΑ Χρήστου Γαρουφαλή.
Η συνοδευτική έκδοση της έκθεσης. Φωτ.: Χρήστος Γαρουφαλής/ Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου
Κεντρική φωτ.: Χρύσα Βέργη, «Δίον: Η πόλη κάτω απ’ το νερό» (2003). Φωτ.: Χρήστος Γαρουφαλής/ Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου