Σύμφωνα με δημοσίευμα στους βρετανικούς Financial Times την Κυριακή, ο «Όσμπορν και ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν συνομιλήσει για ένα καινοτόμο σχέδιο στο οποίο ορισμένα από τα γλυπτά θα δανείζονταν στην Αθήνα, με τους ελληνικούς θησαυρούς να έρχονται στο Λονδίνο ως "εγγύηση"».
Στο κείμενο που υπογράφουν οι δημοσιογράφοι Ελένη Βαρβιτσιώτη και Τζορτζ Πάρκερ, αναφέρεται ότι «αν και ο Μητσοτάκης επιμένει ότι θέλει να επιστραφούν όλα τα λεγόμενα Ελγίνεια Μάρμαρα - και όχι να αποσταλούν στην Αθήνα τμηματικά με μακροχρόνια δάνεια - και οι δύο πλευρές λένε ότι οι συζητήσεις είναι "συνεχείς και εποικοδομητικές"».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή ο Τζορτζ Όσμπορν φέρεται να έχει δηλώσει σε συναδέλφους του πως «είναι καθησυχασμένος ότι ο Μητσοτάκης, ο οποίος χειρίζεται προσωπικά τις διαπραγματεύσεις για τα Γλυπτά ηλικίας 2.500 ετών, δεν έχει επιτεθεί στο Βρετανικό Μουσείο για τις κλοπές».
Αναφέρει δε χαρακτηριστικά το δημοσίευμα: «"Μπορείτε να διαβάσετε πολλά από τη σιωπή", δήλωσε ένα άτομο στο Βρετανικό Μουσείο. "Υπήρξε σημαντική αυτοσυγκράτηση στην καρδιά του ελληνικού κράτους". Ένας γνώστης του μουσείου είπε ότι αυτό ήταν ένα σημάδι ότι η Αθήνα πίστευε ότι μια συμφωνία ήταν κοντά. Ο Όσμπορν έχει προτείνει μια σειρά από συμφωνίες δανεισμού που αφορούν τα μάρμαρα που αφαιρέθηκαν από την Ακρόπολη από τον Λόρδο Έλγιν στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίες θα οικοδομούσαν σταδιακά εμπιστοσύνη».
Τι είναι η «Σύμπραξη του Παρθενώνα» και η «win-win» του Όσμπορν
Σύμφωνα με το σχέδιο του Όσμπορν, το οποίο βρίσκεται ακόμη υπό συζήτηση, η Ελλάδα δεν θα παραιτηθεί από την αξίωσή της για τα γλυπτά, αλλά το Βρετανικό Μουσείο θα στείλει στην Αθήνα ενδεχομένως το ένα τρίτο ή και περισσότερα από τα μάρμαρα για μια καθορισμένη περίοδο. Σύμφωνα με τη λεγόμενη «Σύμπραξη Παρθενώνα», η Ελλάδα θα έστελνε στο Λονδίνο θησαυρούς που δεν είχαν δει στο παρελθόν στο Βρετανικό Μουσείο, αποτελώντας το επίκεντρο εκθέσεων-μπλοκμπάστερ.
Υπενθυμίζεται ότι ήδη από τις αρχές του χρόνου, η φημολογία για τα περί «επιστροφής» των Γλυπτών είχε φουντώσει για τα καλά, στον απόηχο της επίσκεψης του Κυρ. Μητσοτάκη στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 2022.
Μάλιστα, στα μέσα Φεβρουαρίου του 2023, ο κ. Όσμπορν είχε μιλήσει στο BBC, λέγοντας πως το Ηνωμένο Βασίλειο, επεξεργαζόταν μια πρόταση νέας συμφωνίας με την Ελλάδα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, βασισμένη πάνω σε μια λύση «win-win».
Ο Όσμπορν, πρώην υπουργός Οικονομικών, είχε επαναλάβει τότε ότι το μουσείο είχε εποικοδομητικές συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση σχετικά με τα Γλυπτά. «Είναι ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα προς επίλυση», δήλωσε. Είχε τονίσει δε πως «υπάρχει ένας τρόπος να προχωρήσουμε μπροστά, όπου αυτά τα γλυπτά, τα Ελγίνεια Μάρμαρα, τα Γλυπτά του Παρθενώνα, θα μπορούσαν να τα βλέπουν τόσο στο Λονδίνο όσο και στην Αθήνα, και αυτό θα είναι ένα κέρδος για την Ελλάδα και για εμάς».
Το «γαϊτανάκι» των δημοσιευμάτων
Υπενθυμίζεται ότι η Βρετανία βρίσκεται σε προκαταρκτικές - αναφέρονται συχνά και υπό τον όρο «μυστικές» - συνομιλίες με την ελληνική πλευρά, ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου του 2022, όταν ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε βρεθεί στο Λονδίνο.
Τη σχετική είδηση είχε αποκαλύψει στις 3 Δεκεμβρίου 2022 ο βρετανικός Guardian, φιλοξενώντας δηλώσεις του τότε υπουργού Επικρατείας, Γιώργου Γεραπετρίτη, ενώ μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο τα γραφόμενα της βρετανικής εφημερίδας είχε επιβεβαιώσει και ο ίδιος ο κ. Γεραπετρίτης.
Σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα, στις 16 Δεκεμβρίου, κι ενώ η συζήτηση είχε πλέον «ανάψει» για τα καλά, ο Πάπας Φραγκίσκος αποφάσισε να δωρίσει θραύσματα του Παρθενώνα που βρίσκονταν στα μουσεία του Βατικανού, «ως μαρτυρία και ένδειξη της επιθυμίας για συνέχιση της οικουμενικής πορείας αλήθειας».
Μάλιστα, μετά και την κίνηση αυτή, υπήρξε ευχαριστήριο τηλεφώνημα του τότε υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στον ομόλογό του στην Αγία Έδρα, Αρχιεπίσκοπο Πολ Ρίτσαρντ Γκάλαχερ.
Στις 3 Ιανουαρίου 2023 το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, με εκτενές κείμενό του, ανέφερε ότι Ελλάδα και Βρετανία κοντά σε συμφωνία για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Δεν πέρασε παρά λίγη ώρα από τη δημοσίευση του συγκεκριμένου άρθρου, όταν πηγές του Υπουργείου Πολιτισμού διέψευσαν το κείμενο του Bloomberg, αναφέροντας ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ένα εικοσιτετράωρο αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου ο βρετανικός Guardian επανήλθε στο όλο ζήτημα και με νέο άρθρο του ανέφερε πως «το Βρετανικό Μουσείο επιβεβαιώνει συζητήσεις για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα». Αντίστοιχα άρθρα δημοσίευσαν, τόσο η ιταλική La Repubblica όσο και οι Times του Λονδίνου.
Ωστόσο, και πάλι το Υπουργείο Πολιτισμού παρενέβη στις 5 Ιανουαρίου στην όλη συζήτηση, υπογραμμίζοντας την πάγια θέση της Ελλάδας ότι δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Το άρθρο του Ντέιβιντ Φροστ στον
Την ίδια ημέρα, η βρετανική Telegraph αποκάλυψε τα «ανταλλάγματα» που φέρεται να έχει ζητήσει από την Ελλάδα το Βρετανικό Μουσείο, ώστε να «επιστρέψει» τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Όμως η βρετανική εφημερίδα δεν περιορίστηκε σε αυτό. Τη σκυτάλη έλαβε την Παρασκευή (06/01) ο αρθρογράφος της Telegraph, Ντέιβιντ Φροστ, με κείμενό του που τιτλοφόρειται: «Η Βρετανία θα πρέπει να δώσει τα Ελγίνεια στην Ελλάδα».
Ο Φροστ στο κείμενό του κάνει μια σύντομη αναδρομή στο πώς τα Μάρμαρα του Παρθενώνα βρέθηκαν στα χέρια του λόρδου Έλγιν και «μεταφέρθηκαν στη Βρετανία στις αρχές του 19ου αιώνα, πιθανότατα με τη σύμφωνη γνώμη των οθωμανικών αρχών».
Τονίζει δε πως «η ελληνική κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε ποτέ τη νομιμότητα της αφαίρεσής τους και διεκδίκησε δυναμικά την επιστροφή τους στο Μουσείο της Ακρόπολης».
«Παρά την ομολογουμένως ελαφρώς σκοτεινή φύση των ενεργειών του Έλγιν, νομίζω ότι η νομική μας υπόθεση είναι καλή. Αλλά ποτέ δεν με έχουν πείσει τόσο πολύ τα ηθικά, καλλιτεχνικά και πολιτιστικά επιχειρήματα. Πιστεύω ότι τα Μάρμαρα του Παρθενώνα αποτελούν μια ειδική κατάσταση στην οποία θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε μια ειδική λύση», γράφει ο Βρετανός αρθρογράφος.
«Οι ζωφόροι του Παρθενώνα αποτελούν μια από τις κορυφαίες εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής, άρα και δυτικής, τέχνης. Δημιουργήθηκαν για ένα συγκεκριμένο κτήριο και ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό και θρησκευτικό πλαίσιο. Σε αντίθεση με πολλά αρχαία γλυπτά, γνωρίζουμε ακριβώς ποιο ήταν αυτό το πλαίσιο και τι επρόκειτο να σηματοδοτήσει το έργο τέχνης. Δεν πρόκειται για τυχαία εκθέματα του μουσείου. Για όσο διάστημα δεν τα βλέπουμε ως σύνολο, είναι λιγότερα από το άθροισμα των μερών τους», εξηγεί ο Ντέιβιντ Φροστ.
Ο Φροστ επιμένει πως «το θέμα είναι πολιτικό» ενώ χαρακτηρίζει λανθασμένο το γεγονός ότι οι συζητήσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές «θα πρέπει να είναι μυστικές».
Η παγίδα του δανεισμού
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η λέξη «επιστροφή» εντός εισαγωγικών έχει βαρύνουσα σημασία, καθώς υπονοεί το δανεισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα και όχι την πραγματική επιστροφή τους στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Αυτό φαίνεται και από τα γραφόμενα του ίδιου του Φροστ:
«Ο νόμος του 1963 για το Βρετανικό Μουσείο ορθώς απαγορεύει στο μουσείο να αποξενώνει τις συλλογές του - μια προστασία που χρειάζεται περισσότερο σήμερα, όταν τόσοι πολλοί έφοροι μουσείων διακατέχονται από ένα μετα-αποικιακό σύνδρομο και φαίνονται διατεθειμένοι να δώσουν ή να κλείσουν εκθέματα για τους πιο αδύναμους και ψευδείς λόγους. Ωστόσο, το μουσείο μπορεί να συμφωνήσει μια συμφωνία δανεισμού. Οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία γίνει αποδεκτή από τους Έλληνες θα πρέπει να είναι πολύ εκτεταμένη - και το κατά πόσον οι όροι της θα είναι αποδεκτοί από εμάς είναι ένα ζήτημα εθνικού συμφέροντος και για αυτή τη χώρα. Επομένως, η κυβέρνηση πρέπει να εμπλακεί».
Ο αρθρογράφος της Telegraph επιμένει πάντως πως «ήρθε η ώρα για μια μεγάλη χειρονομία» και σημειώνει:
«Μόνο η κυβέρνηση μπορεί να την κάνει. Είναι να προσφέρει την επιστροφή των μαρμάρων ως εφάπαξ δώρο αυτής της χώρας στην Ελλάδα, ως μέρος μιας νέας ευρύτερης αγγλοελληνικής εταιρικής σχέσης».
Telegraph: Τρεις λόγοι για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα
Ο Ντέιβιντ Φροστ επέμενε, στο ίδιο άρθρο, πως τα πλεονεκτήματα της επιστροφής των Γλυπτών και για τις δύο πλευρές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε τρία σημαντικά κέρδη:
«Πρώτον, μια μουσειακή σύμπραξη: υψηλής ποιότητας αναπαραγωγές των μαρμάρων στο Λονδίνο συν μια συμφωνία της Ελλάδας να δανείσει μερικά από τα πιο διάσημα έργα τέχνης της, προσωρινά, σε αντάλλαγμα, ίσως και σε μουσεία εκτός Λονδίνου.
Δεύτερον, μια ευρύτερη πολιτιστική εταιρική σχέση: ένα διμερές ίδρυμα, ίσως σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούμενο από τους πολλούς πλούσιους ιδιώτες που ενδιαφέρονται για το ζήτημα αυτό, για να ανεβάσει την ακαδημαϊκή και επιστημονική συνεργασία σε ένα νέο επίπεδο- και μια συμφωνία για χαλάρωση ή εξάλειψη των περιορισμών (τα εμπόδια είναι πολύ ισχυρότερα στην ελληνική πλευρά από ό,τι στη δική μας) στη διδασκαλία της γλώσσας, στο πολιτιστικό έργο και στην καλλιτεχνική απόδοση από τους πολίτες του άλλου.
Τρίτον, μια κοινή εκστρατεία για την επιστροφή στην Ελλάδα όσων τμημάτων των μαρμάρων βρίσκονται σε άλλα μουσεία παγκοσμίως - γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν και το Βρετανικό Μουσείο έχει τα περισσότερα, δεν τα έχει όλα. Μια τέτοια σύμπραξη θα πρέπει να παραμερίσει οριστικά τα δικαιώματα και τα λάθη της αρχικής απόκτησης και της μετέπειτα μεταχείρισης των μαρμάρων από τις δύο χώρες. Θα έπρεπε επίσης να είναι σαφές ότι δεν αποτελεί προηγούμενο για αιτήματα "επιστροφής" για οτιδήποτε άλλο».
Καταλήγει δε:
«Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τι θα κέρδιζε η Ελλάδα από αυτό. Τι θα κερδίζαμε εμείς; Θα επιλύαμε αυτή τη διαμάχη, ενώ θα λαμβάναμε κάτι σημαντικό σε αντάλλαγμα. Θα αποδεικνύαμε ότι το εννοούμε όταν λέμε ότι τα Μάρμαρα είναι μέρος της κοινής μας δυτικής κληρονομιάς, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει εταιρική σχέση με την Ελλάδα, όχι διαίρεση. Αλλά θα δείχναμε επίσης κάτι για το είδος της χώρας που είμαστε και φιλοδοξούμε να γίνουμε - μια χώρα που μπορεί να κοιτάξει πέρα από το "ό,τι έχουμε, κρατάμε" και μπορεί να σκεφτεί τη φήμη μας, την επιστήμη μας και τον πολιτισμό μας. Ας σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και ας κάνουμε μια συμφωνία».
Επιμέλεια κειμένου: Χρήστος Θ. Παναγόπουλος