Σειρά καταστροφών, οι οποίες έχουν τεκμηριωθεί, προξένησε η κλοπή των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον Έλγιν και η παραμονή τους στο Βρετανικό Μουσείο. Διότι μπορεί οι Βρετανοί να διατείνονται ότι έσωσαν τα γλυπτά μας, αλλά τέτοια σωτηρία μακάρι να μην την είχαν βρει ποτέ τα αριστουργήματα του Φειδία και των μαθητών του.
Όπως έχουμε αναφέρει ξανά, ο Τζοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι πριόνιζε τις λίθους της ζωφόρου και τις μετόπες και χρησιμοποιούσε λοστούς προκειμένου να τις ξηλώσει από τον Παρθενώνα. Ο πριονισμός και η απολάξευση έμελλε να είναι η πρώτη από πολλές βαναυσότητες απέναντι στα κλασικά δημιουργήματα. Το πλοίο «Μέντωρ» με το οποίο ο άρπαγας Λόρδος τα μετέφερε στην Αγγλία, ναυάγησε στα Κύθηρα. Ο Σωκράτης Μαυρομμάτης, φωτογράφος στην Υπηρεσία Συντηρήσεως Ακροπόλεως, σχολιάζει: «η μεγαλύτερη και μη αναστρέψιμη καταστροφή τους, ξεκίνησε από τη στιγμή που απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη και ένα μεγάλο μέρος τους παρέμεινε βυθισμένο έξω από τα Κύθηρα.
Στη συνέχεια για μία δεκαετία, παρέμειναν απροστάτευτα σε κάποιες υγρές και φυσικά ακατάλληλες αποθήκες του Έλγιν. Από το 1816 στο Βρετανικό μουσείο, εκτεθειμένα στην ακραία ατμοσφαιρική ρύπανση του Λονδίνου, μέσα σε μία αίθουσα στην οποία έκαιγαν κάρβουνο σε θερμάστρες χωρίς καμινάδα. Αυτό για παραπάνω από έναν αιώνα, με συνέπεια η επιφάνεια των μαρμάρων να μαυρίσει τελείως, να διαβρωθεί και να διαλυθεί.»
Ο Σωκράτης Μαυρομμάτης, κορυφαίος στην αρχαιολογική φωτογραφία, υπήρξε και μέλος της επιτροπής που στάλθηκε στο Βρετανικό Μουσείο το 1999 για να διαπιστωθεί το εύρος της καταστροφής των μαρμάρινων επιφανειών. Στο αρχείο του έχει πολλές φωτογραφίες- ντοκουμέντα, στις οποίες περιλαμβάνονται και σημερινές από το Βρετανικό Μουσείο.
Πριν όμως πάμε στο πόρισμα της ελληνικής επιτροπής για τον τελευταίο καταστροφικό καθαρισμό, ας δούμε προηγούμενες, μεγάλες καταστροφές που έγιναν από το 1816 και μετά. Σύμφωνα με άρθρο του εκλιπόντος Ιαν Τζένκινς, πρώην διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, το Μουσείο δεν προξένησε καταστροφές στα Μάρμαρα του Παρθενώνα μόνο μια φορά. Όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Ιαν Τζένκινς, που υπήρξε και υπεύθυνος για τις συλλογές αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών γλυπτών του Μουσείου, τα Μάρμαρα πλύθηκαν δύο φορές μετά την εκμάγευσή τους και πολλές ακόμα φορές μέχρι το 1930.
Κύριε, γδέρνουν τα ελγίνεια
Σχετικό άρθρο του έχει δημοσιευθεί δημοσιεύεται στο βρετανικό αρχαιολογικό περιοδικό MINERVA. Τίτλος του, «Κύριε, γδέρνουν τα ελγίνεια» (από ένα γράμμα που φιλοξενήθηκε τον περασμένο αιώνα στην εφημερίδα The Times και περιελάμβανε καταγγελίες για την καταστροφή των μαρμάρων, αλλά και αυτούσια την ανωτέρω φράση).
Στο άρθρο αναφέρεται ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα είχαν ήδη πλυθεί όσο βρίσκονταν στα χέρια του Λόρδου Ελγιν, παραλίγο μάλιστα να χρησιμοποιηθεί και αραιό διάλυμα θειϊκού οξέως, αλλά την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε η χρήση του. Το Βρετανικό Μουσείο τα έπλυνε δύο φορές αμέσως μετά τη λήψη εκμαγείων, το 1817 και το 1836 ή 37.
Το 1845, η επιφάνεια των γλυπτών εμφάνιζε ήδη σοβαρά προβλήματα, που οφείλονταν σε δύο λόγους: στην χρήση κάρβουνου για τη θέρμανση του Μουσείου και στην ατμοσφαιρική ρύπανση. (Στο Λονδίνο είχε εμφανιστεί πυκνό νέφος αιθαλομίχλης). Ο Γ. Ρ. Χάμιλτον, πρώην ατζέντης του Ελγιν προειδοποιούσε ότι από τον συχνό καθαρισμό που επηρεάζει την επιφάνεια αλλά και από την ατμοσφαιρική ρύπανση, στο τέλος του 19ου αιώνα η κατάσταση των γλυπτών θα ήταν τρομερή και μη αναστρέψιμη.
Το 1857 και ενώ τα προβλήματα συνεχίζονταν, ο σερ Μάικλ Φάραντέι εξέτασε τα μάρμαρα αλλά και τον κίονα και την Καρυάτιδα του Ερεχθείου. Διαπίστωσε ότι η επιφάνεια ήταν πολύ βρώμικη, ενώ το «σώμα» του μαρμάρου ήταν λευκό. Στην αρχή χρησιμοποίησε νερό και μαλακό σφουγγάρι, για να απομακρύνει τη βρωμιά, αλλά δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Όταν τα μάρμαρα ξύστηκαν, αναδείχθηκαν οι πάτινες, αλλά το αποτέλεσμα απείχε από το επιθυμητό. Η χρήση σκόνης καθαρισμού δεν απέδωσε επίσης.
Χρησιμοποίησε λοιπόν «αλκαλικές ενώσεις, άνθρακες και υδροξείδια» που επιτάχυναν την λεύκανση της επιφάνειας και «άνοιξαν» λίγο το σκούρο καφέ χρώμα. Τελικά, μη βλέποντας αποτελέσματα, χρησιμοποίησε «αραιό διάλυμα νιτρικού οξέως», αλλά και αυτό δεν έφερε το ποθούμενο.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας αυτής, το Μουσείο έκανε επανειλημμένα χρήση μη χημικών μεθόδων για να καθαρίσει τα μάρμαρα. Τα αριστουργήματα του Φειδία πλύθηκαν και ξαναπλύθηκαν πολλές φορές, για να αφαιρεθούν λιπαρές ουσίες από την επιφάνειά τους.
Στη δεκαετία του 30
Κατά τον 20ό αιώνα, στη δεκαετία του ’30, ο Λόρδος Ντυβέν, ανέλαβε την ευθύνη μιας πολύ πιο δραστικής λεύκανσης. Χρησιμοποίησε συρμάτινες βούρτσες και σκληρά εργαλεία αλλά και με καρμποράντουμ, χημική ένωση κοντινή της βενζίνης, η οποία καταστρέφει τις αρχαίες αλλά και τις βυζαντινές πάτινες, που προστάτευαν την επιφάνεια των μαρμάρων.
Ο Σωκράτης Μαυρομμάτης, μάς θυμίζει πως ο Ian Jenkins κάτω από το βάρος των τεκμηρίων, αναγκάζεται να ανοίξει τα αρχεία του Βρετανικού Μουσείου και γράφει για την διακοπή:
"Την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1938, ο Διευθυντής του Β.Μ., John Forsdyke, κατεβαίνει στο υπόγειο και με έκπληξη βλέπει πως το άρμα τού Ήλιου από το ανατολικό Αέτωμα, βρίσκεται υπό κατεργασία. Βλέπει χάλκινα εργαλεία επάνω στον πάγκο εργασίας και ένα τραχύ κομμάτι από καρβίδιο του πιριτίου. Ήταν φανερό πως είχαν χρησιμοποιηθεί στα γλυπτά. Τη επόμενη ημέρα, Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, στέλνει τον Roger Hinks (έφορο), ο οποίος βρίσκει τον Arthur Holcombe (προϊστάμενο του συνεργείου καθαρισμού), να ξεπλένει το κεφάλι του αλόγου της Σελήνης. Δίπλα στον πάγκο βλέπει διάφορα εργαλεία, συρμάτινες βούρτσες και υπολείμματα λευκής σκόνης. Ο Holcombe, προσπαθεί να τα φορτώσει αλλού. Ο Hinks πάει αμέσως στη νέα αίθουσα όπου βλέπει εργάτες να ξεπλένουν το άγαλμα της Ίριδας μετά τη χρήση χάλκινων εργαλείων. Οι εργασίες διακόπτονται"...
(σ.σ. Το καρβίδιο του πυριτίου, επίσης γνωστό ως καρβορούνδιο, είναι μια σκληρή χημική ένωση που περιέχει πυρίτιο και άνθρακα. Εχει παραχθεί μαζικά ως σκόνη και κρύσταλλο από το 1893 για χρήση ως λειαντικό.)
Μετά από τον πολύμηνο, τελείως ανεξέλεγκτο "καθαρισμό Duveen", οι υπεύθυνοι του Βρετανικού Μουσείου αντιλαμβάνονται τι έχουν κάνει τα συνεργεία του λόρδου και οι εργασίες διακόπτονται, αφού εν τω μεταξύ έχουν καταστρέψει όλες τις νότιες µετόπες, τη µεγαλύτερη επιφάνεια της ζωφόρου και τέσσερις εναέτιες µορφές. Απολύονται οι υπεύθυνοι, αλλά ο ΒΠΠ πνίγει το σκάνδαλο, μάς υπενθυμίζει ο Σωκράτης Μαυρομμάτης.
Αρκετά χρόνια μετά η υπόθεση έρχεται ξανά στη δημοσιότητα με τα δύο βιβλία του ιστορικού William St Clair, το "Lord Elgin and the Marbles" και το "The Elgin marbles, Questions of Authenticity and Accountability". Εκεί γίνεται αναφορά στον καταστροφικό καθαρισμό του 1937-38 και ο τότε επιμελητής των παρθενώνειων Ian Jenkins, κάτω από την πίεση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, αναγκάζεται να διοργανώσει διεθνές συνέδριο με στόχο αρχικά να παραπλανήσει, εξαιρώντας από το συνέδριο τους Έλληνες ειδικούς. Η τότε ηγεσία του ΥΠΠΟ, διαμαρτύρεται και ο Jenkins αναγκάζεται να δεχτεί και τη συμμετοχή Ελλήνων. Συστήνεται από το υπουργείο μία ομάδα εργασίας τον Νοέμβριο του 1999, με σκοπό να ερευνηθούν και να τεκμηριωθούν οι φθορές από την επέμβαση του 1937-38. Σε αυτή την ομάδα συμμετείχαν οι :
Θ. Σκουλικίδης (ΕΜΠ), Κ. Κουζέλη (Ινστιτούτο Λίθου), Ε. Παπακωνσταντίνου (Α΄ ΕΠΚΑ), Α. Μάντης, (Α΄ ΕΠΚΑ), Ε. Κόρκα (Τµήµα Ξένων Σχολών), Σ. Μαυρομμάτης.
Η παρεξήγηση με τη λευκότητα
Οι εργάτες συνέχιζαν μανιωδώς την εργασία τους μέχρι να πετύχουν "λευκότητα". Ανάλογα με την κατάσταση του μαρμάρου, αλλού "γδάρθηκε" μισό χιλιοστό και αλλού έως 2,5 χιλιοστά. «Αυτό διαπιστώσαμε στην εξέταση του 1999, σε όλες τις περιπτώσεις. Εως 2,5 χιλιοστά !» καταλήγει ο κ. Μαυρομμάτης.
Τα βασικά σημεία του πορίσματος των επιστημόνων είχε παρουσιάσει η τότε υπουργός Πολιτισμού Ελισάβετ Παπαζώη. Σύμφωνα με το πόρισμα, «η έκταση του προβλήματος (σ.σ. μετά τον βάναυσο καθαρισμό των μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο) είναι ακόμα μεγαλύτερη από αυτήν που είχε αρχικά υποτεθεί.»
«Κατά την επιφανειακή κατεργασία με τελικό στόχο τη λευκότητα αφαιρέθηκε η φαιοκίτρινη πάτινα των γλυπτών από όσες επιφάνειες αυτή διατηρούνταν ακόμα. Η απόξεση της πάτινας συμπαρέσυρε ενίοτε, όπως ήταν αναμενόμενο, στις πλέον ευαίσθητες από άποψη διατήρησης περιοχές και μάζες μαρμάρου, όπως προκύπτει άλλωστε και από τις εμπειρίες των δειγματοληψιών της πάτινας. Συνεπώς η ανωμαλία που προέκυπτε στην επιφάνεια του μαρμάρου από την απόξεσή της, έπρεπε, σύμφωνα πάντα με τις αισθητικές προδιαγραφές να εξομαλυνθεί. Η εξομάλυνση αυτή επεκτάθηκε για λόγους ομοιομορφίας και στις ακάλυπτες από πάτινα περιοχές. Η εργασία εξομάλυνσης των επιφανειών του πεδίου των αναγλύφων αλλά και των μορφών κορύφωσε την καταστροφή των επιφανειών.»
Στο πόρισμα σημειώνεται επίσης ότι η απώλεια αυτή του υλικού «σε ορισμένες περιπτώσεις έλαβε υπερβολικές διαστάσεις. Ορισμένες από τις μετόπες συνιστούν ακραία παραδείγματα αυτής της επέμβασης, όπου η απομειωμένη από τη λείανση επιφάνεια είτε της πλάκας του αναγλύφου, είτε των μορφών, είναι όχι μόνο μακροσκοπικά ορατή αλλά ενίοτε και μετρήσιμη.»
Τόσο στη ζωφόρο όσο και στις μετόπες παρατηρήθηκαν υπολείμματα χρήσης χαλκών εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν είτε για την απόξεση της πάτινας είτε για την εξομάλύνση των επιφανειών. «Η συσσώρευση πράσινων καταλοίπων, προϊόντων της οξείδωσης του χαλκού, σε ορισμένες περιπτώσεις μετοπών προσλαμβάνει εντυπωσιακές διαστάσεις» αναφέρεται στο πόρισμα.
«Η τελική λείανση των επιφανειών έγινε με λειαντικό μέσο, κατά πάσα πιθανότητα καρβίδιο του πυριτίου, υλικό εξαιρετικής σκληρότητας που ήταν το δεύτερο μετά το διαμάντι σκληρότερο» σημειώνεται. Συντηρητής του Βρετανικού Μουσείου από εκείνους που έκαναν την επέμβαση, μίλησε για σμυριδόπανο και οξύ εργαλείο στον Βρετανό ιστορικό Γουΐλιαμ Σεντ Κλερ.
«Η υπερβολική τριβή και λείανση προκάλεσε σε μερικές περιπτώσεις μερική αλλοίωση και παραποίηση της μορφής των γλυπτών, καταλήγει το πόρισμα. Αρκετά γλυπτά απώλεσαν τα μορφολογικά τους στοιχεία που αποτελούσαν την ταυτότητά τους και τα κριτήρια κατάταξής τους στην τέχνη αυτής της εποχής.»
Ο λόρδος Duveen
Διαβόητος έμπορος έργων τέχνης και δωρητής της αίθουσας του Παρθενώνα (που έκτοτε ονομάζεται και αίθουσα Duveen), στο Βρετανικό μουσείο, ο Ντυβέν είχε αποκτήσει το ανεξέλεγκτο δικαίωμα καθαρισμού των γλυπτών. Στη σταδιοδρομία του, πούλησε πλαστά έργα τέχνης σε πλούσιους, «ξέπλυνε» αμφιλεγόμενους πίνακες του ολιγόμηνου βασιλιά Εδουάρδου. Εγινε αρχικά βαρονέτος και στη συνέχεια βαρόνος. Αν είχε σχέση ο Εδουάρδος ή το περιβάλλον του με την άδεια εν λευκώ που είχε ο Ντυβέν από το Βρετανικό Μουσείο, δεν θα το μάθουμε ποτέ.