Η εθνική όπερα του Βελγίου παρουσίασε την πρεμιέρα της "Κασσάνδρας", ενός πρωτότυπου μουσικού έργου που παρουσιάζει την καταραμένη μάντισσα της ελληνικής μυθολογίας ως μια επιστήμονα που ασχολείται με την κλιματική αλλαγή, της οποίας οι οικολογικές προειδοποιήσεις δεν εισακούγονται.
Το έργο εξελίσσεται σε δύο παράλληλους κόσμους-- ο ένας είναι αυτός της αρχαίας Κασσάνδρας, την οποία οι θεοί είχαν καταραστεί να μην γίνονται πιστευτές οι προφητείες της και εκείνη προβλέπει την πτώση της Τροίας, κάτι το οποίο τελικώς πραγματοποιείται.
Η σύγχρονη ενσάρκωσή της είναι η Σάντρα, μια επιστήμονας που ειδικεύεται στην ανάλυση δεδομένων από παγόβουνα και είναι τρομοκρατημένη από το βίαιο μέλλον που διαβλέπει μέσα από τον ραγδαίο ρυθμό με τον οποίο λιώνουν οι πάγοι.
Μην μπορώντας να γίνει πιστευτή, η Σάντρα καταφεύγει στο stand-up comedy σε μια προσπάθεια να επηρεάσει τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Ο ήχος των πάγων που σπάνε διατρέχει την μουσική σύνθεση του Μπερνάρ Φοκρούλ και ο λιμπρετίστας Μάθιου Τζόσλιν εμπνεύστηκε --όπως λέει ο ίδιος-- κάποιες ανατροπές στην πλοκή του έργου από συζητήσεις του με νεαρούς ακτιβιστές για το κλίμα.
Επί σκηνής, πίσω από την ερμηνεύτρια, βρίσκεται ένας τεράστιος τοίχος από λευκό υλικό ώστε να μοιάζει με παγόβουνο, τα κομμάτια του οποίου πέφτουν στο έδαφος το ένα μετά το άλλο στη διάρκεια της παράστασης.
Η Κασσάνδρα και η Σάντρα αναρωτιούνται αν είναι εκείνες που βλέπουν περισσότερα από τον υπόλοιπο κόσμο ή αν ο κόσμος αρνείται να αναγνωρίσει αυτό που βρίσκεται μπροστά τα μάτια του: το ερώτημα υπογραμμίζεται από τη χορωδία, τα μέλη της οποίας έχουν δεμένα τα μάτια τους.
Το έργο, που έχει διάρκεια 1,5 ώρα, δεν οδηγεί σε κάθαρση και αφήνει το κοινό να νιώθει άβολα, με τα τελευταία λόγια της Σάντρα να είναι ουσιαστικά ένα ερώτημα που του απευθύνει: «Και τώρα τι;»