“……γιατί υπάρχει μια σκιά σε μια κουζίνα, υπάρχει μια σκιά σε μια κουζίνα επειδή κάθε πράγμα μικρό είναι πιο μεγάλο” γράφει η Γερτρούδη Στάιν στο λήμμα “Ροστμπηφ” της ενότητας Φαγητό του βιβλίου της “Τρυφερά Κουμπιά” του 1914, όπου κοιτά καθημερινά, οικεία, συνηθισμένα αντικείμενα.
Ξεδιπλώνοντας τις φωτογραφικές εικόνες του ιστορικού γερμανού Alfred Otto Wolfgang Schulze (1913-1951) γνωστού ως Wols, και της σύγχρονης αμερικανίδας εικαστικού Eileen Quinlan (*1972) μια παρόμοια συνάντηση με οικεία αντικείμενα –τυρί, φασόλια, λάσπη, σάρκα, ύφασμα, ένα χέρι ή ένα πρόσωπο- παράγει ανεξίτηλες εγγραφές, αναπαραστάσεις χρονικών δράσεων και πρωτογενούς υλικότητας.
Ο Wols, ένας από τους πρωτοπόρους της art informel, και η Eileen Quinlan σίγουρα ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και μάλλον καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. 'Ομως, η φωτογραφική φαντασία και των δύο φαίνεται να περιστρέφεται γύρω από τις αισθησιακές (υλικές) ιδιαιτερότητες του μέσου και συνακόλουθες φαντασιώσεις του πραγματικού/ βιωμένου.
Η έκθεση των δύο καλλιτεχνών που τους χωρίζει τόσο ο χρόνος και διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, όσο και διακριτές φωτογραφικές τεχνικές, λειτουργεί ως ένα πεδίο στο οποίο δημιουργούνται παραλληρισμοί (το παιχνίδι των μεταθέσεων), και ανοίγονται ερωτήματα (η φωτογραφία ως υλικό αντικείμενο).
Η έκθεση επιχειρεί να διερευνήσει τρόπους οπτικότητας και να δημιουργήσει αντιστοιχίες μεταξύ του έργου του Wols και της Quinlan που υπερβαίνουν τις καθιερωμένες (ιεραρχικές) συμβάσεις της ιστορίας της τέχνης, τόσο από την άποψη της χρονικής ιστορικής ταξινόμησης, όσο και σε σχέση με τον τρόπο που συζητείται το φωτογραφικό μέσο.
«Πάντοτε ακόμη στο μέλλον, πάντοτε ήδη στο παρελθόν, πάντοτε παρόν.................
..........«Αχ!», γράφει ο Γκαίτε: «Σε μια άλλη ζωή, ήσουν η αδελφή μου ή η γυναίκα μου».
(Maurice Blanchot, από το δοκίμιό του, Το Τραγούδι των Σειρήνων, Συναντώντας το Φαντασιωτικό, 1959)
WOLS
Ο Wols (1913-19510, ένας από τους πρωτοπόρους της art informel, μαζί με τον Jean Fautrier και τον Jean Dubuffet, έγινε γνωστός μετά θάνατον για τις ακουαρέλες, τα σχέδια, τα γραπτά του και σε μεγάλο βαθμό για τα ζωγραφικά του έργα της δεκαετίας του 1940, με τις έντονα δουλεμένες και γδαρμένες επιφάνειες λαδομπογιάς. Το φωτογραφικό του έργο της δεκαετίας του 1930 παρέμεινε στο σκοτάδι μέχρι την στιγμή που ο ιστορικός φωτογραφίας Volker Kahmen και ο φωτογράφος Georg Heusch παρήγαν σύγχρονες εκτυπώσεις (modern prints) το 1976 από αρνητικά που τους παραχώρησε η αδελφή του Wols, Δρ Elfriede Schulze-Battmann. Ο Wols δημιούργησε δεκάδες πορτραίτα, πλάνα πεζοδρομίων και ερειπωμένων τείχων, εικόνες δίπλα στη θάλασσα. Το 1937 του ανατέθηκε η φωτογράφηση του «Pavillion de l Elegance» στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων. Συχνά δούλευε με δανεικές κάμερες και ακόμη συχνότερα δεν είχε την δυνατότητα να προμηθευτεί τα υλικά για να εκτυπώσει τα αρνητικά του. Ο Wols χρησιμοποιούσε την κουζίνα του ως αυτοσχέδιο στούντιο και σκοτεινό θάλαμο. Είναι εκεί (στην κουζίνα) που δημιούργησε μερικές από τις πιο σημαντικές εικόνες του: "Πήγαινε για ψώνια, για να μαγειρέψει ισπανικό ή κινέζικο...αλλά πρώτα, όλα φωτογραφιζόντουσαν [ωμά] -το κουνέλι, τα κρεμμύδια", γράφει η σύζυγός του Grety, σε μια επιστολή του 1966.
Η προσέγγισή του μετατρέπει την γνώριμη ποιότητα των αντικειμένων σε κάτι αποξενωμένο, και έτσι οι νεκρές φύσεις του Wols συνδέονται άμεσα με τα γραπτά του Georges Bataille γύρω από την ιδέα του ''άμορφου'' (informe). Τα έργα αυτά συμπίπτουν και με ένα διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας που διαπερνούσε το Παρίσι την δεκαετία του 1930 κάτω απο την απειλή του πολέμου, μια ατμόσφαιρα που αντικατροπτίζεται, μπορεί να ισχυριστεί κανείς, στις σημερινές αβέβαιες εξελίξεις και τις επικείμενες αλλαγές στην Ευρώπη.
Γεννημένος στο Βερολίνο το 1913, ο Wols εγκατέλειψε τη Γερμανία το 1932 κάνοντας βάση του την Γαλλία, εκτός απο ένα διάστημα δύο ετών όπου έζησε στην Ισπανία. Μετά το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, αιχμαλωτίστηκε γιά πάνω από ένα χρόνο σε διάφορα στρατόπεδα. Μετά το θάνατο του το 1951, ο Wols συμπεριλήφθη στις τρείς πρώτες εκθέσεις της Documenta (1955, 1959, 1964) και στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1958. Οι σημαντικότερες εκθέσεις του φωτογραφικού του έργου περιλαμβάνουν: Wols, der gerettete Blick, σε επιμέλεια Michael Hering, Kupferstich-Kabinett, Staatliche Kunstsammlungen, Δρλεσδη (2013) και Martin Gropius Bau του Βερολίνου (2014), Wols photographs, σε επιμέλεια Christina Mehring, Busch-Reisinger, Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου του Harvard, Cambridge, MA (1999) και Wols, Photographe, σε επιμέλεια του Laszlo Glozer, Centre Georges Pompidou, Παρίσι (1980).
EILEEN QUINLAN
Γεννημένη στη Βοστώνη το 1972, η Eileen Quinlan ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη. Διευρευνά τα πολλά επίπεδα που αποτελούν το φωτογραφικό σύστημα, την υλικότητα τόσο της εικόνας όσο και του φιλμ, συχνά μετατρέποντας την διαδικασία της μεταμόρφωσης που λαμβάνει χώρα, στο ίδιο της το θέμα. Έχει δημιουργήσει ''νεκρές φύσεις'', ''αφαιρετικές συνθέσεις'' και ''πορτραίτα'', ταλαντευόμενη ανάμεσα στην έγχρωμη και μαυρόασπρη φωτογραφία, προκειμένου να μην «θεωρηθεί κάποια χρωματική εγγραφή πιο αληθινή από την άλλη», όπως η ίδια σημειώνει. Συχνά φωτογραφίζει με φιλμ polaroid του οποίου η ημερομηνία λήξης έχει παρέλθει, ή προσθέτει τεκίλα στο νερό όπου το φιλμ μπορεί να μείνει βυθισμένο για εβδομάδες. Οι παραποιήσεις της Quinlan στις επιφάνειες των αρνητικών της περιλαμβάνουν εκδορές με ατσαλόσυρμα και στυλό, χρήση υγρών και τα ίδια της δακτυλικά αποτυπώματα. Οι ενεργητικές αυτές παρεμβάσεις δημιουργούν εκτυπώσεις με έντονη υφή. Η ύλη (το σώμα ή τα φωτογραφικά υλικά) και η μνήμη (σαν φωτογραφική ανάμνηση) είναι εγγεγραμμένες μέσα σε ένα μέσο το οποίο το αντιμετωπίζει «όχι ως ανεπιφύλακτη πρόσληψη του αντιληπτού κόσμου, αλλά ως μια θέση μέσα σε ένα σκοπικό καθεστώς που διαμεσολαβείται και χρωματίζεται μέσα από εμπόδια, οθόνες, κουρτίνες ».
Η Eileen Quinlan διδάσκει στην Milton Avery Σχολή Καλών Τεχνών του Bard College.
Η δουλειά της έχει παρουσιαστεί σε ατομικές και θεματικές εκθέσεις διεθνώς, συμπεριλαμβανομένων των Image Support, Bergen Kunsthall (2016), Lens Work, LACMA Λος Άντζελες (2015), What is a Photograph?, ICP, Νέα Υόρκη (2014) και Momentum 13: Eileen Quinlan, ICA, Βοστώνη (2009). Εκπροσωπείται από την Miguel Abreu Gallery, Νέα Υόρκη και Campoli Presti, Λονδίνο / Παρίσι. Η δουλειά της βρίσκεται στις μόνιμες συλλογές του Μουσείου Hammer, Λος Άντζελες, στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, στο Whitney Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης, Νέα Υόρκη και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης μεταξύ άλλων.
17 Μαρτίου - 8 Μαίου 2016
Παραγωγή Radio Athenes
Επιμέλεια έκθεσης 'Ελενα Παπαδοπούλου