Αν η βία είχε χρώμα θα ήταν γκριζωπό προς μαύρο, αν είχε μορφή θα ήταν ένα μυωπικό ρόπαλο που εμβολιάζει με μίσος τα χέρια τα οποία το κρατούν. Ένα ρόπαλο που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται άλλοτε σε μαχαίρι, άλλοτε σε πέτρα, άλλοτε σε καδρόνι ή χειροβομβίδα –σε οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο με το οποίο θα διαπραχθεί έγκλημα που ενίοτε τροφοδοτεί την εκδίκηση.
Αποκρουστική η βία, και αναίτια, υπερβαίνει τη σφαίρα του δικαίου και ελέγχεται από εκείνους που θεωρούν εαυτούς τους ως «κυρίαρχους». Πρόκειται για πρόσωπα μα και ομάδες ανθρώπων που εξωτερικεύουν τη βία αποβάλλοντάς την απέναντι στον άλλο· υποψήφιοι άλλοι-υποψήφια θύματα, οι πρώτοι που θα αντικρίσουν οι οφθαλμοί των βαρβάρων ή άλλοι που αποτελούν προμελετημένο στόχο, που η ζωή τους έχει οριστεί από τους βαρβάρους ως φονεύσιμη.
Και σαν το χέρι σηκωθεί και χτυπήσει με οργή, πυροδοτείται η επιθυμία του αφανισμού· το χέρι κινείται μηχανικά και κατ’ εξακολούθηση ώσπου η πράξη να «βαπτιστεί» σε κάτι άλλο, το βάπτισμα γίνεται με το αιματοκύλισμα.
Ποιος μπορεί να αντισταθεί στη βία, ποιος ευθύνεται για τη βαρβαρότητα; Μπορούμε να την τιθασεύσουμε κατονομάζοντάς την; Η μία πλευρά αποκαλεί την βία ως είναι – βία. Η άλλη πλευρά, οι βάρβαροι, πώς αποκαλούν τις πράξεις τους;
«Προσπαθώ να πω τα πράγματα/ με τ’ όνομά τους/ και κάθε τόσο συναντώ/ καινούργιες δυσκολίες./ Λόγου χάρη να πω τη βία, βία,/ όχι ειρηνευτική επέμβαση/ […] ούτε αναπόφευκτες ακρότητες […]» διαβάζουμε τους πρώτους στίχους του ποιήματος «Η βία» του Τίτου Πατρίκιου (γενν. 1928). Ώσπου ο ποιητής καταλήγει: «Θα ‘θελα πλέον να πω ανοιχτά/ ότι έφτασα να απεχθάνομαι/ την κάθε, όποιου και να ‘ναι, βία».
Φράσεις που ενίοτε χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες για τη σκληρότητα των βίαιων πράξεων –όπως «αναπόφευκτες ακρότητες» – δυσκολεύουν τον ποιητή να ονοματίσει τη βία, καταλήγει όμως στην πλήρη αποδοκιμασία της λόγω της φύσης της βίας. Ορισμένα από τα πρόσωπά της είναι ο ξυλοδαρμός, η κακοποίηση, ο βιασμός, ο πόλεμος, ο (νεο)ναζισμός.
Τα πρόσωπα αυτά (σ.σ της βίας) διακρίνουμε στον πίνακα «Ήταν ένα μικρό καράβι» (2018, κεντρική φωτ.) του Βασίλη Πέρρου (γενν. 1981). Στο επάνω δεξιά μέρος της σύνθεσης, η ματιά μας αντικρίζει έναν κουκουλοφόρο να υψώνει το μαχαίρι, και η θύμηση αυτής της λεπτομέρειας ήταν που μας έκανε να ανατρέξουμε στο εν λόγω πίνακα μετά την ανακοίνωση ενός ακόμη θύματος οπαδικής βίας.
Μόνο που η βία –οποιουδήποτε προσδιορισμού– ενυπάρχει σε κάθε γωνιά και περιμένει κι αυτή την κατάλληλη στιγμή να βγει από το καβούκι της και να αποκτηνώσει τον άνθρωπο. Κινούμενη με όλες της τις στρατιές θα καταπνίξει το μυτερό καράβι στο κέντρο της ζωγραφικής σύνθεσης, καταπνίγοντας τα όποια ψήγματα ανθρωπιάς έχουν απομείνει στον άνθρωπο, πυροδοτώντας έναν –κάθε φορά– (μικρό) πόλεμο.
Πώς θα εξομαλυνθεί η αταξία; Ή για να αποκατασταθεί η τάξη πρέπει να κορυφωθεί η αταξία;