Ο Μιχάλης Μανουσάκης ξανασκαλίζοντας την ιστορία της πόλης του, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την πορεία της και τα αισθήματα που τον καθόρισαν μέχρι σήμερα.
Έχοντας στη μνήμη του εικόνες που τελικά μοιάζουν ανεξίτηλες, τις χρησιμοποιεί με πράγματα που δεν έζησε αλλά έμαθε και άλλα που έζησε αλλά δεν ξεθώριασαν.
Διαχειρίζεται δύο χώρους στην πλατεία της Σπλάντζιας, τον Άγιο Ρόκκο και την Τούρκικη Κρήνη.
Στον πρώτο χώρο ξεδιπλώνει την ιστορία της πόλης από τους Μινωικούς χρόνους (μόνιμος αρχαιολογικός χώρος) έως τη δεκαετία του '50 και στον δεύτερο, στην Τούρκικη Κρήνη, προσπαθεί να διεισδύσει σε πιο μυστηριακούς χώρους, στον πολιτισμό των άλλων, των μουσουλμάνων, που στη ρίζα του αναδύεται το μεγαλείο του Θείου (κοινός τόπος) και η πίστη σ' αυτό. Ήχος ποταμού δυνατός, επιθανάτιος, γαληνεύει και σκάβει ταυτόχρονα τη σκέψη για ταξίδια ανέλπιστα μέσα στην υγρασία του υπόγειου χώρου.
Και το παιδί-γλυπτό στον Άγιο Ρόκκο, με την κίνηση του, σαν να προσπαθεί να συλλέξει ιστορίες και αρώματα του παρελθόντος για να μπορέσει να συνεχίσει τις διαδρομές που του ορίζει η ίδια η πόλη. Διαδρομές ανεξήγητες, ελπιδοφόρες για τα μελλούμενα.
Σπλάντζια 2016
Η μεγάλη γιαγιά Πιπίνα, η γιαγιά μου, που ήρθε από την Μικρά Ασία και κατοικούσε πλέον στην Πλαθειά Ρούγα, δίπλα στο φούρνο του Κυρούση, και απέναντι από το πηγάδι του Τούρκου, μου πέρναγε στα χέρια μάλλινο νήμα για να την βοηθώ να φτιάχνει κουβάρια μήπως και μπορέσει να πλέξει πουλόβερ για τα πολλά εγγόνια της. Την άκουγα να λέει ότι θα ήθελε να βάλει πολλή μνήμη και φως στο μάλλινο νήμα, μπας και γίνει πιο ζεστό, να μαλακώνει τους κρύους αέρηδες που κατέβαιναν απειλητικά από εκεί ψηλά, τα Λευκά Όρη αλλά και από τη θάλασσα!
Η μεγάλη γιαγιά Πιπίνα τελικά δεν έφτιαχνε πουλόβερ. Είχε πολύ λίγα κουράγια πια για τόσο μεγάλα όνειρα. Έφτιαχνε όμως μικρά χαλιά με το βελόνι για να ξαπλώνουν εκεί τα εγγόνια της και να ονειρεύονται την ομορφιά της αιωνιότητας του κόσμου. Φρόντιζε να τα απλώνει κοντά στους βασιλικούς που πότιζε καθημερινά, ή δίπλα στο μεγάλο πήλινο πιθάρι με νερό στην αυλή, όπου τα καλοκαίρια πλέον έβαζε το καρπούζι να δροσίζεται και στη συνέχεια να δροσίζει τον ουρανίσκο μα και την ψυχή μας!
Η μεγάλη γιαγιά Πιπίνα, ακόμα και σήμερα κατοικεί στο λιμάνι που την έφερε εδώ από τόπο με πόνο στη μνήμη, μα και στη Σπλάντζια μέσα και έξω από τα σπίτια, στους φαρδιούς και στενούς δρόμους και στους εναπομείναντες ασβεστωμένους δρόμους που μετρούν με τα αλλεπάλληλα χρωματικά τους στρώματα την ηλικία της πόλης και είναι αιώνες συνήλικη με τη μεγάλη γιαγιά Πιπίνα.
Στο κέντρο της πλατείας της Σπλάνζτιας, στην Τούρκικη Κρήνη, τόπος ιερός για τους Μουσουλμάνους, τρέχει νερό άυλο πλέον, με ήχο διαπεραστικό, σαν επιθανάτιο πέρασμα σε διαδρομές υπόγειες. Πετσέτες πλυμένες, λευκές, λυτρωμένες από τους λεκέδες πληγωμένων σωμάτων και ψυχών, απλωμένες ψηλά στεγνώνουν.
Στη Σπλάντζια μεγαλώσαμε όλοι σχεδόν με τις ίδιες ιστορίες. Μικρά Ασία, πρόσφυγες, μπόγοι στους ώμους με εικόνες γενέθλιων τόπων, παιδιά ξυπόλητα. Οι μανάδες που ήρθαν από εκεί φάνταζαν σαν μονολιθικές φιγούρες. Άκαμπτες με το βλέμμα φορές στραμμένο στις θάλασσες που τις ξερίζωσαν και ο νους θολωμένος με τον καπνό από την πυρκαγιά της πόλης, λες και έμεινε εγκλωβισμένος στον ουρανίσκο να συντροφεύει την κάθε μπουκιά ψωμιού τους.
Στο πέρασμα του χρόνου, ο τόπος δεν ησυχάζει. Τα κακόηχα περάσματα των γερμανικών αεροπλάνων και όχι μόνο, πλήγωναν τα σπίτια και τις γεμάτες με λουλούδια αυλές.
Και τέλος, το ρολόι του Αγίου Νικολάου να σου θυμίζει σε τακτό χρόνο, το χρόνο που φεύγει.
Όταν ήμουν παιδί με αναστάτωνε μέσα στη νύχτα ο ήχος του. Τώρα πια τον καταλαβαίνω, γιατί κάποτε ήμασταν γείτονες, σχεδόν συνήλικοι και σήμερα πλέον φίλοι.
Εγκαίνια: Τρίτη, 2 Αυγούστου 2016, ώρα 20:00 στην πλατεία της Σπλάντζιας στον Άγιο Ρόκκο
Διάρκεια: 2 έως 20 Αυγούστου 2016