Ξεκαθάρισε από την αρχή ο Πρωθυπουργός, με τη συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ, ότι δε θα αιφνιδιάσει Βουλή και κόμματα. Από τις πρώτες κουβέντες που είπε ο Κ. Μητσοτάκης, περιγράφοντας σε γενικές γραμμές, όσα θα επιδιώξει με την Τουρκία ξεχώρισα εκείνη, με την οποία υπογράμμισε ότι δε θα είναι μόνος στις τελικές του αποφάσεις.
«Οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου, μπορεί ενδεχομένως, ναι, να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις, (εννοεί κυριαρχικά δικαιώματα) από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης. Το ερώτημα είναι, θα μείνουμε με τη διαφορά ανεπίλυτη εάν η Ιστορία μας προσφέρει μια ευκαιρία να τη λύσουμε; Θα τη λύσουμε με όρους που προφανώς θα είναι συμβατοί με την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων. Και επειδή είμαστε ακόμη μακριά από αυτό το σενάριο - γιατί δεν είναι μια απόφαση που την παίρνω προφανώς μόνος μου - αν ποτέ φτάναμε σε αυτό το σημείο, θα είχε μείζονα ρόλο να παίξει και η Βουλή και τα κόμματα».
Με αυτά τα λόγια του Μητσοτάκη, επέστρεψα νοητά κάποια χρόνια πίσω, στην πρωθυπουργία Α. Τσίπρα, όταν ανακίνησε το ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών, αιφνιδιάζοντας πολιτική τάξη και κοινωνία. Μια συμφωνία που επεξεργάζονταν με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ν. Κοτζιά παρασκηνιακά, αλλά χωρίς να έχει προηγουμένως προετοιμάσει την κοινή γνώμη. Θα μπορούσε, στο σημείο αυτό, να ισχυριστεί ότι πάγια αρχή του αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ ήταν να επιλύσει τη διαφορά με τα Σκόπια. Άρα, υπερψηφίζοντας Τσίπρα, για δεύτερη φορά τον Σεπτέμβριο 2015, η πλειοψηφία τότε έδινε την έγκριση της για την ανάληψη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας.
Όμως, το επόμενο βήμα του ήταν και το επαχθέστερο. Έφερε το ζήτημα της συμφωνίας προς συζήτηση με σκοπό όχι να ενημερώσει τα κόμματα και ειδικότερα την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά αντιθέτως με τακτική να διχάσει τη Νέα Δημοκρατία. Δεν επεδίωξε να ζητήσει με έναν τρόπο τη συναίνεση του Κ. Μητσοτάκη, αλλά επικεντρώθηκε στον σκοπό να προκαλέσει ρωγμή στο κόμμα του αντιπάλου του. Πρόθεση του Τσίπρα ήταν να φέρει τον αρχηγό της αξ. Αντιπολίτευσης απέναντι σε βουλευτές της ΝΔ, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δε θα συζητούσαν το ενδεχόμενο συναίνεσης σε μια τέτοια συμφωνία. Θυμόμαστε, φυσικά τον Κ. Μητσοτάκη να δηλώνει στη Βουλή ότι δε θα δίχαζε ποτέ το κόμμα του.
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τη συνέχεια, πόσο μάλλον την κατάληξη της περιόδου ειρήνης με την Τουρκία. Νομίζω και οι πρωταγωνιστές. Προφανώς, τα δεδομένα εκείνων δε συγκρίνονται με όσα έχουμε εμείς στη διάθεση μας. Βρισκόμαστε ακόμη σε σημείο πριν από την αρχή. Μέχρι να λάβουν θέση εκκίνησης για έναρξη διαπραγματεύσεων οι δυο πλευρές, θα διανύσουν μια απόσταση, ώστε να διερευνηθεί εάν μπορεί να συμφωνηθεί αυτή η «αρχή».
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το πρόβλημα των δυσεπίλυτων διαφορών με το γειτονικό κράτος δε συγκρίνονται με το Σκοπιανό, ως προς το βάρος που ασκούν στην κοινωνία. Ήδη, υπήρξαν πρώτες τοποθετήσεις κυρίως από την πλευρά εκείνων που επιθυμούν τη διατήρηση των διαφορών από οποιαδήποτε προσπάθεια τείνει να αναζητήσει ενδεχόμενη διευθέτηση.
Ενώ χρόνια τώρα συζητείται η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ως πάγια ελληνική θέση για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, και μόνο στο άκουσμα ότι ο Πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να αναζητήσει την πιθανότητα μας «ιστορικής ευκαιρίας», που ενδεχομένως οδηγήσει και τα δύο κράτη στη Χάγη, έχει προκαλέσει αναστάτωση στους οπαδούς της ομάδας που επιλέγουν την «ακινησία».
Η απομείωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας είναι η πρώτη, βασική, κάρτα διαμαρτυρίας
την οποία ήδη έχει σηκώσει η διακομματική αυτή ομάδα. Θέτει μια σειρά προϋποθέσεων, από την άρση του Casus belli εκ μέρους της Τουρκίας μέχρι και την ανάγκη να διευκρινιστούν εκ των προτέρων υπό ποιες Διεθνείς Συνθήκες θα γίνει η επιδίκαση των διαφορών.
Η κατάσταση οιωνεί πολέμου με την Τουρκία (μας) απασχόλησε κοντά τρία χρόνια. Ήταν μια πλήρης απασχόληση, επίπονη κυρίως για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, επίμονη για την κυβέρνηση, την πολιτική τάξη κι από κοντά για την κοινωνία. Δεν περάσαμε και λίγες στιγμές αγωνίας το καλοκαίρι του 2020 υπό τον φόβο κήρυξης πολέμου ή ενός επεισοδίου που θα λάμβανε χώρα εξ´ αιτίας ενός ατυχήματος! Με τον καιρό ήρθε η σχετική ηρεμία και εξομάλυνση.
Και στον φανατικότερο υποκριτή, έχω την εντύπωση, ότι δεν αρέσει να ζει με τον πόλεμο «αγκαλιά». Η πρόταση που διατυπώνει ο Μητσοτάκης δεν είναι τίποτε άλλο, από μια έντιμη ενημέρωση των πολιτών για την πρόθεση του. Αλλά δεν κρύβει ούτε και την άποψη του:
«Είναι προς όφελος της Ελλάδας να επιλύσει τελικά, με δίκαιο τρόπο και με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο, όπως αγωνιζόμαστε να κάνουμε εδώ και δεκαετίες, αυτή τη μεγάλη διαφορά που έχουμε με την Τουρκία; Η απάντηση είναι ναι».
Ο Κ. Μητσοτάκης δεν επιδιώκει να αιφνιδιάσει, ούτε να διχάσει την κοινωνία. Άπαντες θα έχουν τον χρόνο να πάρουν θέση απέναντι στην Ιστορία…